Στη γνωστή κωμωδία του Μολιέρου «Ταρτούφος», που έκανε πρεμιέρα στις Βερσαλλίες ενώπιον του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ’ στο Παρίσι του 1664, ένας ψευτοθρησκευόμενος επαρχιώτης, έχει γοητεύσει με τις υποκριτικές επιδείξεις ευσέβειας σε τέτοιο βαθμό τον Οργκόν, έναν πλούσιο Παριζιάνο αστό, που ο δεύτερος τον έχει για τα καλά εγκαταστήσει στο σπίτι του.
Σε τέτοιο βαθμό που τον εμπιστεύεται απόλυτα και έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στις επιλογές του. Κάτι αντίστοιχο με το σημειολογικό θεατρικό έργο του Μολιέρου συμβαίνει σήμερα και με τους αθλοφόρους του ελληνικού σοσιαλισμού: Καταγοητευμένος ο ίδιος, από τις μέχρι σήμερα ψευτοθρησκευόμενες Ηγερίες του στην κορυφή των ευρωπαϊκών θεσμών, έφτασε να είναι δακτυλοδεικτούμενος σε ολόκληρη την υφήλιο.
Παράλληλα, κορυφαίοι απ’ αυτόν τον σοσιαλισμό παρευρίσκονται πρωταγωνιστές, -είτε αυτοί είτε η σκιά τους- στην προοδευτική πανωλεθρία της πολιτικής τους ζωής. Στο αργό ναυάγιο όλων όσοι θέλησαν να είναι, χωρίς να το αντέχουν. Απαθείς παρατηρητές του εαυτού τους, λες και αρνούνται να παρίστανται στις εξελίξεις, που οι ίδιοι σχεδιάζουν.
Και γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι κάθε ακαθόριστη πολιτική τους ελπίδα θα διαψευστεί στα σίγουρα, υποφέρουν από την ιδιαίτερη εκείνη ηδονή που συνίσταται στο να απολαμβάνουν ήδη αυτή τη παταγώδη διάψευση, νοιώθοντας την ακαθόριστη ελπίδα τους σαν κάτι το άπιαστο. Κάποιοι είναι ήδη κατηφείς στρατηλάτες, που έχοντας χάσει όλες τις μάχες, σχεδιάζουν εκ των προτέρων ασκήσεις επί χάρτου, απολαμβάνοντας στο σχέδιο την ψευδαίσθηση και τις λεπτομέρειες της μοιραίας τους ήττας.
Κάποιοι είναι το μεσοδιάστημα, ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που δεν είναι. Ανάμεσα σε αυτό που ονειρεύονται και σε αυτό που τους χάρισε η ζωή μέσα από την ανεπάρκειά της, χωρίς να το αντέχουν.
Μερικούς τους καταδιώκει σαν πονηρό πνεύμα, το πεπρωμένο τού να μην μπορούν να ονειρευτούν νίκες, δίχως να ξέρουν ότι ποτέ δεν θα τις αποκτήσουν.
Κι έτσι περιορίζονται σ’ ένα γραφικό σόου με την πολιτική τους ζωή σαν ένα εξωτερικό πλαίσιο-κορνίζα, που απλά τους περιέχει και στο οποίο παρευρίσκονται σαν θλιβερό θέαμα χωρίς υπόθεση. Σαν καρναβάλι με πλουμιστές στολές, σαν χορικό αρχαίας αττικής τραγωδίας, σαν παράσταση παντομίμας που η ανοησία τούς κουνά με κλωστές τα χέρια.
Κάποιοι είναι ένα είδος παιγνιόχαρτου, αρχαίου και άγνωστου συνάμα, μοναδικό υπόλειμμα μιας αρχαίας τράπουλας. Κάτι σαν εξωτικό περιτύλιγμα, το αερικό της σκιάς τους που δημιούργησαν απατηλοί καθρέφτες του τηλεοπτικού μάρκετινγκ. Είναι μόνο φευγαλέα σκιά, σαν καπνός που διαλύεται και στην πιο αθρόα αύρα.
Είναι κατά μεγάλο μέρος η πρόζα που, φιλοδοξώντας να μείνουν στην Ιστορία, τη χαράζουν στην επιφάνεια του νερού. Ντύνονται όπως τα παιδιά βασιλιάδες τις απόκριες με χαρτιά εφημερίδων και στεφανώνονται από μόνοι τους σαν κλόουν με ξερά λουλούδια, τα μόνα ζωντανά στα πεθαμένα τους όνειρα. Και κάπου-κάπου ακούνε τρομαγμένοι από το συρμό της ζωής εκείνο το κουδούνι που ηχεί σαν προειδοποίηση για την πολιτική τους πενία και το τραγικό πολιτικό τους πεπρωμένο…
Είναι πασίγνωστο ότι ο δύσμοιρος ελληνικός σοσιαλισμός μετά τη μεταπολίτευση, και με τον «τρίτο δρόμο» του εφευρέτη του, εμπιστεύτηκε το υποστατικό του, σε ελάχιστους οξύνοες ηγέτες έως πληθώρα χαρτοκοπτικών φιγουρών πολλοί από τους οποίους αδυνατούσαν να διοικήσουν μια προσκοπική ενωμοτία ή μια μικρή ομάδα λυκόπουλων.
Το ΠΑΣΟΚ το κυνηγούσε πάντα το φάντασμα της λοιμικής της εξουσίας. Από τότε που ο Ανδρέας έκανε νεύμα από του βήματος της Βουλής στο Μαυράκη για την άρση του απαγορευμένου καρπού, εκείνου των μετρητών, ο ελληνικός σοσιαλισμός, είτε μέσα είτε έξω τον καταγάγεις στην κοινωνία, δεν πετυχαίνεται με αδειανά χέρια. Για να μην τελειώσει η αέναη αναζήτησή του και η εφαρμογή του, πρέπει να μην τελειώσουν και οι μίζες των άλλων. Διαπνέεται από την αξιωματική αρχή της ισοδυναμίας του με το ρευστό χρήμα, είτε σε έκδοση πάμπερς είτε σε σακούλες. Κάτι περίπου με την ισοδυναμία μάζας και ενέργειας, όπως μας τα είπε και η Σχετικότητα.
Η Ιστορία της ανθρωπότητας και της πολιτικής, βρίθει από τον πρωτογονισμό της ιδιοτέλειας, της λοιμικής και κτηνώδους εξουσιολαγνείας, μέσα από τις μεταμορφώσεις στο όνομα των πιο υψηλών αξιών. Δεν ανακαλύπτουμε την Αμερική με τον οχετό αποκαλύψεων των τελευταίων ημερών που ενδημούσε στη μεταμορφωμένη ωραία του ΠΑΣΟΚ, τη σολιαλίζουσα εκλεκτή του, που εκείνο την τοποθέτησε στην κορυφή των ευρωπαϊκών θεσμών και σήμερα είναι σιδηροδέσμια. Κατά τα άλλα ήταν «δούρειος ίππος της ΝΔ» κατά τον ένδοξο αρχηγό του. Για όλα φταίει ο πανούργος Μητσοτάκης.
Γελάσανε και τα τσιμέντα στο κέντρο και σε όλα τα περίχωρα των Βρυξελλών και απανταχού της Ελλάδας με την μνημειώδη κοτσάνα. Πριν από λίγους μόλις μήνες ο ίδιος ο πρόεδρός του την συνέχαιρε για την ανάληψη της αντιπροεδρίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το ΚΙΝΑΛ, που αποφάσισε να ξανα-ονομαστεί ΠΑΣΟΚ, δεν μπορεί να κόψει τον ομφάλιο λώρο με το παλιό γνώριμο παρελθόν του.
Όπως ο Ορέστης δεν μπορούσε να ξεφύγει από την κατάρα των Ατρειδών. Θα μένει εκεί εκθετικά συρρικνούμενο για να φυτοζωεί όχι σαν κόμμα, αλλά σαν ζοφερό απόκομμα, αποσυνάγωγο από την Κοινωνία. Κάποιοι, αν δεν ήταν στο τέλος κάθε ημέρας πόνος για τη χώρα, τους θεσμούς και το πολίτευμα, θα ήταν ασήμαντοι και απαρατήρητοι. Θα ήταν απλά φευγαλέες σκιές και αερικά στις αφύλακτες διαβάσεις της περιτυλιγμένης με αξίες μαυρίλας που ευαγγελίζονται…