Ένα οφειλόμενο χρέος τιμής περίπου δύο αιώνων συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να αποδώσουμε σε μια πνευματική και εκκλησιαστική μορφή που, με όσα προσέφερε στον Ελληνισμό, την Ορθοδοξία και τα γράμματα, τίμησε την γενέτειρά του, την Αρμάχα και την Κρήτη γενικότερα. ήταν μάλιστα τόσο περήφανος για την καταγωγή του, ώστε από την πρώτη υπογραφή κειμένων του στο Σινά μέχρι την τελευταία, ως μητροπολίτης Τορνόβου Βουλγαρίας, ο τίτλος ήταν ο ίδιος: Ιλαρίων Σιναϊτης ο Κρης.

Η καταγωγή του Ιλαρίωνος από το χωριό Αρμάχα, με οικογενειακό επώνυμο Καμπανάρης – Καμπαναράκης αποτελούσε μια προφορικώς μεταδιδόμενη παράδοση, τουλάχιστο μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, από τους γεροντότερους κατοίκους του χωριού εκείνης της περιόδου.

Την άποψη αυτή έχει συνεπικουρήσει και ο πλέον έγκριτος μελετητής και μεταφραστής των τουρκικών αρχείων του Ηρακλείου Νικόλαος Σταυρινίδης με μαρτυρία του στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Βασίλειο Σφυρόερα.

Η γέννηση του Ιλαρίωνος πρέπει να τοποθετηθεί τουλάχιστον μέχρι το 1765, δεδομένου ότι το 1784 βρίσκεται ήδη ως μοναχός στο Σινά, όπου αντιγράφει και στο τέλος υπογράφει κώδικα με επιστολές και λόγους του Γρηγορίου Θεολόγου και του Μεγάλου Βασιλείου.

Στο Σινά ασφαλώς εστάλη από το μετόχιο της μονής της Αγίας Αικατερίνης, που υπήρχε στο τουρκοκρατούμενο τότε Μεγάλο Κάστρο. Άλλωστε οι προνομιακές σχέσεις της Κρήτης με τη μονή του Σινά ήταν διαρκείς και ισχυρές.

Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε χρονολογικά τους σταθμούς της διαδρομής του Ιλαρίωνος μέχρι την αρχιερατεία του ως μητροπολίτη Τορνόβου για να αντιληφθούμε την οξύνοια, την πολύπλευρη μόρφωση, την πνευματική, θρησκευτική και εθνική προσφορά του.

Μετά το Σινά, το 1788, βρίσκεται στην Ίο των Κυκλάδων και εργάζεται ως διδάσκαλος – μοναχός μέχρι το 1792, οπότε μεταβαίνει για να συμπληρώσει τις σπουδές του στην ονομαστή Πατμιάδα Σχολή. Η επιμέλεια και η φιλομάθεια που επέδειξε κατά τη φοίτηση και η παιδεία που έλαβε ήταν στοιχεία καθοριστικά για τη μετέπειτα πορεία του.

Με την περάτωση των σπουδών του, όταν από την Κωνσταντινούπολη ο λόγιος Ιωάννης Βαλέτας ζήτησε από το Σχολάρχη της Πατμιάδας έναν απόφοιτο άξιο να υπηρετήσει ως οικοδιδάσκαλος σε φαναριώτικη οικογένεια, εκείνος του πρότεινε τον Ιλαρίωνα.

Μάλιστα προπέμποντας τον εικοσαετή τότε Κρητικό μοναχό, τον εφοδίασε με μια θερμή συστατική επιστολή, δηλωτική της εκτίμησης που είχε ο σοφός δάσκαλος προς τον νεαρό μαθητή του.

Είναι άξιο αναφοράς, μα και συγκινητικό νομίζω, ότι παραγγέλλει στον ισχυρό Φαναριώτη να τον δεχθεί με ευμένεια, γλυκύτητα και “ήπιος ως πατήρ”.

Η εύνοια αυτή προς τον Ιλαρίωνα τον εισήγαγε στο φαναριώτικο περιβάλλον και απετέλεσε το εφαλτήριο της εξέλιξής του.

Συγκεκριμένα το 1797 εισέρχεται ως οικοδιδάσκαλος στη φαναριώτικη οικογένεια του Δραγομάνου του στόλου Κωνσταντίνου Χαντζερή.

Το επόμενο έτος, 1798, μεταβαίνει ως απεσταλμένος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Βουκουρέστι.

Εκεί του δίδεται η ευκαιρία να αναπτύξει πολύπλευρη δραστηριότητα τόσο στον εκκλησιαστικό, όσο και στον εθνικοκοινωνικό τομέα.

Γνωρίζεται με τους λόγιους της Βλαχίας και συνδέεται φιλικά με τον Νεόφυτο Δούκα, ο οποίος στα Προλεγόμενα της έκδοσής του Αρριανού τού αφιερώνει επιστολή στην οποία τονίζει και επαινεί το ρόλο του για την ίδρυση σχολείων, την έκδοση βιβλίων και τη βοήθεια που προσέφερε σε όσους είχαν ανάγκη.

Το 1804 εκλέγεται ηγούμενος στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που ήταν μετόχιο της μονής του Σινά και στο οποίο εκκλησιάζονταν οι ευγενέστεροι και επισημότεροι Φαναριώτες, οι αξιωματούχοι της Βλαχίας και Μπογδανίας.

Ο Ιλαρίων διατήρησε την ηγουμενία μέχρι το 1821, έτος που εκλέγεται μητροπολίτης Τορνόβου, περιβαλλόμενος πάντοτε με τη στήριξη και την εκτίμηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Το αξίωμα αυτό του δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξει έντονη δραστηριότητα στον κοινωνικό, πνευματικό και εθνικό τομέα, αξιοποιώντας τις ήδη εκδηλωθείσες ικανότητές του.

Προσέφερε σημαντική βοήθεια στους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου και κυρίως στους Υδραίους σε ζητήματα που είχαν σχέση με την υποχρέωσή τους να στέλνουν κάθε χρόνο εκατοντάδες άνδρες για να υπηρετήσουν ως ναύτες στον τουρκικό στόλο.

Ειδικότερα τους διευκόλυνε παρέχοντας χρηματικά ποσά για να αντιμετωπίσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις στους Τούρκους, ή να καταβάλουν χρήματα για εξεύρεση ναυτών, όταν δεν μπορούσαν να καλύψουν τον απαιτούμενο αριθμό από τα νησιά τους.

Όμως το ενδιαφέρον του Ιλαρίωνος για το γένος και τους χειμαζόμενους πατριώτες εκδηλώθηκε και σε άλλες κρισιμότερες στιγμές.

Ιλαρίων Σιναΐτης ο Κρης από την Αρμάχα

Σε κάθε περίπτωση που διώκονταν ή κινδύνευαν Έλληνες υπήρχε η ευεργετική του παρέμβαση.

Το 1814 – 1815 είχαν αιχμαλωτισθεί στο Αλγέρι 300 περίπου Υδραίοι ναυτικοί. Όταν ήλθαν απεσταλμένοι από την Ύδρα, ζητώντας τη βοήθεια του Ιλαρίωνος, εκείνος επισκέφθηκε το Μεγάλο Διερμηνέα της Πύλης Ιάκωβο Αργυρόπουλο και κατόπιν πολύμηνων προσπαθειών και παρεμβάσεων οι Υδραίοι αιχμάλωτοι απελευθερώθηκαν.

Είναι χαρακτηριστική η ευγνωμοσύνη των Υδραίων όπως εκφράζεται σε επιστολή τους προς τον Ιλαρίωνα (14 Μαϊου 1814).

Η εκτίμηση και η αποδοχή που είχε ο Ιλαρίων μεταξύ των Φαναριωτών τον οδήγησαν και στην ανάληψη έργου, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μην έχει σχέση με τις αρμοδιότητές του, μαρτυρεί όμως την πολυμέρεια της προσωπικότητάς του. Συγκεκριμένα:

Όταν ο Δραγομάνος του στόλου Παναγιώτης Μουρούζης διεπίστωσε την ακαταστασία που υπήρχε στην εφαρμογή του Δικαίου στα νησιά του Αιγαίου διέταξε να κωδικοποιηθούν οι εθιμικοί νόμοι.

Οι προεστώτες της Νάξου συνέλεξαν τους παλαιούς άγραφους νόμους και ο Μουρούζης παρέδωσε τη συλλογή αυτή στον Ιλαρίωνα, αναθέτοντάς του να επεξεργασθεί γλωσσικά τα κείμενα, να τα διασαφηνίσει όπου είναι δυσνόητα, καθιστώντας εν τέλει ευχερέστερη την απονομή της δικαιοσύνης. Το έργο αυτό περατώθηκε με επιτυχία από τον Ιλαρίωνα και η επικύρωση των νόμων πραγματοποιήθηκε το 1810.

Άλλη μια απόδειξη της θέσεως και του κύρους που είχε στο Ρωμαϊκο περιβάλλον της Κωνσταντινουπόλεως ο κρητικός ηγούμενος.

Ώριμος πλέον κατά την ηλικίαν είχε καταξιωθεί μεταξύ των λογίων της εποχής. Ο, ίσως, σημαντικότερος εκπρόσωπος του Νεοελληνικού διαφωτισμού, Αδαμάντιος Κοραής αναφερόμενος στον Ιλαρίωνα γράφει ότι πρόκεται περί ανδρός, ο οποίος “και παιδείαν και ζήλο έχει πολύν”.

Από το έτος 1805 με πρωτοβουλία του Άνθιμου Γαζή σχεδιάστηκε και άρχισε να υλοποιείται η έκδοση της “Κιβωτού της Ελληνικής Γλώσσης”, ενός δηλαδή λεξικού γλώσσας. Και πάλι για το μεγαλόπνοο αυτό έργο προσεκλήθη ως συντάκτης ο Ιλαρίων, “ο γνωστός Ιλαρίων, ο του ενταύθα μετοχίου του Σινά ηγούμενος” γράφει ο Α. Γαζής.

Το έργο τούτο, της σύνταξης του λεξικού, διήρκεσε πολλά χρόνια και το 1819 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος, τα προλεγόμενα του οποίου υπογράφει προσωπικά ο Ιλαρίων, πράγμα που δηλώνει τον κυρίαρχο ρόλο του στην σπουδαία αυτή προσπάθεια.

Το αρχαιοπρεπές ύφος της γραφής μαρτυρεί την κλασσική του παιδεία και την άνεση με την οποία χειριζόταν την αρχαία ελληνική γλώσσα.

Επιπλέον ήταν γνώστης της Λατινικής και της Γαλλικής.

Ο Γάλλος διπλωμάτης και φιλόλογος Conte de Mercellus, ο οποίος συναντήθηκε μαζί του και συζήτησαν για την έκδοση της “κιβωτού” μας παραδίδει την πληροφορία ότι την ίδια περίοδο μετέφραζε και τραγωνίδες του Σοφοκλή.

Το 1820 αναλαμβάνει “θεωρός” δηλαδή επόπτης του πατριαρχικού τυπογρφείου· από τη θέση αυτή εκδίδει φυλλάδιο με το οποίο απευθύνεται στους πνευματικούς δημιουργούς του γένους, που βρίσκονται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Αφού τονίζει τη σημασία της τυπογραφίας, τους καλεί να εκτυπώνουν τα έργα τους σ’ αυτό.

Εκφράζει επίσης την ευγνωμοσύνη του στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ και όλους όσους συνετέλεσαν στην ανασύσταση και καλή λειτουργία του τυπογραφείου.

Παράλληλα με όλες αυτές τις δραστηριότητες, αποβλέποντας στην πνευματική καλλιέργεια του απλού λαού που συντελείται μέσα από τη θρησκεία επιχειρεί το 1818 το έργο της μεταφράσεως των Γραφών.

Ολοκληρώνει την μετάφραση της Καινής Διαθήκης και από την Παλαιά Διαθήκη μεταφράζει μόνο τμήμα της.

Το εγχείρημα αυτό του Ιλαρίωνος προκαλεί αντιδράσεις, όσως κυρίως θεωρούσαν ότι η μετάφραση αλλοιώνει το κείμενο και τη μεγαλοπρέπεια των Γραφών.

Πρέπει όμως να τονιστεί ότι οι μεταγενέστεροι Έλληνες και ξένοι ερευνητές ομοφωνούν ότι στο έργο της μετάφρασης ο Ιλαρίων κινήθηκε με σεβασμό στα ιερά κείμενα και απόλυτη προσήλωση στο ορθόδοξο δόγμα. Τούτο προκύπτει, τόσο μέσα από την ανάγνωση του κειμένου της μετάφρασης, όσο και από το περιεχόμενο δύο εκτενών επιστολών του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Άνθιμο Γ’ και προς τον μητροπολίτη Κυζίκου Ματθαίο.

“Ο λαός” γράφει χαρακτηριστικά “μη εννοών την έννοιαν των Γραφών, πως δύναται να αισθανθεί ύψος και χάριν; Και είναι τάχα δίκαιον να στερείται της από των Γραφών ωφελείας ο κοινός λαός, υπέρ του οποίου ο Χριστός απένανεν;”.

Η πρώτη έκδοση της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης έγινε το 1828 από τη Βιβλική Εταιρεία για να ακολουθήσουν αργότερα διαδοχικές ανατυπώσεις.

Αποτελεί οπωσδήποτε ιστορικό ερώτημα η μη ενεργός ανάμειξη και συμμετοχή του στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Απάντηση ίσως μπορεί να δοθεί μέσα από τα ίδια του τα κείμενα, όπου φαίνεται καθαρά η θέση του ότι το υπόδουλο γένος πρέπει να μορφωθεί πρώτα, να ωριμάσει πνευματικά και στη συνέχεια να διεκδικήσει την ελευθερία και την κρατική του υπόσταση.

Ο Γάλλος διπλωμάτης Conte de Marcellus, που αναφέραμε προηγουμένως, σε βιβλίο που εξέδωσε στο Παρίσι (1851) αναφέρεται σε συνομιλία που είχε με τον Ιλαρίωνα Σιναΐτη, κατά την οποία διετύπωσε  την άποψη ότι μόνο η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου του ελληνικού λαού θα οδηγούσε στην παγίωση της εθνικής του ανεξαρτησίας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι την ίδια άποψη είχαν και άλλοι εκπρόσωποι του Νεολληνικού διαφωτισμού, με κυριότερο μεταξύ αυτών τον Αδαμάντιο Κοραή.

Στις 12 Ιουνίου 1821, σε μια αναγεννητική -ηρωϊκή, μα και συνάμα δύσκολη περίοδο για τον εληνισμό-σφαγές στην Κωνσταντινούπολη, απαγχονισμός Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’- ο Ιλαρίων εκλέγεται μητροπολίτης Τορνόβου Βουλγαρίας.

Ο ίδιος σε επιστολή του ομολογεί την κρισιμότητα των στιγμών τη δυσκολία της αποστολής και την επισφαλή θέση.

“Επετάχθημεν να αναδεχθώμεν την πνευματικήν ποιμαντορίαν… το επίφοβον και δυσχερές τούτο έργον”.

Στο Τόρνοβο βρίσκεται στις 27 Νοεμβρίου 1821. Αμέσως περιοδεύει την επαρχία του για να διαπιστώσει τις πνευματικές ανάγκες των χριστιανών και να εξετάσει τη γενική κατάσταση των ναών· ιδρύει σχολεία, καθιδρύματα, προτρέπει και ενισχύει κάθε κοινωφελή δράση.

Τον Ιανουάριο του 1827 απομακρύνεται από τον μητροπολιτικό θρόνο ενώ το επόμενο έτος φυλακίζεται μαζί με άλλους μητροπολίτες.

Η αιτία της φυλάκισης του δεν προκύπτει από τις πηγές. Ίσως μπορούμε να υποθέσουμε ότι εντάσσεται στο κλίμα των περιοδικών διώξεων κατά αρχιρέων από την οθωμανική εξουσία. Την άποψη αυτή ενισχύουν και τα αναφερόμενα στο υπόμνημα αποκατάστασής του στη Μητρόπολη Τορνόβου τον Νοέμβριο 1830, σύμφωνα με το οποίο είχε απομακρυνθεί “παρά πάντα δίκαιον λόγον και δίχα κανονικού εγκλήματος”.

Η δεύτερη περίοδος αρχιερατείας του Ιλαρίωνος υπήρξε εξίσου δημιουργική.

Από τα σημαντικότερα έργα του είναι η ίδρυση σχολείων ανωτέρης βαθμίδας στην έδρα και σε άλλες πόλεις της μητροπόλεώς του, η πρωτοβουλία για τη σύνταξη γραμματικής της βουλγαρικής γλώσσας και η μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην ίδια γλώσσα.

Γενικότερα η μορφή του υπήρξε από τις αξιολογότερες του Ελληνισμού της Βουλγαρίας, θεματοφύλακας της Ορθοδοξίας στο βαλκανικό χώρο.

Ο θάνατος του επήλθε τον Φεβρουάριο του 1838, ο δε τάφος του διασώζεται μέχρι σήμερα στο Τόρνοβο.

Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί χωριανοί, ο Ιλαρίων κάλυψε με την πλούσια δραστηριότητά του περισσότερο από μισό αιώνα. Η πνευματική προσφορά, η μέριμνα για το Γένος  των Ελλήνων, οι ρηξικέλευθες αποφάσεις και η κοινωνική  του δράση αναγνωρίστηκαν από τους σύγχρονους και αποτιμήθηκαν θετικά από τους μεταγενέστερους.

Ήταν ένας από εκείνους που σε καιρούς χαλεπούς και δυσοίωνους βοήθησαν το υπόδουλο έθνος να αφυπνισθεί  και εν τέλει να διεκδιήσει την ελευθερία και ανεξαρτησία του.

Η σπουδαία, λοιπόν, αυτή προσωπικότητα πρέπει να γνωρίζουμε όλοι, να το διακηρύσσουμε και να είμαστε περήφανοι ότι ξεκίνησε από το χωριό μας, την Αρμάχα.

Όταν μου έγινε η πρόταση να είμαι ομιλητής στη σημερινή εκδήλωση, ως ένα κίνητρο μου ειπώθηκε ότι ο Ιλαρίων κατάγεται από τους Καμπανάρηδες.

Είναι πεποίθησή μου ότι τέτοιες μορφές  δεν μπορούν και δεν πρέπει να περιορίζονται στα στενά όρια ενός οικογενειακού επωνύμου· ανήκουν και τιμούν ολόκληρη την περιοχή της καταγωγής τους, καθιστώντας την σημείο αναφοράς στο χώρο σπουδής των ελληνικών γραμμάτων.

Και δύο προσωπικές επισημάνσεις:

Βιογραφώντας τον Ιλαρίωνα συναντήσαμε πολλά ονόματα: Άνθιμος Γαζής, Αδαμάντιος Κοραής, Νεόφυτος Δούκας, Γρηγόριος Ε’ κ.ά.

Όλοι αυτοί έχουν τιμηθεί με ονοματοθεσίες από τις κατά τόπους αρχές.

Μήπως είναι καιρός να γίνει κάτι ανάλογο και με τον Ιλαρίωνα Σιναΐτη;

Ελπίζουμε ο προβληματισμός αυτός να τύχει ανταπόκρισης και υλοποίησης από τη δημοτική Αρχή και όχι μόνο.

Τέλος, θέλω να συγχαρώ το διοικητικό συμβούλιο του Πολιτιστικού Συλλόγου Αρμάχας και την ενορίας Αρμάχας, που πήραν την πρωτοβουλία για τη σημερινή εκδήλωση, την απόδοση δηλαδή μιας οφειλόμενης τιμής και να ευχηθώ και άλλες τέτοιες πρωτοβουλίες.

Από τη θέση αυτή να ευχαριστήσω για την τιμή που έκαναν στο χωριό μας τις παριστάμενες Αρχές και φορείς, τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου κ.κ. Ανδρέα για την ανάδειξη του θέματος μέσα από τη φωτισμένη ποιμαντορία του, τον δήμαρχο Μινώα Πεδιάδος για την ένταξη της εκδήλωσης στο πρόγραμμα των πολιτιστικών εκδηλώσεων του Δήμου, το δημιουργό της προτομής για την καλλιτεχνική του προσφορά και φυσικά όλους εσάς που είχατε την υπομονή να με ακούσετε.

*Ο Γεώργιος Χ. Καμπαναράκης είναι φιλόλογος

Ομιλία που εκφωνήθηκε κατά την τελετή αποκαλυπτηρίων της προτομής του (29-7-2018)