Ο Μίλτος στην συζήτησή μας αμφισβητούσε και δεν ήθελε να πιστέψει ότι σχεδόν όλοι οι λαοί της Ευρώπης και πολλοί της Ασίας, σε πολύ παλιά χρόνια, αποτελούσαν ένα έθνος, την λεγόμενη ινδοευρωπαϊκή ομοεθνία, κατοικούσαν στον ίδιο τόπο, ίσως κάπου στην Ασία, και μιλούσαν την ίδια γλώσσα, την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή. «Μα οι γλώσσες τους σήμερα» έλεγε «είναι τελείως διαφορετικές και δεν καταλαβαίνει  καθόλου ο ένας τον άλλο».

Παρατηρήσεις  γι’ αυτήν την γλωσσική συγγένεια είχαν γίνει από παλιά, ιδίως όταν ιεραπόστολοι άρχισαν να μαθαίνουν γλώσσες λαών στους οποίους ήθελαν να διδάξουν τον χριστιανισμό. Παρατηρούσαν ότι λέξεις συνηθισμένες όπως: πατέρας, μητέρα, αδερφός, νερό (ύδωρ),είμαι… σε γλώσσες λαών, που κατοικούσαν πολύ μακριά από την δική τους πατρίδα, ηχούσαν παρόμοια με τις λέξεις της δικής  τους γλώσσας, της γλώσσας των ιεραποστόλων. Φανερή ήταν κάποια γλωσσική συγγένεια, την οποία δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Και απορούσαν.

Το ζήτημα το ανέλαβαν επιστήμονες γλωσσολόγοι και έλυσαν το πρόβλημα. Απέδειξαν ότι οι γλώσσες των λαών αυτών  προέρχονταν από μια κοινή πρωτογλώσσα, η οποία συμβατικά ονομάστηκε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή και η οποία είναι δύσκολο να επανασυντεθεί επακριβώς.

Σε κάθε γλώσσα οι συχνότερα χρησιμοποιούμενες λέξεις, όπως τα συχνότερα κυκλοφορούντα χαρτονομίσματα, φθείρονται περισσότερο. Ας πάρομε για παράδειγμα το ρήμα είμαι. Μόνο στον ενικό, για να μην μπερδευτούμε πολύ. Είναι μία από τις συχνότερα λεγόμενες λέξεις. Και εξαιτίας αυτού παρουσιάζει μεγάλη φθορά, διαφορετική σε καθεμιά ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Οι γλωσσολόγοι λένε ότι η αρχαία του κλίση στον ενικό, στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, πρέπει να ήταν: esmi, essi, esti.

Στα αρχαία ελληνικά είναι: ειμί, ει, εστί. Σήμερα λέμε: είμαι, είσαι, είναι. Μεγάλη η διαφορά, όπως βλέπετε, με την εξέλιξη της γλώσσας μέσα στους αιώνες. Στα σανσκριτικά (αρχαία ινδικά) είναι: asmi, asi, asti. Στα λατινικά (αρχαία ιταλικά) είναι: sum, es, est. Σήμερα οι Ιταλοί λένε: sono, sei, è. Στα γαλλικά (νεολατινική γλώσσα) είναι: suis, es, est. Στα γερμανικά: bin, bist, ist. Στα αγγλικά: am, are, is. Οι Ρώσοι δεν έχουν ενεστώτα του ρήματος αυτού. Αντί για τον ενεστώτα του ρήματος «είμαι» χρησιμοποιούν τις προσωπικές αντωνυμίες, π. χ. για ουτσίτιελ  (=εγώ δάσκαλος) που ισοδυναμεί με το «είμαι δάσκαλος». Όμως στην γλώσσα τους σώζεται κατάλοιπο του τρίτου προσώπου  ECT (προφέρεται γιεστ), που σημαίνει «υπάρχει».

Παρατηρήσεις. Το bin  (ich bin) στα γερμανικά είναι το αρχαίο ελληνικό –φυν, από το «έφυν», χωρίς την αύξηση ε- (αρχαία προφορά  ephyn, αόριστος του φύομαι =φυτρώνω, γεννιέμαι, στα αρχαία ελληνικά). Ο αρχαίος Έλληνας μπορούσε να πει «Έλλην ειμί» ή «Έλλην έφυν» με την ίδια σημασία. Εξάλλου το –ist , στο du bist, είναι παλαιά κατάληξη συνηθισμένη για το β’ ενικό πρόσωπο: αρχ. ελλ. ήσθα (=ήσουν, αρχ. προφορά estha), ίσθι (=να είσαι, προστακτική, αρχ. προφ. isthi). Αλλά και στον πληθυντικό: λύ-εσθε,(αρχ. προφ. ly-esthe). Το τρίτο πρόσωπο στα γερμ., er ist, οπωσδήποτε θυμίζει το εστί.

Στα αγγλικά έχει χαθεί και το t  (he is). Στα ιταλικά έχει μείνει μόνο το è, όπως και στα γαλλικά, γιατί οι Γάλλοι, μολονότι γράφουν est, προφέρουν e. Και μια εξήγηση για το νεοελληνικό «είναι», πώς προέκυψε. Στην αρχαία γλώσσα μας υπήρχε και εμφατικός τύπος  «ένεστι» αντί για εστί. Και υπήρχε και συντετμημένος τύπος «ένι» αντί για «ένεστι», όπως σήμερα λέμε π. χ. θες αντί για θέλεις. Με τα χρόνια αυτό το «ένι» (1) κυριάρχησε και εκτόπισε το εστί, το οποίο ξεχάστηκε.

Όπως σήμερα π. χ. αρχίσαμε να λέμε ευελπιστώ αντί για την λέξη ελπίζω, η οποία μπορεί – ποιος ξέρει; – κάποτε ακόμη και να ξεχαστεί. Αυτό το «ένι» έγινε με τα χρόνια «έναι», όπως το συναντούμε π. χ. στο Ερωτόκριτο και στην Θυσία του Αβραάμ. («Ξύπνησε, δούλε του Θεού, ίσε και μπιστεμένε/ και να κοιμάσαι ήσυχα εδά καιρός δεν έναι», Θυσία του Αβραάμ). Και τελικά, συμμορφούμενο με τα «είμαι», «είσαι», έγινε και αυτό «είναι», όπως λέγεται και γράφεται σήμερα. Αξιοσημείωτη είναι και η εξέλιξη του εγώ: ego στα λατινικά, io στα σημερινά ιταλικά, je στα γαλλικά (νεολατινική γλώσσα), «για» στα ρωσικά, ich  στα γερμανικά, Ι (προφ. άι) στα αγγλικά… Άλλες λέξεις πάντως έχουν υποστεί λιγότερες αλλοιώσεις: ινδοευρ. bhrater  (=αδερφός), ελληνικά φράτηρ, λατινικά frater, σανσκριτικά bhratr, ρωσικά brat, αγγλικά brother, γερμανικά Bruder… (2) Οι αλλαγές πάντως ακολουθούν συνήθως κάποιους κανόνες, ιδιαίτερους σε κάθε γλώσσα.

Με τέτοια εξονυχιστική εξέταση βρίσκουν οι γλωσσολόγοι την συγγένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Και όλα αυτά αποτελούν ένα δείγμα για το πώς  οι γλώσσες των διάφορων ινδοευρωπαϊκών λαών με το πέρασμα των αιώνων διαφοροποιήθηκαν τόσο, ώστε να γίνουν αγνώριστες μεταξύ τους.

Σημειώσεις

(1) « (εν Χριστώ) ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν ή θήλυ. Πάντες γαρ υμείς  εις (=ένας, το ίδιο) εστέ εν Χριστώ». Απ. Παύλου, επιστολή προς Γαλάτας 3, 28

(2). Dictionary  of Word Origins, by John Ayto