Παραμερίζοντας για λίγο την παγωνιά της ζωής (του πολέμου, της προσφυγιάς, της φτώχιας, των σεισμών και της κακοκαιρίας), καλούμαστε να πάρομε σήμερα – πρώτη μέρα της άνοιξης – μιαν ανάσα. Για την Ποίηση που σήμερα γιορτάζει παγκοσμίως και μαζί της όλη η Πλάση. Καθώς όλη η Πλάση είναι Ποίηση.
Πράγματι, όμορφη σαν τη ποίηση θά ʼπρεπε να είναι η κακοποιημένη πλάση κι ο «πολιτισμένος» μας κόσμος, όπου 62 μόλις άνθρωποι κρατούν το παγκόσμιο χρήμα, ενώ 4 δισεκατομμύρια παρακολουθούν. Σήμερα, στην ημέρα και τη γιορτή της Ποίησης, θεωρώντας πως όσο κι αν δυσκολευόμαστε, δεν πρέπει να την αγνοήσομε, θα γράψω λίγα λόγια για τη στενά δεμένη με την τέχνη της ποίησης Απαγγελία. Την ωραία αυτή τέχνη, η μουσικότητα και η αρμονία της οποίας, μακριά από τις βαρβαρότητες, πήρε τη διαύγεια και τη φωτεινότητα του ελληνικού ουρανού κι αντήχησε εδώ στην Ελλάδα χωρίς θρηνολογήματα και μουρμουρίσματα βαρετά. Κι έγινε, όπως και η Ποίηση, υψηλή και ωραία Τέχνη.
Γιατί η Απαγγελία, η οποία αφορά κυρίως τον ποιητικό λόγο, όπου είναι δυσκολότερη, καλλιεργήθηκε στα αρχαιότατα χρόνια από τους Ομηρίδες ραψωδούς, τους προδρόμους του Δράματος, που απάγγελλαν συχνά με τη συνοδεία αυλού ή λύρας. Αργότερα κάτι ανάλογο συναντούμε στους βάρδους των Κελτών, στους τροβαδούρους των Γάλλων και στους κάλδους των Σκανδιναβών. Επίσης και στην Ανατολή τα Βυζαντινά χρόνια.
Όλοι μας έχομε βιώσει τη γοητεία, την υποβολή και την έκσταση μιας ωραίας απαγγελίας. Τη μαγική της δύναμη να μας γεννά εικόνες και συναισθηματικά να μας υψώνει στους ορίζοντες του ωραίου με την ορμή του μουσικού λόγου, δημιουργώντας μας την αισθητική συγκίνηση που αληθινά και βαθιά μας καλλιεργεί και μας μορφώνει. Όπως καταφέρνει να κάνει το αληθινό έργο τέχνης, που ξεχωρίζει μόνο από αυτή τη δύναμη.
Όπως γράφει ο Κ. Παλαμάς στον πρόλογο του Δωδεκάλογου του Γύφτου, οι αρχαίοι ονόμαζαν «μουσική» καθετί που καλόρρυθμα και σύμμετρα μορφώνει τη ζωή και την ψυχή. Μουσική, λοιπόν, που μας διαπαιδαγωγεί είναι κι η Απαγγελία.
Είναι όμως εύκολη υπόθεση η σωστή απαγγελία; Η πείρα μας λέει πως η απαγγελία είναι απαιτητική και απαιτεί προϋποθέσεις.
Πρώτα πρώτα προϋποθέτει ταλέντο, όπως κάθε τέχνη. Για να απαγγείλεις σωστά, πρέπει να έχεις από τη φύση το αίσθημα του λόγου. Γιατί μόνο αν αισθάνεσαι το λόγο, θα μπορέσεις, με τον ανάλογο τόνο και τη συγκίνηση που πρέπει, να τον μεταδώσεις.
Το δεύτερο απαιτούμενο είναι το χάρισμα της φωνής. Η έντασή της, η καθαρότητά της, η μεταλλικότητά της, το μέλος της.
Τέλος, φεύγοντας από το αίσθημα και την καρδιά, πάμε στην πνευματική ανάπτυξη που πρέπει να έχει αυτός που απαγγέλλει, ώστε να αναλύει ψυχολογικά και να ξεχωρίζει τα νοήματα του κειμένου. Αν παρεξηγεί τον συγγραφέα, θα κάνει λάθος στον τονισμό.
Στην ποίηση, γράφει ο Σολωμός, «πρώτα πρέπει να συλλάβει ο νους κι ύστερα να αγκαλιάσει η καρδιά».
Πόσο διδακτή είναι, λοιπόν, η απαγγελία, αφού το αίσθημα κι η φωνή είναι δώρα της φύσης, η οποία από άλλους τα στερεί και σε άλλους τα δίνει απλόχερα; Ακόμη, κάποιος μπορεί να έχει το αίσθημα όχι όμως και τη φωνή ή αντίστροφα. Η γνώση και η ανάλυση του κειμένου είναι διδακτά κι ο πνευματικά αναπτυγμένος άνθρωπος δουλεύοντας μπορεί να τα φτάσει μόνος του.
Ξέροντας τη μεγάλη δύναμη της σωστής απαγγελίας καταλαβαίνει κανείς πόσο αναγκαίο είναι να αξιοποιούνται τα χαρίσματα των παιδιών από τους δασκάλους. Και τι θαυματουργά αποτελέσματα θα έχει η σωστή απαγγελία στην ψυχή και στο μυαλό, στη δημιουργούμενη προσωπικότητα των παιδιών, από ανθρώπους προικισμένους από τη φύση και καλλιεργημένους πνευματικά.
Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να χρησιμοποιήσουν την απαγγελία, για να μυήσουν αβίαστα τα παιδιά στην λογοτεχνία, στη μουσικότητα του λόγου, στην αίσθηση του ωραίου, στην καθαρή, στρογγυλή κι ευκρινή προφορά των λέξεων, στην αρμονία όλων μαζί. Έτσι τα παιδιά θα μπορούν με την αισθητική τους καλλιέργεια να χαίρονται σ’ όλη τους τη ζωή τους ορίζοντες του ωραίου και του αληθινού, από όπου κανείς δε θα μπορεί να τα διώξει. Ούτε ακόμη και η μετριότητα των καιρών.
Δυστυχώς όμως ελάχιστοι άνθρωποι σήμερα μελετούν, ακούν ή απαγγέλουν ποίηση, για λόγους που δεν είναι του παρόντος. Και η απαγγελία, άλλη μια ελληνική τέχνη, που ντύνει την ποίηση κι ομορφαίνει τη ζωή παραμένει άγνωστη ή περιττή για τους περισσότερους. Στον κόσμο αυτό του άγχους, της ματαιότητας και του τρόμου, που δημιούργησε ο άνθρωπος θεοποιώντας τα υλικά αγαθά και εξορίζοντας τις ανθρωπιστικές αξίες, την Τέχνη και την αληθινή ομορφιά.