Με το άρθρο αυτό, κλείνει η τριλογία, η σχετική με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Κλείνει η τρι-λογία, γιατί αν και το θέμα είναι μεγάλο, ενδιαφέρον και επίκαιρο, δεν είναι σκόπιμο με περιπέσουμε σε πολυ-λογία! Εξάλλου, σε ένα θέμα που επικρατεί ο δογματισμός, ο φανατισμός και η προκατάληψη, είναι μάλλον απίθανο η μία πλευρά να κατορθώσει να μεταπείσει την άλλη.

Τώρα πια, το τυπικό μέρος έχει ολοκληρωθεί, η Συμφωνία έχει επικυρωθεί από τα Κοινοβούλια και των δύο χωρών και ίσως να απομένουν κάποιες τελικές λεπτομέρειες, που θα διευθετηθούν από επιτροπές εμπειρογνωμόνων. Από την ονομασία της, μια Συμφωνία εξυπακούεται ότι θα είναι το προϊόν συμβιβασμού. Διαφορετικά, δεν έχει ούτε την ευρύτερη αποδοχή, ούτε και πιθανότητες να εφαρμοστεί, στην πράξη.

Ένα ερώτημα είναι, αν έπρεπε να γίνει αυτή η Συμφωνία. Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο ΝΑΙ. Θα ήταν παράλογο να ισχυριστούμε ότι ένα νέο κράτος, στα σύνορά μας, δεν θα είχε πλήρεις και ομαλοποιημένες σχέσεις με τη χώρα μας.

Γνωρίζοντας, μάλιστα, τη συλλογιστική και τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, που είναι η ενσωμάτωση της χώρας αυτής στο Βαλκανικό τόξο, είναι λογικό να μην αποδειχθούμε ουραγοί και κάτω από συνεχείς πιέσεις, αλλά να βρισκόμαστε μπροστά στις εξελίξεις. Και να μη λησμονούμε, ότι και με τους τρεις, βρισκόμαστε σε σχέσεις φιλίας και συμμαχίας…

Επίσης, πρέπει να αποφασίσουμε αν μας ενδιαφέρει, σε διεθνές επίπεδο η γνώμη που έχουν οι άλλες χώρες για μας, ερώτημα που σαφώς επιδέχεται θετική απάντηση. Ακόμα, πρέπει να κατανοήσουμε, ότι το πρόβλημά μας με τη γειτονική χώρα, είναι δυσνόητο για τους άλλους και είναι λογικό να είναι απρόθυμοι να το συμπεριλάβουν στην ατζέντα τους, μια και δεν τους αφορά…

Από τη στιγμή που ΗΠΑ, Ρωσία και ΕΕ τους αποκαλούν με το όνομα Μακεδονία (κακώς, βέβαια, ως προς τη χρήση του ονόματος), είναι άδικο και μάταιο να παραμείνουμε στην αμετάθετη θέση, περί μη χρήσης του ονόματος. Ο προσδιορισμός «Βόρεια» έχει και θετικές συνέπειες. Κατ’ αρχή είναι η δημιουργία της αντιδιαστολής, ότι δηλ. δεν είναι μοναδική, αλλά υπάρχει και άλλη Μακεδονία, που όμως βρίσκεται «υπό τη σκέπη» της Ελλάδας. Επίσης, τονίζεται το γεγονός, ότι εκτός από τη Βόρεια Μακεδονία, υπάρχει και η Ελληνική Μακεδονία, που όμως, μην μας διαφεύγει ότι είναι μια από τις Περιφέρειες της Ελλάδας (όπως Κρήτη, Πελοπόννησος…) και όχι ένα κυρίαρχο κράτος.

Η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, καταξιωμένη ιστορικός – βυζαντινολόγος, είχε πει, σε μια ομιλία της, πριν ένα χρόνο, σε ερώτηση που της τέθηκε από το κοινό : «Τι θα συμβούλευε σήμερα την κυβέρνηση για το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων». Η απάντησή της ήταν: «πουθενά στον κόσμο όταν λένε Μακεδονία δεν εννοούν Θεσσαλονίκη» και πως «το κακό έχει γίνει και δεν υπάρχει επιστροφή…».

Θα ήταν, λοιπόν και άχαρο, μεταξύ άλλων, η Ελλάδα μας να αφήσει σε στασιμότητα το πρόβλημα των 74 και πλέον ετών και η εξωτερική της πολιτική να αναλώνεται και να ασχολείται με την αστυνόμευση των γειτόνων μας· αν δηλ. εμφανίζονται σε όλα τα διεθνή συνέδρια, fora, αγώνες κ.λπ. χρησιμοποιώντας το όνομα Macedonia, με το οποίο τους αναγνωρίζουν όλοι οι άλλοι και όχι με το FYROM (που και αυτό, εν τέλει, περιέχει τον όρο Μακεδονία, άσχετα αν εμείς το προσπερνάμε με ένα ξερό ΠΟΥ-ΓΟΥ-ΔΥΟ-ΜΟΥ!!!).

Όλα, λοιπόν, αναφέρονται και τακτοποιούνται μέσα στη Συμφωνία, όπως όνομα, αλυτρωτισμός, γλώσσα κ.λπ. Όποιος διαβάζει … βρίσκει! Και όταν θα διαμαρτυρόμαστε για την ολοκλήρωσή της, καλό είναι να μη λησμονούμε πως όλα αυτά τα 74… τόσα χρόνια, οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, για τους δικούς της λόγους η καθεμία και υπό τις ανάλογες πιέσεις κάθε φορά, έδειξαν αδικαιολόγητη ατολμία και αδράνεια, όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο μας. Άρα, σε μεγάλο ποσοστό έχουμε υπαιτιότητα στο πρόβλημα αυτό!

Δύσκολο να πιστέψει κανείς, ότι ένα πρόβλημα που εκκρεμεί επί τόσες δεκαετίες, επιλύθηκε μέσα σε ένα χρόνο, περίπου. Εκφράζεται η σιωπηρή θέση, ότι θα ασκήθηκαν πιέσεις και προς τα δύο μέρη, αφού η γεωπολιτική στρατηγική στα Βαλκάνια επιτάσσει την «τακτοποίηση» των γειτόνων μας στο Ευρωπαϊκό μπλοκ. Έτσι, κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο, το θέμα βαίνει προς την τακτοποίησή του.

Όπως λέει ο Καζαντζάκης, στον Καπετάν Μιχάλη: «Φοβέρα θέλει κι ο Θεός, για να κάμει το θαύμα του»!

Τώρα… ως προς την τακτική που ακολουθήθηκε: Αυτές οι διπλωματικές κινήσεις, με τις πολύπλευρες διαβουλεύσεις, σε όλα τα επίπεδα, δεν είναι συχνές και δεν υπάρχει συγκεκριμένο πρωτόκολλο στη διαδοχή των ενεργειών. Σε ένα βαθμό και η μυστικότητα είναι επιτρεπτή. Δεν δικαιολογείται, λοιπόν, η αντιπολιτευτική θέση, ότι δηλ. δεν έγινε ενημέρωση και διαβούλευση. Από ότι ανέφερε σε συνέντευξή του, ο πρώην υπουργός εξωτερικών κ. Κοτζιάς, ενημέρωση υπήρξε.

Όμως, δεν αναμένει κανείς να προχωρήσει και να κλείσει μια τόσο λεπτή και σημαντική συμφωνία, περιμένοντας να συμφωνήσουν –πρώτα- όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί μας… Μια σύγκληση αρχηγών κομμάτων δεν θα οδηγούσε σε καμία κοινή γραμμή· θα ήταν μόνο μια ευκαιρία για να δηλώσει ο καθένας τη διαφωνία του. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι «ποιος θα πάρει επάνω του το παιχνίδι» και αν θα φέρει αποτέλεσμα.

Καλώς ή κακώς, η κριτική για τη Συμφωνία συνδέεται και με την τοποθέτηση που έχει ο καθένας. Είναι, λοιπόν, αυτονόητο, ότι οι ευρισκόμενοι από την πλευρά της αντιπολίτευσης, ακόμα κι αν σιωπηρά πιστεύουν ότι η Συμφωνία είναι μια κάποια λύση, δεν μπορούν να την υποστηρίξουν, ανοιχτά. Ειδικά, η αξιωματική αντιπολίτευση, εγκλωβίστηκε από μόνη της μέσα σε μια αοριστολογία και βρίσκεται σε αμηχανία να πάρει πειστική θέση.

Μεταξύ μας, όμως, ο πρόεδρός της, πρέπει να είναι εκείνος που θα εύχεται περισσότερο απ’ όλους να κλείσει η συμφωνία το δυνατό συντομότερα, αφού οι δημοσκοπήσεις τον ευνοούν, λίγους μήνες πριν τη διεξαγωγή των εκλογών και δεν θα ήθελε να ξεκινήσει με αυτό το θέμα ανοικτό.

Μια νέα περίοδος ανοίγεται μπροστά μας. Σε εμάς και στους γείτονές μας εναπόκειται, εγκαταλείποντας φανατισμούς, προκαταλήψεις και μισαλλοδοξίες, να συνεργαστούμε με σοβαρότητα και ειλικρίνεια, ώστε να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο μέλλον.

[email protected]