Εμερακλώθηκε ο παππούς. Όντως ενθουσιάστηκα το ιερό κυριακάτικο μεσημεριανό τραπέζι, με όλη τη φαμίλια. Εκεί που απολαμβάναμε όλοι το φαγητό και κάναμε τον απολογισμό της εβδομάδας που πέρασε, με χαμηλωμένη την ένταση του κρατικού καναλιού της τηλεόρασης ακούω και βλέπω στο μουσικοχορευτικό πρόγραμμα: την όμορφη τη βράκα που κάμνει τρίκι τράκα… και ποιος θα σου την πλύνει… και ποιος θα τήνε σιδερώσει… και εκουζουλάθηκα με τη μουσική και τα λόγια του τραγουδιού.
Παρατώ το φαγητό, ψηλώνω την ένταση του κουτιού και φθάνω στο “τσακίρ κέφι”, όσο μ’ έπαιρνε βέβαια, με χορό και τσαλίμια. Ανταμείφτηκα βέβαια με χειροκρότημα και την ψυχική ανάταση που ένοιωσα. Δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος να ξεφύγει, αρκεί να υπάρχουν οι προϋποθέσεις και η διάθεση.
Αυτή η βράκα μου θύμισε τη θεία Κλεάνθη, αδελφή της γιαγιάς μου, τη μικροκαμωμένη, λιγομίλητη και πανέξυπνη γυναίκα, που με άφηναν οι γονείς μου, πολύ μικρό τότε, γιατί δεν μ’ έπαιρναν στις δουλειές λόγω καιρού. Εκείνη δεν πήγαινε σε δουλειές έξω, αλλά όπως μου είχε πει, την είχε μάθει η γιαγιά της μοδίστρα και έρραβε εξαρτήματα κρητικής φορεσιάς: ρασίδια (πανωφόρια από τρίχες αίγας), βράκες, γιλέκα, στα χαμηλά λαϊκά βαλάντια.
Τερζή δεν είχε το χωριό (ράφτης κρητικών στολών, υψηλών βαλαντίων και καπεταναίων). Αφού λοιπόν καταλήγανε στο παζάρι με αυτόν που ήθελε να του ράψει μια βράκα, όχι από τσόχα γιατί ήταν ακριβή, αλλά από συνηθισμένο χοντρό ύφασμα, τόνε σταματούσε όρθιο και μετρούσε την απόσταση από τη μέση μέχρι κάτω από το γόνατο.
Μετά τον ρωτούσε, αν την ήθελε πολύ φαρδιά, να κάνει μπούγιο ή λιγότερο κλπ. Μόλις έφευγε, άρχιζε το ράψιμο. Και μου’λεγε: Κράτα το ύφασμα από την άκρη, πήγαινε, βγες έξω από το σπίτι, πέρασε το δρόμο και πήγαινε απέναντι. Και εκανόνιζε εκείνη και το έκοβε. Δεν ήταν βέβαια 40 πήχες, που λέει το τραγούδι, αλλά πολύ μεγάλο. Και στις γυναίκες έκανε βράκες άσπρες και τις έδεναν μ’ ένα κορδόνι κάτω από τον αστράγαλο, για περισσότερη ασφάλεια.
Όταν πέθανε ο παππούς μου, έδωσαν τη φορεσιά του σ’ έναν άλλο γέρο πολύ ψηλότερο απ’ αυτόν. Όταν την έβαλε και κυκλοφόρησε, η βράκα ήτανε πολύ κοντή και έτσι το κομμάτι του ποδιού από το στιβάνι μέχρι τη βράκα ήτανε γυμνό. Τα γέλια που είχαμε κάμει με τον ξάδελφό μου.
Καβάλα στο μουλάρι ο παπάς του απέναντι χωριού πήγαινε κάπου. Περνώντας από ένα βρυσίδι (πηγή με καθαρό νερό), όπου είχε πλύνει και απλώσει την τεράστια βράκα του άντρα της μια γυναίκα, σταμάτησε το μουλάρι, μόλις είδε τη βράκα, φοβήθηκε. Και λέει η γυναίκα στον παπά: “Παπά να βγάλω τη βράκα;” και απαντά ο παπάς: “και πού θα δέσω το μουλάρι”;
Πέρασαν τα χρόνια, η βράκα παρακολουθούσε και εκείνη την εξέλιξη. Άρχισε να απομυθοποιείται, να κονταίνει, να στενεύει, έγινε βρακούλα, βρακάκι, βρακί κλπ. και στους άνδρες και πολύ περισσότερο στις γυναίκες, μέχρι που έχει καταλήξει να είναι κορδόνι. Και διερωτάσαι: Ποιος είναι ο ρόλος του κορδονιού;
Θα σταματήσει εκεί ή θα αντικατασταθεί με κάποια άλλη μορφή βράκας, ή θα φύγει κι αυτό, για να ξεμπερδεύουμε; Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο θησαυρός που έκρυβε, εφτήνηνε, έχασε την αξία του, δεν υπάρχει πια το παραμύθι του κρυμμένου θησαυρού, που γράφτηκαν λογιών-λογιών τραγούδια, παίχτηκαν κωμωδίες, δράματα κλπ.
Παλιότερα προσπαθούσες, τραβώντας πάνω – κάτω – δεξιά – αριστερά τη βράκα για να βρεις πισινό, σήμερο τραβάς τον πισινό για να βρεις βράκα. Τότε μόνιμη παραγγελιά της κάθε μάνας ήταν: “Μην τυχόν και σου κατεβάσει κανείς τη βράκα πριν παντρευτείς”. “Ακούς; Βάλε το καλά στο μυαλό σου”. Και τώρα την έχει κατεβάσει ήδη, πριν το ζητήσουν.
Τί να σου κάνω, που γεννήθηκες λάθος εποχή; Δεν φταις εσύ, φταίει ο χρόνος που πέρασε. Πολλές λέξεις και φράσεις λέγονται κυριολεκτικά και μεταφορικά: Τόνε ξεβρακώσανε, τον ξεβράκωτο πήρες, αυτή δεν έχει ούτε βράκα, τά’κανε στη βράκα της από τη χαρά της, το ζόρε της κλπ.
Ουφ… και η βράκα θα διερωτάται, για τη διαπόμπευση και τον εξευτελισμό του ρόλου της.
*Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής