Ο εμφύλιος πόλεμος είναι μια πληγή που ακόμα αιμορραγεί και σε ένα βαθμό προσδιορίζει τη μνήμη μας. Στην Αλβανία γράφτηκε ένα έπος. Στον εμφύλιο μια τραγωδία χωρίς τελική κάθαρση.

Οι ιστορικοί διαφωνούν ακόμα, αν άρχισε κατά τη διάρκεια του Β´ Παγκόσμιου Πολέμου, όπως φαίνεται στις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα, στα Δεκεμβριανά ή το 1946. Έχουμε πολλές ιστορικές μονογραφίες και απομνημονεύματα αγωνιστών.

Έχουμε λίγα αξιόλογα λογοτεχνικά έργα, όπως το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, την «Κάθοδο των εννιά» του Θανάση Βαλτινού και την «Ορθοκωστά», αλλά και τους «Αδερφοφάδες» του Νίκου Καζαντζάκη. Όλα μας αφήνουν μια στυφή γεύση και ένα αναπάντητο γιατί. Συνήθως η ευθύνη αποδίδεται σε άλλους. Αλλά ο τρόπος που διαχειρίστηκαν οι νικητές μετά τον εμφύλιο την πολιτική κατάσταση με τις διώξεις, τον εκτοπισμό αθώων και τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων οδήγησε τη διχαστική λογική ακόμα και σήμερα σε ακρότητες.

Ώριμος καρπός για να κατανοήσουμε από κάποια απόσταση τις δύσκολες εκείνες ώρες είναι η έκδοση το 2023 από το ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ του μυθιστορήματος «Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται» με συγγραφέα τον Μάκη Καραγιάννη. Έχει εκδώσει αρκετές μελέτες και κριτικά σημειώματα και το έργο αυτό είναι το τρίτο του μυθιστόρημα. Υπηρετεί ως μαθηματικός στη Θεσσαλονίκη.

Ο τίτλος του έργου αποδίδει πλήρως το περιεχόμενο. Δεν έζησε ο ίδιος τα γεγονότα, αλλά εμπνεύστηκε από τις αφηγήσεις των μεγαλυτέρων, τα διαβάσματά του και τη γνωριμία με τον τόπο  όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα.

Η δράση εξελίσσεται στα βουνά της δυτικής Μακεδονίας και Αιτωλοακαρνανίας. Είναι το τελευταίο έτος του πολέμου και το αποτέλεσμα έχει κριθεί. Μια μικρή ομάδα με 12 αντάρτες και καπετάνιο το δάσκαλο Μάρκο Ζάβαλη αναλαμβάνουν να εκτελέσουν μια αποστολή αυτοκτονίας. Είναι 12, όσοι και οι μαθητές του Χριστού και αντιπαλεύουν με τη συνείδησή τους αλλά και με τα φυσικά στοιχεία, την αφόρητη δίψα και το εξοντωτικό χιόνι.

Η παρουσία των λύκων είναι συμβολική. Ο συγγραφέας με λιτό λόγο μάς δείχνει τις εσωτερικές τους αμφιβολίες και στη γλώσσα του ενσωματώνονται πολλές λέξεις από το τοπικό τους ιδίωμα που πλουτίζουν την έκφραση.

Δείχνεται καθαρά πόσο εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μέσα στις μυλόπετρες του πολέμου. Στο δεύτερο μέρος μας παραθέτει κάποιους στίχους από την Αντιγόνη του Σοφοκλή

« Γιατί εκείνος που φαντάζεται πως είναι ο μόνος

που στοχάζεται, μιλά κι αισθάνεται όπως πρέπει, κι άλλος κανείς, αυτός κι οι όμοιοί του,

αν τους ανοίξεις, θα τους βρεις μέσα τους κούφιους».

Είναι τα λόγια Αίμονα προς τον Κρέοντα, όταν αντιλαμβάνεται ότι είναι αμετάπειστος και θα θυσιάσει την αγαπημένη του.


Η τραγωδία του εμφυλίου
Μάσα Ματρούχ, 7 Σεπτεμβρίου 1943. Μέλη της Εθνικής Οργάνωσης Δολιοφθοράς Πληροφοριών Ε.Ο.Δ.Π. Ηρακλείου – Λασιθίου. Όρθιοι από αριστερά: αδιάγνωστος, Γιώργος Ιατράκης, Νίκος Πετράκης, Μιχάλης Κόκκινος (ένας από τους τέσσερις άνδρες που επιχείρησαν την καταβύθιση του πλοίου ΣΑΝΤΑ ΦΕ στο λιμάνι του Ηρακλείου), Μίνως Ακουμιανάκης και Νίκος Κατσιάς. Καθήμενοι από αριστερά: Γιώργης Τυράκης, Κώστας Καστρινογιάννης, Γεώργιος Δουνδουλάκης, Γιώργος Βοσκάκης και Γιάννης Κατεχάκης (σκοτώθηκε αργότερα στη Ροδεσία κατά την εκπαίδευσή του ως πιλότος)
Και στον εμφύλιο ακριβώς το ίδιο συμβαίνει. Κάθε πλευρά έχει τη δική της λογική και το δικό της δίκιο και η καταστροφή περιμένει στο τέλος.

Αποδίδονται με άριστο τρόπο οι μορφές και ο χαρακτήρας των ανδρών και των κοριτσιών της ομάδας. Έχουμε σκηνές άγριας βαρβαρότητας, προδοσίες και αμφιβολίες. Παράλληλα δίδεται η πάλη του ανθρώπου με τα φυσικά στοιχεία. Ο Μάρκος Ζάβαλης διαβάζει την «Ιλιάδα» του Ομήρου και το «Κράτος και επανάσταση του Λένιν», ενώ ένας αντάρτης απαγγέλλει ψαλμούς από τη Βίβλο.

Ο μόνος που επέζησε είναι ένας νεαρός που μελετούσε φιλοσοφία και αφηγείται όσα έζησε. Ακολούθησε τη μοίρα των ηττημένων, αλλά τελικά αισθάνθηκε την ανάγκη να καταγράψει την εμπειρία του. Το έργο αυτό είναι άρτιο λογοτεχνικά και δίκαια οργανώνεται ως τραγωδία ενός λαού που στη διαδρομή του έχει επικές και δυστυχώς κακές στιγμές που η μνήμη τους πρέπει να μείνει ζωντανή για να μπορέσουμε να εμβαθύνουμε της αυτογνωσία μας.

Άλλωστε, αυτό είναι η ουσία και η προσφορά της τέχνης.  Θέτει πολλά ερωτήματα και αφήνει τις απαντήσεις στον αναγνώστη. Το μαύρο φόντο όπου προβάλλεται η αφήγησή μας αποκαλύπτει μια σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου, όταν υποτάσσεται παθητικά στο δόγμα μιας ξένης αλήθειας και θυσιάζεται για να αλλάξει τον κόσμο. Οι κοινωνίες αλλάζουν αργά με το δικό τους ρυθμό και ιδιαίτερα, όταν συνειδητοποιούμε ότι ο άλλος και ο λόγος του είναι αναγκαίος για να συνυπάρξουμε. Οι διχασμοί μπορεί να δημιουργούν ήρωες, αλλά δεν αλλάζουν τον κόσμο.