«Τι σχέση έχουν αυτά τα ανόμοια πράγματα του τίτλου;», θα διερωτηθεί προφανώς ο αναγνώστης. Ίσως του θυμίζει το γνωστό: «Τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο;», μια έκφραση που χρησιμοποιείται για πράγματα εντελώς άσχετα μεταξύ τους. Πράγματι,  η τηλεόραση, η κακοκαιρία «Μήδεια» και οι σύριγγες με μια πρώτη ματιά φαίνονται πράγματα άσχετα μεταξύ τους. Ωστόσο, δεν είναι ακριβώς έτσι. Μια πιο προσεκτική παρατήρηση ίσως δείξει τη σχέση που τα διέπει.

Η τηλεόραση, ο «διάβολος που έχει την ουρά στα κεραμίδια», όπως λένε ότι την ονόμασε προφητικά ο άγιος ιερομάρτυρας Κοσμάς ο Αιτωλός, ο γνωστός ως Πατροκοσμάς, βρίσκεται σε όλων μας τα σπίτια και σ’  ένα βαθμό διαφεντεύει τη ζωή μας.

Ειδικά τους μήνες που η πανδημία και τα απαγορευτικά μάς έχουν κλείσει εξ ανάγκης στα σπίτια μας, η τηλεόραση έχει γίνει σχεδόν η μόνιμη συντροφιά της μεγάλης πλειονότητας εξ ημών. Και ποια τα θέματα που την απασχολούν;  Μα τι άλλο από την επικαιρότητα;  Και ποια η επικαιρότητα;

Μα τι άλλο από την κακοκαιρία και την πανδημία; Να, λοιπόν, που η τηλεόραση δεν είναι άσχετη ούτε με τη «Μήδεια» ούτε και με τις σύριγγες, δηλαδή με τα εμβόλια, που κι αυτά με τη σειρά τους σχετίζονται με την  πανδημία.

Όμως, το ζήτημα δεν είναι αυτή η σχέση καθε αυτήν αλλά η ποιότητά της. Κι όταν λέω «ποιότητα» εννοώ τον τρόπο πρόσληψης και διαχείρισης αυτών των θεμάτων: πώς δηλαδή το μέσον ενημέρωσης που λέγεται «τηλεόραση» «βλέπει» τα συγκεκριμένα φαινόμενα, πώς τα καταγράφει και στη συνέχεια πώς τα διαχειρίζεται και τα παρουσιάζει στο φιλοθεάμον κοινό.

Το όλο πρόβλημα, δηλαδή, βρίσκεται στην επιλογή, στην  επεξεργασία, στο «φιλτράρισμα» των ειδήσεων και στον τελικό τρόπο παρουσίασής τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της κακοκαιρίας και του εμβολιασμού το πρόβλημα με την τηλεόραση είναι τι και πώς επιλέγει να παρουσιάσει σε σχέση με τα φαινόμενα.

Ας δούμε πρώτα τι γίνεται με τη «Μήδεια» (τώρα, γιατί πρέπει να δώσουμε ονομασίες στις κακοκαιρίες, σαν να βρισκόμαστε στην εποχή των μύθων, όπου τα καιρικά φαινόμενα προσωποποιούνταν, αυτό είναι άλλο ζήτημα). Όντως πρόκειται για ένα πολύ έντονο καιρικό φαινόμενο, που όμως δεν είναι σπάνιο στη χώρα μας το μήνα Φλεβάρη.

Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι τους δραματικούς έως τραγικούς τόνους που έχει η φωνή των δημοσιογράφων που κάνουν τα ρεπορτάζ στις χιονισμένες περιοχές, η απόσταση είναι τεράστια. Μα τι άλλο να περιμένει κανείς από ανθρώπους που ζουν στην πρωτεύουσα, που δεν γνωρίζουν τι θα πει ύπαιθρος, τι θα πει να παλεύεις με τους καιρούς και με τα στοιχεία της φύσης;

Ή από νέους ανθρώπους που, για να βγάλουν το μεροκάματο, είναι έτοιμοι να δώσουν «γην και ύδωρ» στους ιδιοκτήτες  των καναλιών; Δεν θα τους δικαιολογήσω όμως, επιστρατεύοντας την αθέλητη άγνοιά τους ή την ανάγκη επιβίωσης που τους σπρώχνει να μεγαλοποιούν τα πράγματα (λίγο ακόμη και θα μας έλεγαν πως εμφανίστηκαν πολικές αρκούδες στην Ελλάδα).

Θα πω ότι η αλήθεια δεν πρέπει να θυσιάζεται στο όνομα  της τηλεθέασης και της ταγμένης υπηρεσίας σε πολιτικές παρατάξεις. Ο λαός μας λέει πως «το ψέμα έχει κοντά ποδάρια», που σημαίνει πως το ψέμα γρήγορα αποκαλύπτεται.

Την αλήθεια την ακούει κανείς από τα χείλια των απλών ανθρώπων που ζουν και παλεύουν στα χωριά μας, με την οποία αποστομώνονται «οι ρεπόρτερ του πανικού»: «Χειμώνας είναι, είμαστε συνηθισμένοι». Αυτό είναι αρκετό. Οι υπερβολές, οι μελοδραματικοί τόνοι, η μεγιστοποίηση των προβλημάτων, το να κάνουν δηλαδή τα κανάλια «την τρίχα τριχιά», αλλά και από την άλλη η ελαχιστοποίησή τους, ανάλογα με την οπτική του καναλιού, είναι η κάκιστη υπηρεσία της τηλεόρασης προς το λαό.

Κι ερχόμαστε στις σύριγγες. Δεν ξέρω τι είναι αυτό το εμμονικό σύνδρομο που χαρακτηρίζει τα κανάλια (τα ιδιωτικά κυρίως αλλά και τα δημόσια) και αφορά την καθημερινή παρουσίαση από τους δέκτες της τηλεόρασης της εικόνας μιας σύριγγας που γιατροί ή νοσηλευτές και νοσηλεύτριες καρφώνουν στο μπράτσα εκατοντάδων εμβολιαζομένων για τον κορωνοϊό.

Ενέχει μήπως αυτή η τακτική κάποια μορφή σαδισμού από μέρους των υπευθύνων των καναλιών ή θεωρούν μήπως ότι μας αρέσει να βλέπουμε αυτό το θέαμα εκατό φορές την ημέρα; Φαίνεται τελικά πως είτε μας θεωρούν σαδιστές που χαιρόμαστε να βλέπουμε τον άλλο να υποφέρει είτε θέλουν να μας «καρφώσουν» στο νου την εικόνα αυτή, ώστε να μας πείσουν για την αναγκαιότητα του εμβολίου.

Νομίζω πως όλοι γνωρίζουμε πώς γίνονται τα εμβόλια κι επομένως δεν είναι ανάγκη ούτε και είμαστε υποχρεωμένοι να βλέπουμε αυτό το θέαμα κάθε μέρα, αλλά ούτε και είναι ο καλύτερος τρόπος, προκειμένου να πεισθούμε και να σπεύσουμε στα εμβολιαστικά κέντρα. Είναι αρκετή η παρουσία στην τηλεόραση υπευθύνων επιστημόνων και μια καλή  καμπάνια υπέρ του εμβολιασμού, για να πεισθούμε ότι το εμβόλιο είναι απαραίτητο για την προσωπική και τη δημόσια υγεία.

Η τηλεόραση, δυστυχώς, δεν απευθύνεται στο νου και τη σκέψη των θεατών. Απευθύνεται κατά βάση στο συναίσθημα: ο φόβος, το δάκρυ, ο οίκτος, η θλίψη, ο τρόμος είναι βασικά όπλα στο οπλοστάσιο των τηλεοπτικών καναλιών. Θυμάμαι μια παλιά ταινία με το Θανάση Βέγγο, όπου ο υποδυόμενος το σκηνοθέτη Τάκης Μηλιάδης είπε στην πρωταγωνίστριά του, που απόρησε, γιατί, σύμφωνα με το σενάριο, τη μισούσαν όλοι, ακόμη και η γιαγιά της, ότι: «Δεν έχει σημασία.

Το μίσος φέρνει εισιτήρια». Ο κανόνας αυτός φαίνεται πως είναι αλάνθαστος. Ισχύει απόλυτα ακόμη:  τα συναισθήματα αυξάνουν την τηλεθέαση. Γι’  αυτό «δώστε στους θεατές έντονα συναισθήματα»:  τρόμο, φόβο, οίκτο. Όλα, με πρώτη την αλήθεια, στο βωμό της τηλεθέασης.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι πρέπει να να πετάξουμε τις τηλεοράσεις. Σημαίνουν ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και επιλεκτικοί. Να καλλιεργήσουμε την κριτική σκέψη, να είμαστε υποψιασμένοι και να φιλτράρουμε τις «αλήθειες» της τηλεόρασης.

Μην ξεχνάμε ότι η εικόνα της τηλεόρασης δεν παύει να είναι εικόνα και όχι η πραγματικότητα και επομένως η «πραγματικότητα» που παρουσιάζεται στις φωτεινές οθόνες είναι μια εικονική πραγματικότητα και μάλιστα αυτή στην οποία εστιάζει ο φακός του εικονολήπτη και «κόβει και ράβει» το μοντάζ.

Ας μην αφήσουμε τα κανάλια να μας ελέγξουν χωρίς να φέρουμε αντίσταση. Και η αντίστασή μας θα είναι: κλείνω τον δέκτη μου, όταν καταλαβαίνω πως με εμπαίζει και με παραπληροφορεί. Ας κρατήσουμε ανοιχτά κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μας κι ας μη θαμπωνόμαστε απ’ τη «μαγική»  εικόνα της τηλεοπτικής οθόνης.