Με το που βρεθείς σε τούτο τον κόσμο, αρχίζεις να ζεις το παραμύθι της ζωής, στον ξύπνιο σου. Όλη σου η ζωή: Πέμπτες, Παρασκευές, Κυριακοδεύτερα, μιλιούνια Τετάρτες (η Τετάρτη μπήκε, η βδομάδα βγήκε).
Και φεύγουν σαν αστραπή χωρίς να σε ρωτήσει καμμιά, λες και κάποιος κρατά ένα καλάμι και τις ξωλαλεί σαν τα πρόβατα, χωρίς να ξεφεύγουν από τη σειρά τους και τρέχουν σαν τις δαιμονισμένες και δεν σου δίνουν σημασία. Μέχρι να ντυθείς το πρωϊ, σου λένε γδύσου, γιατί ήρθε το βράδυ.
Μέχρι να φας το πρωϊ, σου λένε, μη φας, γιατί ήρθε το βράδυ. Και γίνεται η κεφαλή σου σαν το καζάνι όλη τη νύχτα και βγάνεις μητροπολιτάδες από διάκους και πέφτουνε τα χρόνια σαν τα στραγάλια και λες: πού ανάθεμα πάνε, πού τα μαντρώνουν και ούτε το άκουσμά τους. Κανένα σαββατοκύριακο δεν ξαναγύρισε, όταν ήσουνα δέκα, είκοσι, τριάντα χρονών.
Και συλλογίζεσαι, που λέει και ο Αδαμαντίδης…, μα πού να πάω, να σωθώ, που ΄γινε η σκέψη φυλακή, τί να κάνω για το καλό μου… Βρες και σιγοτραγούδησε:… εμείς γι αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μας πάει… Η μοίρα, το κισμέτ και το γραφτό κι όπου μας βγάλει το ταξίδι αυτό…
Και σού΄ρχεται η κουβέντα του Καζαντζάκη μ΄ένα φίλο του μπεκρή, που συναντήθηκαν ύστερα από πολλά χρόνια στου Βράκα, στο λιμάνι. Λέει: «Δεν βαρέθηκες, μωρέ Γιώργη, τόσα χρόνια, να πίνεις, να πίνεις, να πίνεις‘; Λέει: «Εσύ δεν εβαρέθηκες, μωρέ Νίκο τόσα χρόνια, να μην πίνεις, να μην πίνεις, κα μην πίνεις;».
Από τη μια, σαν να σού΄χουνε βάλει νέφτι στον πισινό, από την άλλη, να πηγαίνεις αργά. Γιατί πας από δω; Γιατί πήγες από κει; Ποιος τα κανονίζει αυτά; Σού΄ρχεται να πάρεις τις αποσκευές σου και να φύγεις. Να πας πού; Εκεί που θα διερωτούνται… μα κάπου σ΄έχω ξαναδεί… Και είσαι έτοιμος να λαλήσεις το καψουροτράγουδο: νοικάρης στην καρδιά σου μόνο ήμουνα, μ΄ ένα ενοίκιο φτηνό…
Δε μου τα λες καλά, μπάχαλο τά ΄χεις καμωμένα, κακούς δασκάλους είχες.
Και νέος και ωραίος ήσουνα και πολύ ή λίγο μυαλό είχες και ένα κομμάτι ψωμί ήβρισκες στο σπίτι και τό ΄τρωγες, τι άλλο ήθελες; Γιατί δεν κάθισες να σκεφτείς: Από πού να ξεκινήσω από την Πέμπτη ή τη Δευτέρα; Από τη Δευτέρα.
Εκεί που την έβλεπες να τρέχει, να την πιάσεις από τα μαλλιά ή να της βάλεις τριπλοποδιά και να προσπαθήσεις να την πείσεις, ότι πρέπει να πάρει τα πράγματα στα σοβαρά, να σεβαστεί τον εαυτό της, να προσφέρει το μεριδικό της στην κοινωνία που ζει και να μην τρέχει σαν την κουζουλή να εξαφανιστεί.
Αν επιμένει να θέλει να τρέχει, τότε άλλαξε τροπάριο, σκάσε της κανένα χαμόγελο, γλυκόλογο, τάξε της λαγούς με πετραχείλια και σιγά-σιγά θα δεις, ότι θα μαλακώσει, θα συνηθίσει να μην τρέχει και θα ακούει αυτά που λες. Το ίδιο θα κάνεις με την Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή. Στο τέλος θα γίνετε και φίλοι. Όσο για το Σαββατοκύριακο άσ΄το να κάνει του κεφαλιού του.
Είναι ανθρώπινη αδυναμία να γίνεσαι έρμαιο του καθενός, με το να δηλητηριάζεις την ψυχή σου, το “είναι σου”, τη διάθεσή σου, με τα απωθημένα που κουβαλείς: Γιατί ο ένας να είναι πλούσιος, γιατί ο άλλος να είναι πετυχημένος, γιατί διάσημος, γιατί να ΄χει ωραία γυναίκα, γιατί να κλέβει, γιατί να τρώει κλπ..
Όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποιο ταλέντο και πιο τυχερός είναι αυτός που ανακαλύπτει το ταλέντο του. Εσύ είσαι ο τιμονιέρης του καραβιού σου, της ζωής σου και χαράζεις την πορεία σου. Μην κοιτάζεις δεξιά, αριστερά, γιατί θα πέσεις, χωρίς να το καταλάβεις σε καμμιά ξέρα και τότε… άμωμοι εν οδώ…
Πρέπει να σε προβληματίσει ότι μαζί με το τιμόνι σού ΄δωσαν και μια σακκούλα αδειανή. Τι να την κάνω; Να σου πω: Θα σταθείς μπροστά στον καθρέπτη και θα δεις τη φάτσα σου αυστηρά και σοβαρά, όπως θα δει και ο καθρέπτης και θα της πεις: Ποιος είμαι;
Τι θέλω και τι μπορώ; Αφού καταλήξετε, θα βάλεις τη σακκούλα ή μέσα στην κεφαλή σου (για να τη γεμίσεις εμπειρίες), ή θα την κρεμάσεις μπροστά σου (για να βλέπεις τα πάθη και τα κακά των άλλων), ή θα την κρεμάσεις στα εργαλεία σου (αδιαφορία για τα πάντα).
Αυτό θα είναι το πεπρωμένο σου, η μοίρα, το κισμέτ, που λένε.
Ο άνθρωπος φέρει δυο σακούλες (πείρας) κατά τον Αίσωπο. Τη μια κρεμασμένη μπροστά για να βλέπει τα πάθη και τα κακά των άλλων και την άλλη πίσω για να μη βλέπει τα πάθη και τα κακά τα δικά του.
Μια φορά συναντήθηκαν δυο γέροι, που συνήθιζαν να πειράζει ο ένας τον άλλο. Ο ένας ήσυρνε και μια αίγα με το σκοινί. Και λέει ο άλλος: «Πού τόνε πας το γάϊδαρο;». Λέει «στραβός είσαι να δεις ότι είναι αίγα;». Λέει, «της αίγας το λέω…».
Ουφ… ξα σου. Οι άνθρωποι είναι δυο λογιώ: Αυτοί που είναι μέσα στο καρότσι και αυτοί που τσουρλούνε το καρότσι.
*Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής