Το θέμα της ίδρυσης πανεπιστημίων από φορείς εκτός του Ελληνικού Κράτους με την μορφή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, όπως προκύπτει από την γραμματική ερμηνεία του άρθρου 16 του ισχύοντος Συντάγματός μας, απασχολεί τις τελευταίες ημέρες την εσωτερική επικαιρότητα της χώρας μας, από την μια μεριά όχι άδικα, από την άλλη όμως υπερβολικά, όπως πάντα.

Με αιχμή του δόρατος της δημόσιας συζήτησης όχι την ουσιαστική σκοπιμότητα ή αναγκαιότητα της θεσμοθέτησής τους, αλλά την νομική δυνατότητα ίδρυσής τους, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι το δίκαιο, το θετό δίκαιο το οποίο εδώ και χιλιάδες χρόνια διέπει τις ανθρώπινες κοινωνίες, θεσπίζεται και υπάρχει για να λύνει τις διαφορές που ανακύπτουν διαρκώς μέσα σ’ αυτές, συμβάλλοντας στην ομαλή λειτουργία τους και την αρμονική συμβίωση των μελών τους.

Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το πνεύμα και μ’ αυτή την οπτική νομίζω ότι πρέπει να ιδωθεί και το συγκεκριμένο ζήτημα- διαφορά που απειλεί να διχάσει και πάλι – και πάλι αδικαιολόγητα –  την Ελληνική κοινωνία.

Η Ελληνική κοινωνία όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε, εδώ και κάποιες δεκαετίες, και συγκεκριμένα από το 1981 που η χώρα μας έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής οικογένειας – τότε ΕΟΚ και τώρα Ευρωπαϊκή Ένωση –  έπαψε εκ των πραγμάτων να είναι αποκλειστικά «εσωτερική» κοινωνία, αλλά έγινε διεθνής- Ευρωπαϊκή, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και νομικά. Πράγμα που σημαίνει ότι και το δίκαιο που την ρυθμίζει δεν είναι πλέον μόνον εσωτερικό-Ελληνικό και όπως αυτό προκύπτει από το Σύνταγμά της, αλλά και διεθνές-Ευρωπαϊκό, ή όπως μετά την μετατροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε Ευρωπαϊκή Ένωση αποκαλείται, «ενωσιακό» δίκαιο. Πράγμα που περαιτέρω σημαίνει ότι σε πολλά θέματα που άπτονται  των σχέσεων της χώρας μας με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα υπόλοιπα 26 κράτη που την συναποτελούν, παράλληλα με το Ελληνικό συνισχύει και το Ενωσιακό δίκαιο. Στις περιπτώσεις μάλιστα και στους τομείς που η Ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει προχωρήσει και έχουν θεσπιστεί αναγκαστικοί κοινοί κανόνες, όπως π.χ. στον τομέα-πυλώνα της απασχόλησης των ευρωπαίων πολιτών, το Ενωσιακό δίκαιο  υπερισχύει. Και λογικά βέβαια, διότι αλλιώς τι λόγο ύπαρξης θα είχε σε μια διαδικασία Ευρωπαϊκής ενοποίησης.  Το θετό δίκαιο πρέπει να είναι ικανό να υπηρετεί την εκάστοτε – η πραγματικότητα δεν παραμένει ποτέ ίδια – πραγματικότητα, αλλιώς δεν έχει λόγο ύπαρξης.

Με δεδομένο λοιπόν ότι ο τομέας της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ε.Ε. ανήκει (και πολύ σωστά κατά τη γνώμη μας) στον πυλώνα της Απασχόλησης*, όπου υπερισχύουν οι κανόνες της Ε.Ε. και του Ενωσιακού δικαίου και όχι στον πυλώνα της Παιδείας, όπου υπερισχύουν οι κανόνες και το εσωτερικό δίκαιο εκάστου κράτους μέλους, φανερό καθίσταται ότι οι κανόνες και η έννομη τάξη που πρέπει να εφαρμοστούν στο θέμα της ίδρυσης (και) στη χώρα μας μη κρατικών πανεπιστημίων, ανήκουν στο Ενωσιακό δίκαιο και όχι στο εσωτερικό Ελληνικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνεται και το Ελληνικό Σύνταγμα, άρα και το άρθρο 16 αυτού. Με το πνεύμα και τον τρόπο αυτό μάλιστα αντιμετωπίζεται και από τα Ελληνικά Δικαστήρια τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια, με την αποστολή από το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικών ζητημάτων στα αρμόδια Ευρωπαϊκά δικαστήρια για θέματα εγκατάστασης και λειτουργίας παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στη χώρα μας και της ισχύος των διπλωμάτων που αυτά παρέχουν, στην Ελληνική επικράτεια.

Μ’ αυτή την οπτική λοιπόν αντιμετωπίζεται και κρίνεται το εν λόγω νομοσχέδιο και από το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής και από πολλούς και έγκυρους συνταγματολόγους (Α. Μανιτάκη, Ν. Αλεβιζάτο, Ε. Βενιζέλο, Β. Σκουρή, κ.λ.π.), ότι δηλαδή μπορεί να μην είναι συμβατό με το άρθρο 16 του ισχύοντος Συντάγματος και τις σχετικές 5,6, και 8 παραγράφους του  για την ίδρυση πανεπιστημιακών σχολών, διορισμού καθηγητών σ’ αυτά κ.λ.π., είναι όμως απολύτως συμβατό με το Ενωσιακό Ευρωπαϊκό δίκαιο, το οποίο όπως είδαμε στον τομέα αυτό υπερισχύει του εσωτερικού δικαίου.

Άλλως ειπείν, το θέμα το οποίο πραγματεύεται και ρυθμίζει το συζητούμενο νομοσχέδιο δεν είναι θέμα παιδείας και άρα αρμοδιότητος εσωτερικού δικαίου και Ελληνικού Συντάγματος, αλλά ως θέμα που αφορά την απασχόληση,  είναι αποκλειστικής αρμοδιότητας Ενωσιακού δικαίου και βάσει αυτού πρέπει να κριθεί.

Συμπερασματικά λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν τίθεται θέμα συμφωνίας του κρινόμενου νομοσχεδίου προς το ισχύον Σύνταγμα, αλλά στην πραγματικότητα το θέμα που τίθεται είναι αυτό της συμβατότητας του Ελληνικού Συντάγματος προς τις Ευρωπαϊκές Γενικές Αρχές και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Πράγμα που με την σειρά του  αποδεικνύει και επιβεβαιώνει την αδήριτη ανάγκη μιας σοβαρής αναθεώρησης του Συντάγματός μας, την οποία για λόγους κυρίως πολιτικού κόστους και διατήρησης προνομίων απέφυγαν επιμελώς και δεν τόλμησαν να κάνουν οι μέχρι σήμερα αναθεωρητικοί συντάκτες του.

Σε όσους δε δυσανασχετήσουν με το παραπάνω συμπέρασμα, αρκεί να τους θυμίσουμε ότι μόλις πριν από οκτώ χρόνια ο Ελληνικός λαός, συνειδητά και κόντρα στις διάφορες σειρήνες που του τριβέλιζαν τ’ αυτιά και ενώ βρέθηκε με το ένα πόδι εκτός, σχεδόν ομόφωνα και ανεπιφύλακτα επέλεξε να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Και όπως είναι φυσικό σε μια οικογένεια ισχύουν και πρέπει να ισχύουν οι ίδιοι κανόνες για όλα τα μέλη της, διαφορετικά, δεν πρόκειται για οικογένεια.

Συνεπώς δεν είναι απλώς καιρός, αλλά ευκαιρία για την Ελληνική κοινωνία και πολιτεία, να απαλλαγεί από ένα σοβαρό της βάρος, που στον τομέα αυτό τις κρατάει, εντελώς αδικαιολόγητα εδώ και δεκαετίες, μακριά από την ομαλότητα και την ανάπτυξη. Το γεγονός ότι το βάρος αυτό άπτεται και του Ελληνικού Συντάγματος, δεν πρέπει να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα, αλλά αντιθέτως να αποτελέσει αφορμή για την απαλλαγή του ισχύοντος Συντάγματός μας και από άλλες αδικαιολόγητες αγκυλώσεις – απομεινάρια του παρελθόντος, όπως  π.χ. ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, βουλευτών κ.λ.π., ουσιαστικό πόθεν έσχες βουλευτών, πολιτικών κ.λ.π., χωρισμός κράτους-εκκλησίας, πλήρης διάκριση μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και πολλά άλλα, ούτως ώστε η χώρα να μπορέσει να αντιμετωπίσει με σιγουριά, και τόλμη – θα ήθελα να προσθέσω και νεωτερικότητα, αλλά τα παραπάνω ήδη εδώ και δεκαετίες ξεπερασμένα θέματα δεν μπορείς να τα αποκαλέσεις επ’ ουδενί «νεωτερικότητα» – τις προκλήσεις που μας επιφυλάσσει ο εικοστός πρώτος αιώνας.

*ΣΗΜ: Διότι οι νέοι φοιτούν στα πανεπιστήμια για να πάρουν έναν τίτλο -πτυχίο, μεταπτυχιακό, διδακτορικό κ.λ.π.- ο οποίος θα τους επιτρέψει να αποκατασταθούν και να ανελιχθούν  επαγγελματικά και όχι όπως πιστεύουν πολλοί στην Ελλάδα για να επιμορφωθούν ιδεολογικά καμιά δεκαπενταριά χρόνια, να κάνουν καταλήψεις και να πετούν μολότωφ στους αστυνομικούς.

*Ο Θανάσης  Ηλ. Καραγιάννης είναι  δικηγόρος Ηρακλείου