Ανεξίτηλα είναι τα σημάδια της παιδικής μας ηλικίας, τόσο πάνω στο σώμα, όσο και μέσα στην ψυχή μας. Στο σώμα είναι συνήθως επιφανειακά, ορατά δια γυμνού οφθαλμού ή ψηλαφίσιμα. Στην ψυχή όμως είναι βαθιά χαραγμένα και καλά χωμένα μέσα μας. Εκείνα δεν τα βλέπεις, δεν τα ακουμπάς. Τα νιώθεις μόνο! Τα αισθάνεσαι να σου ψιθυρίζουν, να σου μιλάνε, να σου φωνάζουν, να σου μαρτυρούν.

Θέλουμε δε θέλουμε, τα «σημάδια» αυτά  των παιδικών μας χρόνων, δεν μπορούμε να τα αγνοήσουμε. Θα τα κουβαλάμε μια ζωή πάνω μας και μέσα μας, όπως ακριβώς κουβαλάνε οι λέξεις τα σημεία της στίξης, που αποτελούν τον ήχο και το χρώμα τους. Χωρίς αυτά δεν βγάζουν νόημα, ούτε αναγνώσιμες προτάσεις. Τα παιδικά σημάδια, αποτελούν αξιόπιστους «αυτόπτες μάρτυρες», που μας υπενθυμίζουν πως έχουμε πια μεγαλώσει, αλλά κατά κάποιον τρόπο συνιστούν ταυτόχρονα, ατράνταχτα συναισθηματικά «άλλοθι» για όλες τις  ενοχές που πήραμε μαζί μας φεύγοντας, καθώς εγκαταλείπαμε την παιδική μας αθωότητα.

Ήταν μια φθινοπωρινή μέρα σαν όλες τις άλλες, μονότονη και πληκτική, μέσα στη μικρή σχολική αίθουσα του μονοθέσιου Δημοτικού σχολείου του χωριού μου, όπου έμαθα και τα πρώτα μου γράμματα, κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Ο δάσκαλος εξέταζε το μάθημα της ιστορίας στην Ε΄ τάξη και όλοι οι άλλοι μαθητές των υπόλοιπων τάξεων, που βρισκόμασταν μέσα στη μοναδική αίθουσα του σχολείου, ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε απόλυτη ησυχία, μέχρι να έρθει και η δική μας σειρά για το μάθημα. Όποιος τολμούσε να παραβεί τον απαράβατο κανόνα της ησυχίας, σύντομα μετρούσε τις συνέπειες της παράβασής του, φυσώντας ελαφρά τις μικρές «καιόμενες» κατακόκκινες παλάμες του.

Ξάφνου, ένα χτύπημα στην πόρτα τους σχολείου, διέκοψε την παγερή ησυχία της εξέτασης. Ο δάσκαλος επέστρεψε γρήγορα στην αίθουσα και μας αποκάλυψε τον λόγο της απρόσμενης διακοπής του μαθήματος: «Έχει έρθει ο γιατρός στο γραφείο της κοινότητας για να σας κάνει τα εμβόλια», μας είπε χωρίς εισαγωγή καθησυχασμού.

Το εμβόλιο της εποχής εκείνης (το πρώτο στην ιστορία της ιατρικής), αφορούσε την καταπολέμηση της μολυσματικής ασθένειας της ευλογιάς. Η ευλογιά ήταν μια από τις πιο θανατηφόρες λοιμώξεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η τελευταία επιδημία της ευλογιάς συνέβη το 1967 με 15 εκατομμύρια ασθενείς και 2 εκατομμύρια θανάτους.

Παγώσαμε όλοι στην άσχημη είδηση! Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον για να μοιραστούμε έτσι το κακό μαντάτο, αλλά κυρίως τον φόβο που μας προκάλεσε. Τότε σκεφθήκαμε, πόσο ανώδυνα ήταν τελικά η αριθμητική, η ιστορία, η γεωγραφία, η γλώσσα και όλα τα άλλα μαθήματα που θεωρούσαμε μέχρι τότε, πως με αυτά μας βασάνιζε αμείλικτα ο δάσκαλος…

«Θα κατεβαίνει ένας-ένας ήσυχα και γρήγορα στο γραφείο της κοινότητας, θα κάνει το εμβόλιο και θα επιστρέφει αμέσως στην τάξη», ήταν η εντολή του δασκάλου, για να μην καθυστερήσει η διαδικασία. Ο δάσκαλος παρέμενε στο σχολείο για να κατευθύνει την όλη επιχείρηση εμβολιασμού και η γραμματέας της κοινότητας συνόδευε καθένα από τα παιδιά, από το σχολείο μέχρι τον γιατρό και μετά κατά την  επιστροφή του στο σχολείο.

Τα πρώτα παιδιά που επέστρεψαν, αποκάλυψαν στους υπόλοιπους την επώδυνη εμπειρία τους, σφίγγοντας ταυτόχρονα τα χέρια τους, εκεί λίγο πιο κάτω από τον ώμο όπου έγινε το «τσίμπημα». Άλλα παιδιά επέστρεφαν με κατακόκκινα βουρκωμένα μάτια. Έτσι, κάποια στιγμή ήρθε και η δική μου η σειρά! Όσο πλησίαζα στο κοινοτικό κατάστημα, τόσο μεγάλωνε ο φόβος μου. Εγώ, το πιο ατίθασο παιδί που υπήρχε, που δεν φοβόμουν τίποτα, που δεν άκουγα κανέναν, που αμφισβητούσα τα πάντα, τώρα έτρεμα μπροστά στο γιατρό «δήμιό» μου! Εκείνο που ενίσχυσε ακόμα περισσότερο το φόβο μου, μόλις αντίκρισα τον τεράστιο γιατρό μπροστά μου, ήταν το άγχος του ίδιου και η βιασύνη του για να ολοκληρώσει τον εμβολιασμό. Το σχολείο μας είχε βέβαια λίγους μαθητές, αλλά εκείνος θα έπρεπε να εμβολιάσει και όλα τα παιδιά των σχολείων της περιφέρειάς του.

Γι’ αυτό ήταν αγχωμένος και αυτό τον έκανε ακόμα πιο τρομακτικό. Μόλις με είδε, δεν μου μίλησε, αλλά με τράβηξε δυνατά και γρήγορα και με κάθισε πάνω σε μια παλιά κουτσή ανισόρροπη ψάθινη καρέκλα, πρόχειρη «ευκολία» του κοινοτικού γραφείου. Μου ζήτησε να σηκώσω το μανίκι μου μέχρι τον ώμο. Μετά έβγαλε μέσα από την παραφουσκωμένη μαύρη τσάντα του το «εργαλείο του εγκλήματος» για να ολοκληρώσει το «έργο» του. Ήταν μια τεράστια σύριγγα με μια ακόμα πιο τεράστια βελόνα, που τα ευφάνταστα παιδικά μου μάτια μεγέθυναν ακόμα περισσότερο, τόσο που ξεπερνούσαν τις ίδιες μου τις διαστάσεις!

Πολύ γρήγορα η τεράστια βελόνα καρφώθηκε σε ένα μπουκαλάκι που κρατούσε ανάποδα ο γιατρός και η σύριγγα ρούφηξε με μιας όλο το διάφανο υγρό του. Ήμουν έτοιμος να καταρρεύσω μέχρι που ο αγχωμένος γιατρός ήρθε κατά πάνω μου και με μια γρήγορη ελεγχόμενη κίνηση μου κάρφωσε όλη αυτή την τεράστια βελόνα στο λεπτεπίλεπτο χεράκι μου. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος και εγώ δεν τον άντεξα!

Πριν καν να προλάβει ο γιατρός να εγχύσει το υγρό του εμβολίου μέσα στο μπράτσο μου, με δυο αυθόρμητες, ενστικτώδεις κινήσεις επιβίωσης, αντέδρασα δυναμικά στην επίθεση που μόλις δέχτηκα. Πρώτα κλώτσησα δυνατά τον γιατρό στο καλάμι, με αποτέλεσμα να παρατήσει την σύριγγα, την οποία αμέσως μετά την ξεκάρφωσα μόνος μου από το χέρι μου και την πέταξα με δύναμη στο πάτωμα. Το υγρό ήταν ακόμα όλο μέσα της, όπως και όλη η ταραχή επίσης εντός μου.

Έχοντας επίγνωση της ανάρμοστης συμπεριφοράς μου, έφυγα τρέχοντας για το σπίτι μου, χωρίς να επιστρέψω στο σχολείο, ως όφειλα. Την επόμενη μέρα όμως στο σχολείο οι συνέπειες ήταν αναπόφευκτες. Δεν χρειάστηκε καν να απολογηθώ στο δάσκαλο για τα κατορθώματά μου της προηγούμενης μέρας, που εντωμεταξύ τα είχε μάθει ολόκληρο το χωριό. Οι παλάμες μου «εισέπρατταν» για ακόμα μια φορά τις αναπόφευκτες συνέπειες…

Μετά από λίγο καιρό εμφανίστηκε στα χέρια όλων των συμμαθητών μου που έκαναν το εμβόλιο, ένα στίγμα στρογγυλό, σε μέγεθος μικρού κέρματος, που του έδωσαν το όνομα «βατσίνα». Η λέξη «vaccine» που σημαίνει «εμβόλιο», προέρχεται από τη Λατινική λέξη «vacca» που σημαίνει «αγελάδα». Η ονομασία δικαιολογείται από το βασικό συστατικό του εμβολίου κατά της ευλογιάς, που παρασκευάστηκε από ζώντα στελέχη του ιού της δαμαλίτιδας, μιας λοιμικής νόσου που εμφανίζεται σε αγελάδες. Αργότερα ο Pasteur χρησιμοποίησε εκείνη τη λέξη « vaccine» για όλα τα εμβόλια.

Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα οι συμμαθητές μου έδειχναν ο ένας στον άλλον την βατσίνα του και την συνέκριναν μάλιστα ως προς τη μορφή, τη θέση και το μέγεθος.

Εγώ μόνο δεν έφερα το «σημάδι» του εμβολίου πάνω μου και ομολογώ πως ένοιωθα κάπως άβολα. Από τη μια μεριά κόμπαζα πως εμένα δεν κατάφεραν να με «σημαδέψουν» και μ’ αυτόν τον τρόπο ξεχώριζα από τους υπόλοιπους, και από την άλλη αισθανόμουν απομονωμένος από τα άλλα παιδιά αφού εγώ δεν είχα τίποτα να δείχνω. Επειδή όμως τα παιδιά, έδιναν και δίνουν σημασία, περισσότερο σε εκείνα τα πράγματα που τους ενώνουν παρά σε όσα τους χωρίζουν, η ίδια η απουσία της βατσίνας από το δικό μου μπράτσο, αποτελούσε έκτοτε ένα «στίγμα» άρνησης, που με ξεχώριζε και με απομάκρυνε από τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Όταν μάλιστα συνειδητοποίησα πως το εμβόλιο αυτό θα με προστάτευε παντοτινά, ένιωθα ακόμα πιο άβολα. Έτσι, έφτασα στο σημείο να ζωγραφίζω πάνω στο χέρι μου βατσίνες, για να νιώθω πως έρχομαι πιο «κοντά» με τους φίλους μου…

Κάποια στιγμή, όταν μελλοντικά πραγματοποιήθηκαν ξανά εμβολιασμοί, έδωσα το παρών, με τη θέλησή μου αυτή τη φορά. Μάταια όμως περίμενα με ανυπομονησία το επόμενο διάστημα, να δω τη βατσίνα να εμφανίζεται στο χέρι μου. Δεν εμφανίστηκε ποτέ! Δεν κατάφερε να σημαδέψει το χέρι μου.

Έμεινε όμως το «σημάδι» της για πάντα μέσα μου, για να μου θυμίζει πως, κάποια πράγματα στη ζωή μας συμβαίνουν μονάχα μια φορά!

Υ.Γ. Η ευλογιά, ιστορικά έχει αφετηρία το 1350 π. Χ. Καταπολεμήθηκε με το εμβόλιο και το 1978 καταγράφηκε ο τελευταίος θάνατος. Από το 1980 έχει πλήρως εκλείψει παγκοσμίως.

https://moschonas.wordpress.com