Την τελευταία φορά που τον συνάντησα στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, ακαταμάχητος σκαπανέας ενός δημιουργικού πνεύματος που κουβαλούσε ακμαιότατο ακόμη, παρά τα χρόνια που βάραιναν πάνω του, με τη χαρά μικρού παιδιού με πήρε για να με ξεναγήσει. Στην πλούσια βιβλιοθήκη του, στα τιμητικά διπλώματα και τις διακρίσεις μιας ζωής που είχε κορνιζώσει στους τοίχους.

Μετά, κρατώντας με από το μπράτσο με οδήγησε στην τεράστια βεράντα του, που την είχε κατάσπαρτη με μεγάλες γλάστρες που μοσχοβολούσαν μυρωδιές της κρητικής γης: «Εδώ είναι η φασκομηλιά, εδώ είναι η ρίγανη, εδώ είναι η θρούμπα, εδώ η μαλοτήρα» μου έλεγε καθώς μου τα έδειχνε και τα χάιδευε λες και ήταν παιδιά του, ενώ τα μάτια του υγραίνονταν. Αμέσως τον κατάλαβα. Εκτός από τη μνήμη και το παρελθόν που ιερουργούσε δεκαετίες με τα γραπτά του, αυτά τα αρωματικά φυτά και τα βότανα της Κρήτης, ήταν ο πιο κοντινός καθημερινός λώρος του με το νησί, που πάντα του έλειπε.

Μια απουσία, που τον πλήγωνε διαρκώς. Οι έξι δεκαετίες μόνιμης διαμονής του στη Θεσσαλονίκη, δεν τον συμφιλίωσαν ποτέ με τη μεγάλη απουσία της πατρίδας του. Κι έβγαινε παντοτινά στη βεράντα που αγνάντευε το Θερμαϊκό, για να ακούει τους νοτικούς αέρηδες από την Κρήτη. Ένιωθε ο έπηλυς του βορρά. Καταδιωκόμενος από τη μνήμη, την Ιστορία και το παρελθόν. Μια ζωή άλλωστε μόνιμος, ακατάπαυστος  συνομιλητής τους.

Οι λέξεις του Σεφέρη ξεπετάγονταν ατόφιες μέσα του, στην πόλη που έζησε τις έξι δεκαετίες της ζωής του. Εκεί που το πνεύμα του συνεχώς φυγοδικούσε από το κορμί του:  «Χρόνια ξενιτεμένος ήρθες με εικόνες που έχεις αναθρέψει κάτω από ξένους ουρανούς μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου».

Διαρκής προσκυνητής και οδοιπόρος, που τον καλούσαν επιτακτικά οι αρχέγονες φύτρες του νησιού του. Ξέμακρος σωματικά από αυτό, αλλά με μόνιμη την παρουσία της γοητείας των εικόνων και των βιωμάτων που κουβαλούσε μέσα του, που τα μετέτρεπε σε άφθαρτο γραπτό λόγο, κατάθεση χρέους μα κι ένα λυτρωτικό διέξοδο ζωής.

Κάπως έτσι, ένοιωθε ο Βενέζης όταν έγραφε την «Αιολική Γη» και ο Κόντογλου όταν έγραφε το «Ευλογημένο καταφύγιο» για τις χαμένες πατρίδες στην Ιωνία, και τα δάκρυα έσταζαν στα γραφτά τους. Με το πλούσιο εσωτερικό του θησαύρισμα, με την χαρισματική γραφίδα του ο συγγραφέας Πρατσίνης, μας μετάγγιζε πλουσιοπάροχα το βαθύ αχό των αναμνήσεων, από τα παιδικά του χρόνια.

Ο Γιώργος πλήρης ημερών, πέρασε στην κοινή μοίρα του πεπερασμένου κατά σάρκα ανθρώπου. Στην αναπόδραστη φορολογία του θανάτου. Έφυγε όμως αφήνοντας πίσω του εκείνο που αντιστέκεται στη φθορά και το χρόνο. Αυτό που κατατροπώνει την τελευταία φτυαριά του νεκροθάφτη. Που σπα τις αλυσίδες του αφανισμού και γίνεται τρόπαιο και δικαίωση για τη μεγάλη υποψία της ζωής. Εκεί που «το χέρι του θανάτου, αυτό χαρίζει τη ζωή και ύπνος δεν υπάρχει». Αυτό που πιστοποιεί ότι η ζωή δεν είναι ένα ατύχημα της ύλης, αλλά ένας θρίαμβος του πνεύματος.

Έχουν περάσει πάνω από τρεις δεκαετίες όταν ένα καλοκαίρι, φοιτητής ακόμη, σε μια καλοκαιρινή εκδήλωση πολιτισμού, συνάντησα για πρώτη φορά τον Γιώργο Πρατσίνη. Θυμάμαι έναν πολυπράγμονα και φιλίστορα άνθρωπο με μια δεινή αφηγηματική ικανότητα. Μίλαγε με τις ώρες, νοσταλγικά, για τις παιδικές του αναμνήσεις από το χωριό του και τα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής. Για  τα βιώματά του από τη Φουρνή, το παράλιο Μεραμπέλλο με τις αλυκές, τα υδροπλάνα των βασιλικών βρετανικών αερογραμμών, το λεπροκομείο της Σπιναλόγκας, τους παλιούς ανθρώπους με τις ιστορίες τους, τα έθιμα του τόπου.

Έκτοτε, κρατήσαμε μια διαρκή επαφή. Διαπίστωσα ότι βρήκα έναν άνθρωπο που είχα έναν κοινό τόπο μαζί του. Μου έστελνε τα ενδιαφέροντα άρθρα του τον τοπικό τύπο, κάθε καινούργιο του βιβλίο, και συναντιόμασταν τα καλοκαίρια στην Κρήτη. Παρακολουθούσα ανελλιπώς την αδιάκοπα ανήσυχη πνευματική του δραστηριότητα.

Τα χρόνια που πέρασαν με τα πλούσια πνευματικά του πονήματα, με έκαναν να πιστοποιήσω ότι ο Πρατσίνης ήταν η ζωντανή παρουσία, η ενσάρκωση μιας  εξέχουσας ιστορικής συνέχειας της Φουρνής του πνεύματος. Του χωριού που κράτησε αλώβητα τα σκήπτρα της παράδοσής του από τα βενετσιάνικα χρόνια  κι έδωσε ξόμπλια πνευματικά.

Σ’ ολόκληρη την Κρήτη, σ’ ολάκερη την Ελλάδα. Της πατρίδας των «ιεριών» του πνεύματος Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη και Μαρίκας Αμαριώτου. Είχα αποδεχτεί πλέον μέσα μου, ότι ο Πρατσίνης, ως άλλος Παλαιολόγος, παρέμενε πιστός υπερασπιστής στις επάλξεις μιας μακράς πνευματικής παράδοσης, «ορθοστατών και ορθοβαδίζων» στα δύσβατα χαρακώματα του πνεύματος, σε πείσμα των σκοτεινών καιρών.

Η θύμηση του τόπου και των ανθρώπων του, ακολουθούσε το συγγραφέα Πρατσίνη σε ολόκληρο το έργο του. Για την ακρίβεια: Τον καταδίωκε. Στην απώλεια άλλωστε κάθε μεγάλης αγάπης, μια είναι η μοναδική καταφυγή: Η θύμηση, η ανάμνηση. Πληθωρικός ταξιδιώτης και οδοιπόρος, εραστής και  εξερευνητής, περιηγητής και τροβαδούρος της τοπικής ιστορίας που κοινωνείται στους αναγνώστες του με την ευαισθησία μιας ανυπόκριτης και νοσταλγικής αγάπης του παρελθόντος είτε μέσα από την αφήγηση, είτε μέσα από τη μυθοπλασία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.

Υπάρχει μια πειστική απάντηση που προκύπτει από το ψυχογράφημα του έργου του συγγραφέα Πρατσίνη: Πρέπει να ζούσε κανείς ολάκερη τη ζωή του στη Φουρνή και στο Μεραμπέλλο για να έβλεπε την υπερέχουσα λαμπρότητα, την κρύφια ομορφιά τους, το ταπεινό τους μεγαλείο και να άκουγε την υπερκόσμια κραυγή τους. Γιατί ήταν, ένας τόπος σιωπής και μυστηρίου που βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια του αισθητού και του λογικού. Των κραυγών και των κοσμικών οφθαλμών. Ήταν ο τόπος που εμπνέονταν όχι απ’ αυτό που φαινόταν, αλλά, κυρίως απ’ αυτό που ήταν.

Το Μεραμπέλλο και η Φουρνή ήταν γη ανθρώπινη, μα και σχεδόν ουράνια, τοπική και οικουμενική, ένας τόπος όπου συμπλέκονταν η ιστορία, οι άνθρωποι και ο πολιτισμός με την υπέρβασή τους. Κυρίως όμως παρέμενε ένας τόπος μυστηρίου και σιωπής, λόγου και ψαλμωδίας. Για τούτο η Φουρνή και το Μεραμπέλλο ανακαλύπτονταν όχι με την όραση και την ακοή αλλά κυρίως με το μυστήριο της μυστικής επαφής, με το άγγιγμα της καρδιάς.

Λες και κάθε τους γωνιά ήταν κι ένα κομμάτι που ξέφευγε από τις σελίδες των συναξαριών κι έμπαινε στον καμβά του ανώνυμου βυζαντινού αγιογράφου. Η ιστορία, η ζωή και οι παραδόσεις των εύξεινων ανθρώπων τους είχαν κάτι από τη μυστικιστική γαλήνη που εκπορεύονταν από τη θρησκευτική κατάνυξη, τη θεία αταραξία και τη σιωπή των κατάσπαρτων μοναστηριών τους. Από τη λευκή απομόνωση των ταπεινών χωριών τους. Κάτι σαν μια μεταφυσική και συλλαβική γραφή που αποκωδικοποιούσες μόνο με το πνεύμα. Που μαζί με τις  σκαλιστές πτυχώσεις των βουνών τους, υπαινίσσονταν μιαν διαχρονική άγονη γραμμή των εγκοσμίων, μια ατέρμονη και αναχωρητική αυστηρότητα,  που ανάκατη με την αγριότητα του τοπίου, ιερουργούσαν μαζί με αλγηδόνα κι ευφροσύνη.

Αυτόν τον ονειρικό κόσμο που χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα, ο Γιώργος Πρατσίνης τον διέσωσε για τους μέλλοντες σκοτεινούς καιρούς.  Ένα πνευματικό έργο, εκλεκτό θησαύρισμα για τους επερχόμενους. Γι’ αυτό ο συγγραφέας Πρατσίνης, ένας αθλοφόρος του πνεύματος, ο κολοσσός του Μεραμπέλλου, κέρδισε επάξια μια θέση στην αιωνιότητα. Ας είναι ελαφρά η γη της Θεσσαλονίκης που τον σκέπασε.