Το θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων έχει μπει πολύ ψηλά στην πολιτική ατζέντα της Ελλάδας το τελευταίο διάστημα, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις στους κόλπους, τόσο της ανώτατης εκπαίδευσης, όσο και της  κοινωνίας. Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και στη χώρα μας, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σταθερά στην προμετωπίδα των θέσεων της συντηρητικής παράταξης για την Παιδεία, αλλά αποτελεί συνάμα και θέμα ταμπού για την Αριστερά. Η πολιτική βούληση μάλιστα είναι τόσο ισχυρή, ώστε να επιδιώκεται το συγκεκριμένο ζήτημα να αποτελέσει αντικείμενο της αναθεώρησης του Συντάγματος.

Τη στιγμή όμως που στην Ελλάδα, τα αρμόδια όργανα της κυβέρνησης απεργάζονται τρόπους και μεθοδεύσεις για την «διάτρηση» του «άρθρου 16 του Συντάγματος», στην μητρόπολη του δυτικού καπιταλισμού, την «Μέκκα» των ιδιωτικών πανεπιστημίων, στις ΗΠΑ, τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά. Ένα ντόμινο λουκέτων σε κολέγια και πανεπιστήμια στις ΗΠΑ, που ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του 2010, καλά κρατεί μέχρι και σήμερα, ιδιαίτερα μεταξύ των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων, επηρεάζοντας δεκάδες χιλιάδες φοιτητές σε όλη τη χώρα.

Από το 2016 και μετά, 91 ιδιωτικά κολέγια στις ΗΠΑ έκλεισαν ή συγχωνεύτηκαν με άλλα ιδιωτικά ιδρύματα. Σχεδόν τα μισά από αυτά έκλεισαν μετά την έναρξη της πανδημίας του κορονοϊού το 2020, καταδεικνύοντας το γεγονός ότι, για πολλά πανεπιστήμια που αντιμετώπιζαν προβλήματα, η πανδημία απλώς αποτέλεσε τη «σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι». Δύο βασικοί λόγοι που επηρεάζουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση στις ΗΠΑ είναι:

Η επικείμενη μείωση του αριθμού των υποψηφίων φοιτητών και η οικονομική πίεση που αντιμετωπίζουν τα κολέγια που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα έσοδα που αποκομίζουν μέσω διδάκτρων. Η μείωση των εγγραφών στα κολέγια αυτά, συνεπάγεται και τη μείωση της χρηματοδότησης, τη μείωση των ακαδημαϊκών προσφορών και τελικά το κλείσιμο των ιδρυμάτων.

Το 95% περίπου των κολεγίων των ΗΠΑ βασίζονται στα δίδακτρα, που σημαίνει ότι στηρίζονται σε χρήματα που πληρώνουν οι φοιτητές τους για να λειτουργήσουν. Η μείωση του αριθμού των εγγραφών ισοδυναμεί με λιγότερα χρήματα, λιγότερες προσφορές φοιτητών και τελικά κλείσιμο των ιδρυμάτων. Η τσέπη των αμερικανών φοιτητών δεν αντέχει. Η προσπάθεια του προέδρου Μπάιντεν να μειώσει τα φοιτητικά χρέη κατά 10.000 δολάρια για όσους κερδίζουν λιγότερο από 125.000 δολάρια το χρόνο, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η κατάσταση για τους φοιτητές είναι ασφυκτικά δύσκολη, καθώς τα ιδιωτικά ιδρύματα είναι πολύ ακριβά. Όταν αρχίσουν να ανεβαίνουν και τα επιτόκια των φοιτητικών δανείων – κάτι που θεωρείται βέβαιο ότι θα συμβεί – αυτά τα κολέγια θα φαντάζουν ακόμα λιγότερο ελκυστικά από ό, τι είναι τώρα και θα αποτελούν μια εξειδικευμένη αγορά μόνο για τους πλούσιους.

Την ίδια ώρα που στη χώρα μας παρουσιάζεται ως «γενναία μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση», ο μύθος των ιδιωτικών πανεπιστημίων έχει καταρριφθεί στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης στις οποίες είναι αναγνωρισμένη η λειτουργία τους. Τα μοναδικά ίσως επιτυχημένα μοντέλα πανεπιστημίων που προβάλλονται ως ιδιωτικά, ενώ δεν είναι, έρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πρόκειται για τα περιζήτητα διάσημα πρότυπα ανώτατης εκπαίδευσης που προβάλλουν το Χάρβαρντ, το Γέιλ, το ΜΙΤ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, και τα οποία όμως δεν ταυτίζονται με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, δηλαδή με αυτά που αποσκοπούν στο κέρδος στο οποίο και στηρίζονται. Τα ιδρύματα αυτά είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και παρά το γεγονός ότι θεωρούνται ιδρύματα ιδιωτικού δικαίου, λειτουργούν χωρίς να στηρίζονται στα δίδακτρα και δεν εξαρτούν τη λειτουργία τους από το κέρδος, πράγμα που τα διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα ιδιωτικά που υπάρχουν, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Τα πανεπιστήμια αυτά θεωρούνται ιδρύματα κοινωφελούς σκοπού και στηρίζουν τη λειτουργία τους σε χορηγίες και σε κληρονομιές και βεβαίως εποπτεύονται αυστηρά από αρμόδιες επιτροπές.

Τα παραπάνω μη κερδοσκοπικά εκπαιδευτικά ιδρύματα αποτελούν την εξαίρεση, αφού η πλειονότητα των ιδιωτικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης που λειτουργούν στις ΗΠΑ παραμένουν στην αφάνεια, ενώ στην Ευρώπη όσα υπάρχουν ακόμη υπολειτουργούν με λίγους φοιτητές και εκ των πραγμάτων αναγκάζονται να προσφέρουν χαμηλό επίπεδο σπουδών και μάλιστα ορισμένα από αυτά έχουν κατηγορηθεί για παράτυπα πτυχία και αδιαφανή επιλογή φοιτητών και εκπαιδευτικού προσωπικού. Το αποτέλεσμα είναι, πολλά από αυτά να κλείνουν, είτε οικειοθελώς, είτε από τις αρχές.

Τα παραδείγματα στην Ευρώπη αποτυπώνουν γλαφυρά τη σημερινή πραγματικότητα: Στην Πορτογαλία, όπου στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια, έχουν σήμερα περιοριστεί σημαντικά πλέον. Στη Γερμανία, οι περίπου 83 ιδιωτικές ανώτατες σχολές που υπάρχουν, απορροφούν πλέον μόλις το 1% του φοιτητικού πληθυσμού. Στην Αυστρία τα ιδιωτικά πανεπιστήμια αναγνωρίστηκαν πριν από 15 χρόνια και παραμένουν λίγα, μικρά και πολύ χαμηλής ποιότητας. Στην Γαλλία είναι λίγα και ακόμη λιγότερα παρέχουν σοβαρές σπουδές. Στην Ιρλανδία είναι πολύ λίγα και εξίσου χαμηλού επιπέδου με τις παραπάνω χώρες. Στην Ολλανδία τα κρατικά πανεπιστήμια κυριαρχούν σαν να μην υπάρχουν τα πολύ λίγα ιδιωτικά. Στην Ελβετία τα ιδιωτικά και δημόσια πανεπιστήμια έχουν ελάχιστα δίδακτρα γιατί επιδοτούνται από το δημόσιο, άρα δεν είναι και τόσο «ιδιωτικά». Στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, όπου η παράδοση των δημόσιων πανεπιστημίων είναι ισχυρή, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια διαδραματίζουν δευτερεύοντα ή ακόμα και τριτεύοντα ρόλο. Στη γειτονική μας Ιταλία τα δημόσια πανεπιστήμια έχουν επισκιάσει τα 70 και πλέον υπάρχοντα ιδιωτικά, ενώ στις σκανδιναβικές χώρες όπου υπάρχουν μονάδες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούνται ισχυρά από το κράτος. Στη Μεγάλη Βρετανία από τα 120 πανεπιστήμια, όπου σπουδάζουν χιλιάδες Ελληνόπουλα, μόνο τέσσερα είναι ιδιωτικά και δεν είναι γνωστά, γιατί απλώς δεν είναι καλά. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, στη Μεγάλη Βρετανία τα δημόσια πανεπιστήμια έχουν πολύ υψηλά δίδακτρα, για τα οποία ωστόσο οι φοιτητές επιδοτούνται από το κράτος. Στις χώρες του «πρώην ανατολικού μπλοκ», τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι μικρά, της τάξης των 3.000 φοιτητών και παρέχουν περισσότερο κολεγιακές και όχι πανεπιστημιακές σπουδές.

Η πανεπιστημιακή κοινότητα στη χώρα μας, στο σύνολό της υποστηρίζει ότι, η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος ενός ιδιωτικού πανεπιστημιακού ιδρύματος τύπου «Χάρβαρντ». Ακόμα κι αν το επιτρέψει το νομικό μας πλαίσιο, στην πράξη θα είναι δύσκολο να ιδρυθούν αξιόπιστα πανεπιστημιακά ιδρύματα, για τη λειτουργία των οποίων απαιτείται βαρύς και δαπανηρός εργαστηριακός εξοπλισμός, όπως είναι οι πολυτεχνικές και οι ιατρικές σχολές. Για να μπορέσουν να λειτουργήσουν τέτοιου είδους σχολές θα πρέπει αναγκαστικά να χρησιμοποιήσουν τις υπάρχουσες υποδομές, τις οποίες αυτήν τη στιγμή διαθέτουν μόνο τα δημόσια πανεπιστήμια. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι, η μετά-δευτεροβάθμια εκπαίδευση που προσφέρουν σήμερα στη χώρα μας τα διάφορα ιδιωτικά ΙΕΚ ή ακόμα και τα κολέγια, είναι προσανατολισμένη σε επιστημονικά αντικείμενα θεωρητικής κατεύθυνσης που δεν απαιτούν εργαστηριακό εξοπλισμό, όπως είναι η ψυχολογία, τα οικονομικά και οι σπουδές μάρκετινγκ.

Εάν ιδρυθεί αύριο στη χώρα μας κάποιο ιδιωτικό πανεπιστήμιο, θα είναι τόσο ακριβό που δεν υπάρχει λόγος να το προτιμήσει ένας Έλληνας φοιτητής για τις σπουδές του, αντί να επιλέξει κάποιο από τα δοκιμασμένα και με κύρος πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπως έκανε δηλαδή μέχρι σήμερα. Έτσι, το επιχείρημα περί δήθεν ίσων ευκαιριών για την πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση – που προτάσσουν οι θιασώτες των ιδιωτικών πανεπιστημίων – καταρρίπτεται, μαζί με τον μύθο ότι, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια αναβαθμίζουν ή εκσυγχρονίζουν ή αποτελούν επιτακτική ανάγκη για τα σύγχρονα κράτη.

https://moschonas.wordpress.com