Στο Βιβλίο Ληξιαρχείου του Δήμου Χαϊδαρίου Αθηνών, με την ληξιαρχική πράξη υπ. αριθ. 65 του 1947, δηλώνεται ο θάνατος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Μύλλερ, που εκτελέστηκε ως εγκληματίας πολέμου. Είναι εκείνος που αιματοκύλισε τη Βιάννο τον Σεπτέμβριο του 1943 (ως Διοικητής Ηρακλείου) και πυρπόλησε δεκάδες χωριά της Κρήτης εκτελώντας τους κατοίκους το καλοκαίρι του 1944, ως Διοικητής του «Φρουρίου Κρήτης».

 Ληξιαρχική πράξη θανάτου του Φρειδερίκου Μύλλερ του Γουλιέλμου. Ληξιαρχείο Δήμου Χαϊδαρίου
Ληξιαρχική πράξη θανάτου του Φρειδερίκου Μύλλερ του Γουλιέλμου. Ληξιαρχείο Δήμου Χαϊδαρίου, αριθμός πράξης 65/1947. Την πράξη υπογράφει ο Μοίραρχος Αθανάσιος Κούτσιας. Με την υπογραφή του γιατρού Αθανασίου Παυλοπούλου δηλώνεται ότι ο θάνατος του σφαγέα της Κρήτης επήλθε κατόπιν εκτελέσεως, στις 20 Μαΐου 1947, ανήμερα της έκτης επετείου της Μάχης της Κρήτης.

Στην ληξιαρχική πράξη θανάτου του Μύλλερ διαβάζουμε:  «Εν Χαϊδαρίω σήμερον την 20ην (εικοστήν) του μηνός Μαΐου του χιλιοστού εννεακοστού τεσσαρακοστού εβδόμου έτους, ημέραν Τρίτην και ώραν 10 π.μ. μεσημβρία και εν τω Ληξιαρχικώ καταστήματι κειμένω εντός του Κοινοτικού Κατ/τος ενώπιον εμού της Ευγενίας Σταθοπούλου ληξιάρχου της πόλεως Χαϊδαρίου του Δήμου Χαϊδαρίου, της επαρχίας Αττικής, ενεφανίσθη ο Κούτσιας Αθανάσιος, ετών 41, επαγγέλματος Μοίραρχος, κάτοικος Αθηνών, οδός Ναυάρχου Νικόδημου 20 και εδήλωσεν ότι εν Χαϊδαρίω την 20ην του μηνός Μαΐου ημέραν Τρίτην και ώραν 5 π.μ. του χιλιοστού εννεακοσιοστού τεσσαρακοστού εβδόμου έτους εξετελέσθη ο ΜΥΛΛΕΡ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ, κάτοικος Γερμανίας, γεννηθείς εν Χούμπερταλ Μπάρμπελ, ηλικίας ετών 48, επαγγέλματος Στρατηγός Γερμανικού Στρατού, θρησκεύματος Διαμαρτυρόμενος, υπήκοος Γερμανός, υιός του Γουλιέλμου.

Ο θάνατος κατά την πιστοποίησιν του ιατρού Παυλοπούλου Αθανασίου επήλθεν εκ καταδικαστικής εις θάνατον εκτελέσεως συνεπείας της υπ. αριθ. 3 αποφάσεως από 9/2/1946 του Ειδικού Στρατοδικείου Εγκληματιών Πολέμου.

Εφ ω συνετάγη η παρούσα ήτις αναγνωσθείσα και βεβαιωθείσα παρά του δηλούντος Κούτσια Αθανασίου υπεγράφη παρ’αυτού και παρ’εμού.

ο δηλώσας Α. ΚΟΥΤΣΙΑΣ   η ληξίαρχος Ε. ΣΠΑΘΟΠΟΥΛΟΥ».

Βορινά του χωριού Άρβη, ένας χωματόδρομος οδηγεί στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου. Ένα φαράγγι κόβει την ανάσα, καθώς παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά στον επισκέπτη.

Στις πλαγιές του βουνού, σκαρφαλωμένα σαν αγριοπούλια, τα κελιά του μοναστηριού γύρω από τον νέο ναό του Αγίου Αντωνίου. Οι μοναχοί διάλεγαν τοποθεσίες με φυσικό κάλλος για να χτίσουν τα μοναστήρια τους. Και ο Άγιος Αντώνιος της Άρβης δεν αποτελεί εξαίρεση.

Στο ίσιωμα, πριν ακολουθήσει κανείς τα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούν στον ναό και στα κελιά, υψώνεται ο παλαιός βυζαντινός ναός του Αγίου Αντωνίου. Η φθορά του χρόνου είναι αποτυπωμένη στους ραγισμένους τοίχους, ενώ στο εσωτερικό του δεν υπάρχουν εικόνες.

Τον Σεπτέμβριο του 1943, μετά τη μάχη της Σύμης και την απώλεια απροσδιόριστου αριθμού Γερμανών στρατιωτών, ο Διοικητής του νομού Ηρακλείου Μύλλερ, με τη σύμφωνη γνώμη του Διοικητή του «Φρουρίου Κρήτης» Στρατηγού Μπρώυερ, διατάζει την ισοπέδωση των χωριών της Βιάννου και την εκτέλεση των κατοίκων. Ο σφαγέας της Κρήτης Μύλλερ μεταφέρει στρατεύματα από το Ηράκλειο, το Βενεράτο, το Καστέλλι και αρχίζει το έργο.

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943 το πρωί, γερμανικά στρατεύματα βρέθηκαν στο Μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου Άρβης. Λειτουργούσε ο Ιερονόμαχος Κύριλλος (Κωνσταντίνος Συναδινάκης). Ήταν του Τιμίου Σταυρού, μεγάλη ημέρα για τον Χριστιανισμό. Εκτός από τον Ιερομόναχο, στο μοναστήρι βρέθηκε και ένας «σιμισάρης» της Μονής, ο Μανόλης Παξιμαδάκης από το χωριό Άγιος Βασίλειος Βιάννου. Μοχθούσε καθημερινά να εξασφαλίσει το ψωμί των παιδιών του στα δύσκολα κατοχικά χρόνια. Φτάνοντας οι Γερμανοί στρατιώτες, (με επικεφαλής αξιωματικό), αντίκρισαν τον Κύριλλο να λειτουργεί και τον Μανόλη Παξιμαδάκη να τον βοηθά στη λειτουργία. Στα πρόσωπά τους αντίκρισαν τους εχθρούς της αυτοκρατορίας τους. Και τους αφαίρεσαν τη ζωή. Χωρίς αιτία, χωρίς οίκτο, χωρίς ντροπή.

Ανήμερα του Σταυρού, άντρες του τακτικού γερμανικού στρατού, χριστιανοί κι αυτοί καθολικοί και διαμαρτυρόμενοι, διέκοψαν τη λειτουργία, έσυραν έξω τους δυο πατριώτες και τους εκτέλεσαν. Για την Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου Άρβης διαβάζουμε:  «…η ομάδα των Γερμανών που από την Άνω Βιάννο πήγε προς την παραλία πέρασε από τον Κερατόκαμπο, τους Καψάλους, τον Ξερόκαμπο και έφτασε στην Άρβη. Ανέβηκε ως τη Μονή του Αγίου Αντωνίου, όπου βρήκε τον μοναδικό κάτοικο της περιοχής, τον καλόγηρο της Μονής Κύριλλο Συναδινάκη 75 ετών. Μαζί του σκότωσαν και τον Εμμανουήλ Παξιμαδάκη από τον Άγιο Βασίλειο που βρέθηκε εκεί. Στη συνέχεια έκαναν σκοποβολή με στόχο την καμπάνα της εκκλησίας και σύλησαν τα ιερά σκεύη…».1

«…η Μονή αύτη κατά τον χρόνον της κατοχής υπήρξε το κρησφύγετο των καταδιωκομένων υπό των Γερμαμοϊταλών και ο τόπος συγκεντρώσεως όλων των επιτροπών της επαρχίας Βιάννου, προς λήψιν διαφόρων αποφάσεων. Το τοιούτο αντελήφθησαν οι Ιταλοί δι ο και ήρχοντο συχνότατα κατά πεντηκοντάδας και εκατοντάδας, περικύκλωνον την Μήνιν και ηπείλουν τους Μοναχούς, ότι θα τους ετυφέκιζον, εάν δεν κατέδιδον τους προστατευομένους των επαναστάτας και Άγγλους, και εις το τέλος απήρχοντο, αποκομίζοντες ικανάς ποσότητας από την κινητήν περιουσίαν της Μονής, ουχί σπανίως ρίπτοντες και χειροβομβίδας τινάς εντός αυτής προς εκφοβισμόν των εν αυτή.

Βραδύτερον μάλιστα εφόνευσαν και τον Ιερομόναχον Κύριλλον Συναδινάκην εξ Αμαριανού Πεδιάδος, ως και τον εργάτην της Μονής Παξιμαδάκην εξ Αγίου Βασιλείου Βιάννου. Οι διαδεχθέντες δε κατόπιν τους Ιταλούς τούτους Γερμανοί απεδείχθησαν φυσικώ τω λόγω χειρότεροι. Πολλάκις δε ετέθησαν τα πιστόλια αυτών εις τους κροτάφους των Μοναχών δια να υποδείξουν τα λημέρια των επαναστατών, και όμως ουδέποτε ούτοι εδείλιασαν, αλλά πάντοτε εξεπλήρωνον ευόρκως και ανδροπρεπώς τα προς την πατρίδα των καθήκοντα…».2

  • Κύριλλος Συναδινάκης

Ο 73χρονος Ιερομόναχος Κωνσταντίνος Συναδινάκης (Κύριλλος), της Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου Άρβης
Ο 73χρονος Ιερομόναχος Κωνσταντίνος Συναδινάκης (Κύριλλος), της Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου Άρβης. Στο πρόσωπό του οι βάρβαροι κατακτητές αναγνώρισαν τον εχθρό της παντοδυναμίας τους και τον εκτέλεσαν ενώ τελούσε τη Θεία Λειτουργία στον ναό του Αγίου Αντωνίου, ημέρα του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου 1943.

Ο Γιάννης Συναδινάκης με την γυναίκα του Δοξανιά (το γένος Παπαγιαννάκη), κάτοικοι Αμαριανού Πεδιάδος του Δήμου Καστελλίου, απέκτησαν τρία παιδιά. Τον Κωνσταντίνο, τον Στέλιο και την Άννα. Η Άννα πέθανε σε νεαρή ηλικία. Ο Στέλιος παντρεύτηκε, απέκτησε οικογένεια και έμεινε στο Αμαριανό.

Ο πρώτος γιος Κωνσταντίνος αγαπούσε πολύ την εκκλησία, «ήταν άνθρωπος του Θεού» όπως συνηθίζει να λέει ο λαός. Αποφάσισε να αφιερώσει την ζωή του στον Θεό. Κάποια μέρα έφυγε κρυφά από το σπίτι του πατέρα του και πήγε στην μονή του Αγίου Αντωνίου στην Άρβη. Ήθελε να γίνει μοναχός.

Δοκίμασε τον εαυτό του στην σκληρή μοναχική ζωή, κι όταν διαπίστωσε ότι αυτό του έδινε χαρά και γέμιζε το είναι του, χειροτονήθηκε μοναχός. Το μοναχικό όνομα που απέκτησε ήταν Κύριλλος. Σε διάστημα λίγων χρόνων έγινε και ιερέας.

Όταν τον Σεπτέμβρη του 1943 αποφάσισαν οι Γερμανοί μετά την μάχη της Σύμης να περάσουν από φωτιά και τσεκούρι την επαρχία Βιάννου, ο Κύριλλος Συναδινάκης βρισκόταν στο μοναστήρι του. Το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου 1943 κατέφτασαν στην μονή οι Γερμανοί στρατιώτες. Βρήκαν τον Κύριλλο και τον σκότωσαν.

Μαζί του ήταν και ένας σιμισάρης του μοναστηριού από το χωριό Άγιος Βασίλειος Βιάννου, ο Μανόλης Παξιμαδάκης. Κι αυτός δεν γλίτωσε την οργή των κατακτητών. Αφού λεηλάτησαν το μοναστήρι, έκαψαν τις εικόνες και σύλησαν τα ιερά σκεύη, βγήκαν στο προαύλιο και έβαλαν στόχο την καμπάνα της εκκλησίας. Με χαχανητά και με μεγάλο θάρρος, άρχισαν να πυροβολούν το σήμαντρο.

Έβαλαν κατόπιν φωτιά στα κελιά των μοναχών. Για να αποχωρήσουν ύστερα αφήνοντας πίσω την σφραγίδα τους. Οι Γερμανοί μετά την καταστροφή της επαρχίας Βιάννου, έδωσαν άδεια να ταφούν οι νεκροί. Σε όλη την περιοχή της Βιάννου υπήρχαν εκατοντάδες άταφα πτώματα. Στα σοκάκια των χωριών, στους κήπους, στα χωράφια, στους ναούς. Στον Άγιο Αντώνιο πήγε ένας χωριανός του Κύριλλου, ο χωροφύλακας Δετοράκης Μιχάλης (υπηρετούσε στη Βιάννο), μάζεψε το πτώμα του και το έθαψε στο ιερό του παλαιού ναού του Αγίου Αντωνίου.

Η Αροδάμη Συναδινάκη (Τζιμπιμπάκη) είναι ανιψιά του Κύριλλου Συναδινάκη, κόρη του αδερφού του Στέλιου και θυμάται:  «…ο παππούς μου ο Γιάννης με την γιαγιά μου την Δοξανιά είχανε εφτά παιδιά. Επεθάνανε όμως. Μετά εκάνανε τον Κωστή. Ύστερα τον πατέρα μου το Στέλιο και την κόρη την Άννα.

Εγώ επρόλαβα το θείο μου τον Κωστή σαν καλόγερο. Η θεία μου η Άννα είχε παντρευτεί ένα Κριτσωτάκη αλλά επέθανε κοπελιά από αρρώστια. Ο πατέρας μου έλεγε ότι ο Κωστής ήφυγε κρυφά από το σπίτι. Ήθελε να πάει να γενεί καλόγερος. Επήγε στην Άρβη. Και εγίνηκε καλόγερος και πήρε καλογερικό όνομα Κύριλλος. Επούλησε εδώ την περιουσία του στον πατέρα μου και πήρε τα λεφτά και αγόρασε εκεί περιουσία, στην Άρβη, δική του.

Στο ίδιο μοναστήρι ήτανε συνέχεια, εκεί τονε σκοτώσανε και οι Γερμανοί. Επήγαινε όμως και στη Βιάννο και λειτρούγανε. Τελευταία που τονε σκοτώσανε οι Γερμανοί ήτονε στη Βιάννο. Την ημέρα του Τιμίου Σταυρού ήφυγε από τη Βιάννο να πάει να λειτρουήσει την εκκλησία, να μη μείνει αλειτρούητη. Επήγε στο μοναστήρι και εκεί τονε σκοτώσανε οι Γερμανοί. Στση 14 του Σεπτέμβρη το 1943. Εσκοτώσανε κι έναν άλλο μαζί του, έτσι ελέγανε.

Στο χωριό μας το Αμαριανό ερχότανε αλλά εγώ ήμουνε μικρή, ίσα που τονε θυμούμαι. Μου’λεγε ότι μ’αγαπά κι ότι ήθελα να κάνει για μένα την ανιψιά του μεγάλο καλό. Θυμούμαι που μας ήλεγε ότι έχει πολλά λεφτά το μοναστήρι. Τα είχε βαρμένα στην πόρτα στο κελί του σε μια τρύπα. Οι Γερμανοί όμως εκάψανε το κελί και τα πήρανε. Εκάνανε καταστροφές στο μοναστήρι, εσπάσανε τη καμπάνα, επήρανε και τσι εικόνες. Εγώ δεν επήγα από κει κι ύστερα στην Άρβη.

Τον θείο μου τον έχουνε θάψει στο ιερό τση εκκλησίας. Εγάπανε πολύ την εκκλησία γι’αυτό επήγε καλόγερος. Στο ίδιο μοναστήρι ήτανε κι ένας άλλος μας χωριανός που ελέγουντονε Ανανίας στο καλογερικό του όνομα. Εγώ δεν τονε θυμούμαι ξέρω όμως ότι είχαμε ένα καλόγερο χωριανό μας στην Άρβη. Ο Ανανίας επέθανε κι αυτός μετά την Κατοχή. Αυτός τον επήρε μαζί του στην Άρβη. Στο μοναστήρι όντεν επήγανε οι Γερμανοί δεν εβρήκανε παρά μόνο τον Κύριλλο το θείο μου και ένα καλογεράκι από τα γύρω χωριά. Επήγε μοναχός του να λειτρουήσει.

Και πριν τον είχανε λειτρουγάρη στον Κρεβατά, ένα χωριό. Εκεί τον είχανε και λειτρούγανε ως παπά. Οι Γερμανοί εφτάξανε και ο Κύριλλος ήτανε στην εκκλησία και ήκανε την λειτρουγιά. Επεριμένανε οι Γερμανοί και επολειτρούησε και μετά τονε πιάσανε. Αυτός που τον ήθαψε, ήτανε χωροφύλακας στην Βιάννο, ήτανε από δω και λέγουντανε Δετοράκης Μιχάλης. Μετά που δώκανε την άδεια οι Γερμανοί και τσι θάφτανε, επήγε μαζί με άλλους και τονε θάψανε, πίσω από την εκκλησία στο ιερό.

Έτσι επήγε ο μπάρμπας μου. Δεν τόνε σεβαστήκανε οι Γερμανοί. Είχε περάσει τα εβδομήντα του χρόνια. Κοντό, κακό θελα τοσε κάνει;  Δεν ήτανε αυτοί χριστιανοί;  Εσκοτώσανε ένα άνθρωπο τση εκκλησίας. Γιατί; …».

Ο Μανόλης Παξιμαδάκης με τη γυναίκα του Αικατερίνη (Μιχαλοδημητράκη) από το χωριό Άγιος Βασίλειος Βιάννου.
Ο Μανόλης Παξιμαδάκης με τη γυναίκα του Αικατερίνη (Μιχαλοδημητράκη) από το χωριό Άγιος Βασίλειος Βιάννου. Εκτελέστηκε από τους κατακτητές στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου Άρβης.­
  • Μανόλης Παξιμαδάκης

Ο Μανόλης Παξιμαδάκης με καταγωγή από τα Καστελλιανά είχε παντρευτεί την Αικατερίνη το γένος Μιχαλοδημητράκη από τον Άγιο Βασίλειο της Βιάννου και έχτισε το σπίτι του εκεί. Ο Μανόλης με την Αικατερίνη απέκτησαν εφτά παιδιά. Τον Μύρωνα, τον Μιχάλη, τον Νίκο, τον Γιώργη, τον Στέλιο, τον Κίμωνα και τη Φωτεινή.

Μεγάλη φαμίλια, μεγάλος και ο αγώνας για την επιβίωση. Ο Νίκος, ένας από τους γιους του Μανόλη Παξιμαδάκη, αποφάσισε να γίνει καλόγερος στη Μονή του Αγίου Αντωνίου στην Άρβη. Πήγε στο μοναστήρι σε μικρή ηλικία και έγινε δόκιμος μοναχός. Ο πατέρας του, ο Μανόλης Παξιμαδάκης, νοίκιασε τα χωράφια της Μονής και έγινε σιμισάρης με τους μοναχούς. Τον περισσότερο καιρό του τον περνούσε στην Άρβη.

Η μονή το 1943 είχε πέντε μοναχούς και το δόκιμο καλογεράκι τον Νίκο Παξιμαδάκη. Η περιοχή της Άρβης, με διαταγή του Διοικητού Φρουρίου Κρήτης, είχε κηρυχτεί νεκρά ζώνη. Όταν έφτασαν το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου 1943 οι Γερμανοί στο μοναστήρι συνάντησαν και συνέλαβαν τον ιερομόναχο Κύριλλο και τον Μανόλη Παξιμαδάκη. Συναντήσαμε τον Μύρωνα, έναν από τους γιους του Μανόλη Παξιμαδάκη στον Κρεβατά της Βιάννου και θυμάται για την εκτέλεση του πατέρα του:

«…την ημέρα του Σταυρού είχαμε κατεβεί στην Άρβη με τον πατέρα μου εγώ δεκαπέντε χρονών, ο αδερφός μου ο Κίμωνας δώδεκα χρονών και ο άλλος μου αδερφός, ο καλόγερος ο Νίκος, δεκαοχτώ χρονών. Η μονή είχε πέντε καλογέρους. Τον Ανανία από τα χωριά τση Πεδιάδας, τον Λουκά από το Λασίθι, τον Κύριλλο κι αυτός από τα χωριά τση Πεδιάδας, τον Κοσμά και τον Γεννάδιο. Όταν έγινε η νεκρή ζώνη εφύγανε όλοι οι καλογέροι και πήγανε στο μοναστήρι της Αγίας Μονής στην Βιάννο. Μόνο ο Κύριλλος δεν ήφυγε. Με τον πατέρα μου εκατεβαίναμε πολλές φορές στα χωράφια που είχαμε στην Άρβη.

Είχε μπει σημισάρης στη Μονή και τα καλλιεργούσαμε. Εξέραμε ότι ήτανε ζώνη αλλά δεν εμπορούσε να κάμει διαφορετικά. Ο πατέρας μου με τον Κύριλλο ελέγουντονε αδέρφια. Στην Άρβη είχανε οι Γερμανοί φυλάκιο με πέντε μόνιμους στρατιώτες. Ήτανε στο φυλάκιο και χωροφύλακες δικοί μας. Ένας χωροφύλακας του σταθμού μου ’δωσε ένα σημείωμα να το φέρω σ’ έναν Διακάκη στον Άγιο Βασίλειο, τώρα είναι πεθαμένος.

Το έβαλα στη σόλα του παπουτσιού μου. Όταν ανέβαινα στα πλάγια του βουνού είδα στον κάμπο Γερμανούς. Πολλούς Γερμανούς, θαν ήτανε εκατό. Γυρίζω γρήγορα και το λέω του πατέρα μου και του Κύριλλου. Θυμούμαι που ο Κύριλλος είπε του αδερφού μου του Νίκου να φέρει τα χτήματα για να φύγουνε να πάνε ανατολικά. Εγώ ήφυγα πάλι γρήγορα προς τα πάνω, να’ρθω στον Άγιο Βασίλειο. Οι Γερμανοί φαίνεται πως μ’ είδανε και αρχίσανε να με πυροβολούνε. Η απόσταση όμως ήτανε μεγάλη και οι σφαίρες ίσα που σβήνανε πίσω μου.

Εφοβήθηκα και ετρύπωξα σε ένα σπηλιάρι που γνώριζα. Άκουσα στο μοναστήρι φωνές και πυροβολισμούς. Μετά έμαθα ότι δεν επρολάβανε να φύγουνε ο Κύριλλος με τον πατέρα και τ’ αδέρφια μου. Επιαστήκανε από τσι Γερμανούς. Τον Κύριλλο και τον πατέρα μου τσι σκοτώσανε αμέσως. Στο ιερό της εκκλησίας τσ’έχουνε θαμμένους μαζί. Τον Νίκο και τον μικρό τον Κίμωνα τσι σώσανε οι Γερμανοί του φυλακίου. Επειδή τσι γνωρίζανε, τσι συλλάβανε και τσι κατεβάσανε στο φυλάκιο. Εκεί τσι κρατήξανε πέντε μέρες και μετά τσ’ αφήσανε. Όταν άρχισε να βραδιάζει εβγήκα από το σπηλιάρι και ετράβηξα για το χωριό. Στο χωριό μας δεν άκουγες παρά ένα κλάμα. Σκοτωμένοι παντού.

Στσι δρόμους, στα χωράφια, στο σχολειό παντού σκοτωμένοι και οι γυναίκες να κλαίνε. Επήγα στο σπίτι μας και βρήκα τη μάνα μου. Έκλαιγε κι αυτή. Με έντυσε γρήγορα γρήγορα με γυναικεία ρούχα, μ’ έκανε κορίτσι, να μη με πάρουνε λέει οι Γερμανοί. Ύστερα με άλλα παιδιά, κι αυτά ντυμένα κοριτσίστικα, επηγαίναμε με μια πόρτα, εβάζαμε τσι σκοτωμένους απάνω, και τσι κουβαλούσαμε στα σπίτια ντως. Ο πατέρας μου όταν τονε σκοτώσανε οι Γερμανοί ήταν 56 χρονών. Ο αδερφός μου ο Νίκος μετά την Κατοχή δεν ήθελε να γυρίσει πίσω στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου. Επήγε στη Μονή Κρουσταλλένιας στο Λασίθι για λίγο καιρό και μετά στο Άγιο Όρος.

Κι ο αδερφός μου ο Νίκος επέθανε 56 χρονών, ακριβώς στην ηλικία του πατέρα μας. Οι άλλοι μοναχοί του Αγίου Αντωνίου εμείνανε στην Αγία Μονή στη Βιάννο. Δεν εγυρίσανε κι αυτοί πίσω. Που’θελα πάνε;  Τα κελιά ήτανε καμένα…».

1 Γεωργίου Δ. Χρηστάκη, Επαρχία Βιάννου 1940-1945, Ηράκλειο 2000, σελ.247

2 Στέφανου Μυλωνάκη, Ο Επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης, Χανιά 1948, σελ. 472

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου  Θραψανού Πεδιάδος