Τα τεκταινόμενα και διαδραματιζόμενα εκ μέρους της Τουρκίας από το 1974 ως σήμερα στην Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο και η βουλιμία της σχετικά με τα νησιά του Αιγαίου δεν είναι πρωτόγνωρα.
Ήδη από την 9η Φεβρουαρίου 1934 υπήρχε το λεγόμενο Βαλκανικό Σύμφωνο συνεργασίας, που είχε υπογραφεί στην Αθήνα, μεταξύ των τότε βαλκανικών κρατών, το οποίο είχε υπογράψει και η Τουρκία.
Διαρκούντος, όμως, του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940-41, ο Γερμανός πρεσβευτής στην Άγκυρα Φον Πάπεν, όντας τουρκόφιλος, μετέδιδε ότι η Τουρκία διάκειται ευνοϊκά προς τη Γερμανία και διαβεβαίωνε το Βερολίνο ότι ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Ισμέτ Ινονού, παραβαίνοντας το σύμφωνο περί συμμαχικών υποχρεώσεων, δεν θα παρέμβει υπέρ της Ελλάδος.
Το ίδιο έπραξε η Τουρκία και με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα (6 Απριλίου 1941), καθώς και τη Γιουγκοσλαβία, μη τηρώντας τις υποχρεώσεις του Συμφώνου του 1934, διευκολύνοντας τον Χίτλερ.
Πιστή στην ασυνέπειά της ήταν η Τουρκία, ήδη από το 1940, σχετικά με τη Γαλλία. Ενώ, δηλαδή, από το προηγούμενο έτος υπήρχε κοινό Σύμφωνο φιλίας μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Τουρκίας, ο φιλότουρκος πρεσβευτής γνωστοποίησε την άποψη της Τουρκίας ότι μετά την ήττα της Γαλλίας, το 1940 από τη Γερμανία, το Σύμφωνο φιλίας δεν υφίσταται, διευκολύνοντας το Βερολίνο.
Εν τω μεταξύ, στη Μέση Ανατολή και ειδικά στο Ιράκ, η αγγλόφιλη κυβέρνηση στις 3 Απριλίου 1941 κατελύθη από τον γερμανόφιλο Ρασίντ Άλη αλ Γκαϊναλντί και στις 3 Μαΐου κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αγγλίας.
Η Γερμανία έστειλε αεροπορικές και άλλες δυνάμεις στο Ιράκ, ενώ γινόταν εκ μέρους της προσπάθειες να ξεσηκωθεί ο αραβικός κόσμος εναντίον της Αγγλίας. Η γερμανόφιλη Κυβέρνηση του Βισύ στη Γαλλία επέτρεψε να χρησιμοποιηθούν τα αεροδρόμια της Συρίας για να ενισχυθεί ο Γκαϊναλντί του Ιράκ. Ταυτοχρόνως ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ ενημέρωσε το Βερολίνο, μέσω του πρεσβευτή του Καΐρου στην Τεχεράνη, ότι θα ξεσηκωθεί εναντίον των Άγγλων.
Στα γεγονότα αυτά της Μέσης Ανατολής, με επίκεντρο το Ιράκ, η Τουρκία θέλησε να εκμεταλλευθεί τη στρατηγική της θέση, προβάλλοντας στο Βερολίνο τις προτάσεις της, να χρησιμοποιηθεί ως διαμετακομιστικός σταθμός το έδαφός της.
Ως αντάλλαγμα ζήτησε διαρρύθμιση των συνόρων της με την Ελλάδα και τη Συρία. Από την Ελλάδα ζήτησε τα Δωδεκάνησα, τη Χίο και τη Λέσβο.
Για τη Συρία, το Βερολίνο ήταν κατηγορηματικό, γιατί η Συρία ήταν στη σφαίρα της Γαλλίας και ο Χίτλερ επεδίωκε ο κουΐσλιγκ Βισύ να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Αγγλίας και δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει.
Στις 27 Μαΐου 1941 ο Φον Πάπεν από την Άγκυρα ανέφερε τους όρους για ένα γερμανοτουρκικό Σύμφωνο φιλίας. Με το αρ. 604 τηλεγράφημά του διαβεβαίωνε το Βερολίνο ότι με τους τουρκικούς σιδηροδρόμους θα μεταφερόταν βενζίνη προς τη Συρία.
Κατά τον Βάσσο Μαθιόπουλο, “την υπόσχεση παροχής των νησιών Μυτιλήνης και Χίου ανέφερε ο Ρίμπεντροπ κατά τη συνάντηση Χίτλερ και του Μουσολίνι, παρουσία και των υπουργών τους των Εξωτερικών, στο Μπρένερ, στις 2 Ιουνίου 1941” (Βάσος Μαθιόπουλος, η Ελληνική Αντίσταση 1941-44 και οι Σύμμαχοι, εκδ. Παπαζήση, 1977, σ. 122).
Αποσιωπήθηκε, όμως, το θέμα της Δωδεκανήσου, για να μη δυσαρεστηθούν οι Ιταλοί, που την κατείχαν από το 1911.
Επειδή στην επιχείρηση κατά της Κρήτης είχε η Γερμανία απώλειες, κυρίως σε αεροπλάνα και αλεξιπτωτιστές, ενώ συζητήθηκε μία νέα επιχείρηση όμοια και κατά της Κύπρου, αποκλείσθηκε. Η διατήρησή της υπό αγγλική κατοχή θεωρήθηκε ως ενδεδειγμένη, γιατί το βρετανικό ναυτικό θα ήταν υποχρεωμένο να την προστατεύει, διασπώντας τις δυνάμεις του. Η Αγγλία, όμως, κατόρθωσε να επαναφέρει την κυριαρχία της στο Ιράκ, ανετράπη η στρατηγική της Γερμανίας, ως εκ τούτου το Βερολίνο δεν είχε την άμεση ανάγκη της Τουρκίας.
Μάλιστα, ο Υπουργός Εξωτερικών του Γ΄ Ράιχ Ρίμπεντροπ με τηλεγράφημά του προς τη γερμανική πρεσβεία της Τεχεράνης αποκάλυψε ότι το γερμανικό κίνημα στο Ιράκ συνέπεσε με τη Μάχη της Κρήτης. Έτσι, “μεγάλες δυνατότητες, που θα παρέχονταν στον Χίτλερ, αν το γερμανικό προγεφύρωμα στο Ιράκ σταθεροποιόταν, εξαφανίστηκαν με την απορρόφηση του γερμανικού επιτελείου να καταλάβει την Κρήτη” (Μαθιόπουλος, 123). Κατά συνέπεια, ο Ρίμπεντροπ έδωσε εντολή στον πρεσβευτή Φον Πάπεν στην Άγκυρα να αρνηθεί οποιαδήποτε δέσμευση προς την Τουρκία για το καθεστώς των ελληνικών νησιών.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 18 Ιουνίου 1941, υπεγράφη το γερμανοτουρκικό Σύμφωνο φιλίας, τέσσερις ημέρες πριν από τη γερμανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Όπως διαβεβαίωσε, μάλιστα, ο Φον Πάπεν, “η χαρά του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών ήταν απερίγραπτη”. Κατά τη συνήθη, όμως, τακτική της, αθέτησε και τη συμφωνία αυτή και κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας, τον Φεβρουάριο του 1945, λήγοντος του πολέμου!
Με όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται οι διαρκείς βλέψεις των Τούρκων για τα νησιά του Αιγαίου. Επιπροσθέτως και “το ρηθέν” από τους τουρκομάχους παππούδες ότι “οι Τούρκοι δεν έχουν μπέσα”. Και αυτό φάνηκε καθαρά και μετά τον πρώτο “Αττίλα”, τον Ιούνιο του 1974 στην Κύπρο.
Ενώ διαρκούσαν οι συνομιλίες από την κυβέρνηση Καραμανλή και Ετσεβίτ, οι Τούρκοι παραβίασαν μονομερώς την εκεχειρία με τον “Δεύτερο Αττίλα”. Δεν θα επαναληφθεί εκ νέου, η άλλη ρήση των τουρκομάχων παππούδων “Τούρκον είδες, μπάλα θέλει”, για να μην εκληφθούμε από συναδέλφους “αναθεωρητές” ιστορικούς ως πολεμοχαρείς. Ας έχουμε, όμως, υπόψη μας πως μαζί με την πολιτική χρειάζεται και η όποιας μορφής ετοιμότητα.
Ας ληφθεί, λοιπόν, υπόψη στις επικείμενες διερευνητικές επαφές και συνομιλίες το “πάθος μάθος” και ότι οι Τούρκοι στην πολιτική τους δεν έχουν “μπέσα”.
*Ο Αντώνης Σανουδάκης –
Σανούδος είναι καθηγητής
ιστορίας-συγγραφέας