Ο Χάνδακας το 1669 

Kαι το παραμύθι συνεχίστηκε… «Γιατί παραμύθια χωρίς θεριά, δράκους και βασιλιάδες είναι σαν να μην γράφτηκαν ποτέ. Μόνο που αυτή τη φορά, όπως είπαμε, ήταν πέρα για πέρα αληθινό.

O Αλέξιος, ο γερο-αρουραίος που ‘χε απομείνει στον Χάνδακα, σέρνοντας τα «κομμάτια» του κατέβηκε στο κέντρο της πόλης και περίμενε.

Ένοιωθε πως κάτι παράξενο θα συνέβαινε, έβλεπε ετοιμασίες αλλόκοτες και καταλάβαινε πως η ερημιά και η ησυχία των προηγούμενων ημερών κάπου εδώ θα τέλειωνε. Και ξαφνικά  τον είδε…

Έτρεξε όσο τον έπαιρναν τα γέρικα πόδια του να κρυφτεί πίσω από ένα χάλασμα… Ήταν εκείνος ο Οθωμανός, ο Φοβερός Δράκος, ο Αχμέτ Κιοπρουλής. Τον έβλεπε συχνά έξω από τα τείχη τον προηγούμενο καιρό, και να που τώρα  έμπαινε μέσα στο Κάστρο, θριαμβευτής, κατακτητής, άρχοντας.

Ήταν καβάλα στο άλογό του, συνοδεία του όλοι οι  υποτακτικοί  του και ένα σωρό άλλοι πασάδες, φορώντας όλα τους τα βαριά και επίσημα ρούχα,  πορφυροχρυσοκέντητους μανδύες και ακριβά μετάξια  όπως ταίριαζε στους υπερήφανους αρχηγούς.

Μόνο που  δεν υπήρχε σχεδόν ψυχή να τους  καμαρώσει, να τους  χειροκροτήσει, να τους  καλωσορίσει. Κι ο Αλέξιος ακόμα, έριξε για μια στιγμή αλλού το βλέμμα του, από φόβο, αηδία και περιφρόνηση… Μα πώς να δεχτεί κανείς έναν εχθρό; Πώς να μιλήσουν οι πέτρες, τα τείχη, τα ερείπια;

Ο Χάνδακας ήταν σαν να είχε σταματήσει να αναπνέει τότε στις 27 του Σεπτέμβρη… Τώρα, έξι μέρες μετά, 4 του Οκτωβρίου, το μόνο που είχε αλλάξει ήταν  πως κάπως είχαν μαζευτεί τα σκουπίδια, τα πτώματα και οι μεγάλες οβίδες από τα κανόνια…».

Έτσι ήθελε η μοίρα να γίνουν τα πράγματα και λίγο πριν την μεγάλη είσοδό του στην πόλη ο Αχμέτ Κιοπρου-λής  καλεί στην σκηνή του όλους τους στρατιωτικούς πασάδες, τους ανώτερους τιτλούχους του Διβανίου και  όλους όσοι είχαν συμβάλει στην άλωση του απόρθητου Κάστρου.

Ήθελε να μοιραστεί μαζί τους την χαρά του για τούτη την κατάκτηση και αφού τους πρόσφερε καφέ και σερπέτια, όπως αναφέρει ο Νικόλαος  Σταυρινίδης στο βιβλίο του*, τους προσφώνησε λέγοντας: «Στον αγώνα αυτό του Μ. Κάστρου όλοι σας αγωνισθήκατε τίμια με τη ζωή σας και την περιουσία σας.

Ας είναι ολοκάθαρο το πρόσωπό σας και σ’  αυτό και στον άλλο κόσμο. Χαλάλι ας είναι σε σας το ψωμί του βασιλιά μας. Θα αναφέρω και θα εισηγηθώ τις υπηρεσίες και τους σκοπούς σας στον πολυχρονεμένο βασιλιά μας και κάθε ένας από σας θα ανταμειφθεί σύμφωνα με το βαθμό που κατέχει».

ο Οθωμανός Αχμέτ Κιοπρουλής
Στις 4 Οκτωβρίου, λοιπόν, του 1669 ο Κιοπρουλής κάνει την θριαμβευτική του είσοδο στο Μεγάλο Κάστρο. Λίγες μέρες πριν έστειλε  να καθαρίσουν την πόλη  από την δυσοσμία  και τις κακές αναθυμιάσεις, από τα πτώματα και άλλες ακαθαρσίες λόγω επιδημιών που είχαν θερίσει την πόλη πριν από λίγο καιρό.

Οι πηγές που σώζονται δεν συμφωνούν στην περιγραφή του γεγονότος, αυτό της εισόδου του,  γιατί και όπως ήδη γνωρίζουμε δεν υπήρχαν ξένοι ιστορικοί ή χρονογράφοι εκείνο το διάσημα στην πόλη αφού όλα είχαν ερημωθεί.

Ούτε οι Τούρκοι ιστορικοί μάς λένε πολλά, ωστόσο  αναφέρονται κάποια στοιχεία σε τούρκικα αρχεία και δικές τους πηγές. Η επιδεικτική του συμπεριφορά ήταν αξιοσημείωτη.

Κάποιοι λένε πως μπήκε στον πόλη από τον παραλιακό δρόμο, άλλοι από την πύλη του Παντοκράτορα κι άλλοι  πως  φτιάχτηκε μια γέφυρα για να περάσει από το ρήγμα που υπήρχε στην Πύλη του Αγίου Ανδρέα. Άλλοι λένε πως η  μεγάλη πομπή ξεκίνησε  από το δυτικό τμήμα του φρουρίου, δηλαδή από το μέρος της Κιζίλ Τάμπιας, της σημερινής Αγίας Τριάδας, και κατέληξε  στην λατινική εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου.

Κι όταν πια έφτασαν στην νέα του κατοικία, ήταν ώρα για την  μεσημβρινή  προσευχή, Ογλέν Ναμαζί, όπως λεγόταν. Ας μην ξεχνάμε πως οι δρόμοι τότε δεν ήταν όπως σήμερα και η διάβασή τους έπαιρνε ώρα.  Πριν ξεκινήσουν, όλοι οι επίσημοι μαζεύτηκαν σε μια μεγάλη πλατεία και έκαναν την πρωινή τους προσευχή, την λεγόμενη Σαμπάχ Ναμαζί, ευχαριστώντας τον Αλλάχ για την μεγάλη νίκη τους.

Η πλατεία  αυτή ήταν στο εσωτερικό μέρος των τειχών μεταξύ του παλιού και νεότερου προστατευτικού τείχους που είχαν κτίσει οι Ενετοί τα τελευταία χρόνια της πολιορκίας. Σε ανάμνηση αυτής της πρώτης  και τόσο σημαντικής θρησκευτικής  τελετής ένας ανώτερος τούρκος οικονομικός υπάλληλος, ο Δεφτερδάρ Αχμέτ Εφέντης έχτισε στα 1672 στην ανατολική πλευρά της πλατείας ένα μουσουλμανικό τέμενος  το γνωστό, παλαιότερα, Τζαμί της Κιζίλ Τάμπιας  ή Φετιχιέ Τζαμισή δηλαδή Τζαμί της Κατακτήσεως.

Αφού τελείωσε η πρωινή προσευχή και όλοι οι λόγοι και προσφωνήσεις, η πομπή ξεκίνησε με την Πράσινη σημαία του Προφήτη μπροστά. Μια πιο επικρατούσα, πιθανή διαδρομή ήταν ο δρόμος από την σημερινή αρχή της Καλοκαιρινού ή Πλατιάς Στράτας όπως την έλεγαν παλιά και μέχρι την  εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου.

Η σημαία στήθηκε πάνω στο θυσιαστήριο της εκκλησίας, καθώς και η σημαία της ημισελήνου στο ψηλό κωδωνοστάσιο και εκεί ξεκίνησε πια η μεσημεριανή προσευχή. Εκεί διαβάστηκε ο πολυχρονισμός του Σουλτάνου και στη συνέχεια ο «φετιχναμές», δηλαδή το έγγραφο της κατάκτησης του Μεγάλου Κάστρου.

Η εκκλησία από εκείνη τη στιγμή και μετά θεωρήθηκε μουσουλμανικό τέμενος και μετονομάστηκε Τέμενος  του Σουλτάνου Μεχμέτ του Δ’ (Χιουνκιάρ Τσαμισί) δηλαδή Αυτοκρατορικό Τέμενος. Στη συνέχεια ο Κιοπρουλής αποσύρθηκε με την ακολουθία του στο Σεράγι του. Δόθηκαν ένα σωρό εντολές για να  γίνουν οι μεταλλαγές που έπρεπε για να διακοσμηθεί το Αυτοκρατορικό Τέμενος.

ο Αχμέτ Κιοπρουλής, την χρονιά του 1669, που μπαίνει θριαμβευτής στον Χάνδακα ή Μεγάλο Κάστρο
Την ίδια μέρα της θριαμβευτικής εισόδου του Κιοπρουλή μπήκαν μέσα στην πόλη και ο διερμηνέας Παναγιωτάκης Νικούσιος και ο Ρεθεμνιώτης έμπιστος του Κιοπρουλή Ανδρέας Μηλιώτης. Εγκαταστάθηκαν κι αυτοί στην ίδια συνοικία που κατοίκησε ο πασάς. Μαζί του  μπήκαν στο ΜεγάλοΚάστρο και πολλοί Αρμένιοι οι οποίοι ανέλαβαν την οικοδομική δραστηριότητα μέχρι να  ξαναεγκατασταθεί το χριστιανικό στοιχείο στην πόλη με τον Ορθόδοξο Μητροπολίτη Νεόφυτο Πατελάρο. Φυσικά έπρεπε να ξαναφτιάξουν την πόλη από την αρχή.

Τεράστια θέματα έπρεπε να ρυθμιστούν. Ύδρευση, επισκευή τειχών, καθαρισμός. Η πόλη, όπως ήδη γνωρίζουμε, είχε σχεδόν ερημωθεί. Ήταν ένας σωρός μόνο από ερείπια. Μόνο η εσωτερική παλιά πολιτεία μπορούσε κάπως να κατοικηθεί, όμως κανένα σπίτι δεν υπήρχε που να μην ήταν κατατρυπημένο από τα τούρκικα βόλια. Χρειάστηκαν πάρα πολλά χρόνια για να ξαναπάρει ζωή το Μεγάλο Κάστρο και πολλοί άνθρωποι ιδίως Χριστιανοί εργάστηκαν ακόμα και με βασανιστήρια για την τακτοποίησή του.

Για την ιστορία, ο Αχμέτ Κιοπρουλής, την χρονιά του 1669, που μπαίνει θριαμβευτής στον Χάνδακα ή Μεγάλο Κάστρο, ήταν μόλις 32 χρονών. Θα φύγει από τη ζωή πολύ νέος, επτά χρόνια αργότερα στις 3 Νοεμβρίου  1676, σε ένα από τα μετόχια του. Πεθαίνει από παρενέργειες του αλκοόλ, στο  οποίο ήταν εθισμένος, έχοντας μόλις  γυρίσει από μια μεγάλη εκστρατεία. Ήταν ο «Δίκαιος» που κατέκτησε πολλά κάστρα, πήρε μέρος σε αρκετές νικηφόρες μάχες, θριάμβευσε  εκτός από την Κρήτη και στην Πολώνια. Ήταν  ο άνθρωπος που γνώρισε τις μέγιστες τιμές από τον Σουλτάνο.

Το παραμύθι της ολοκληρωτικής κατάκτησης του Χάνδακα ή  Μεγάλου Κάστρου τελειώνει εδώ. Στο ίδιο ακριβώς σημείο ξεκινά ένα άλλο, αυτό της τουρκικής κατοχής μέχρι και το 1898.

Ο Αλέξιος έφυγε λυπημένος ακόμα πιο πολύ, επέστρεψε στην δική του μοναξιά, στον βουβό του πόνο. Σπίτι του πια διάλεξε κάνει τον Κούλε, που ‘ταν ο μόνος δυνατός,  στητός, αγέρωχος, αμίλητος, ελεύθερος «βράχος».

Άραγε πόσα θα μπορούσε να μας διηγηθεί τούτο το Φρούριο της θάλασσας, αν είχε μιλιά; Πόσα δεν έχει ζήσει, περάσει, ακούσει; Πόσοι άνθρωποι βρέθηκαν μέσα του, πάνω του, γύρω του. Μα αυτή δεν είναι η γοητεία των μνημείων, της Ιστορίας μας; Η σιωπηλή παρουσία τους μέσα στο χρόνο.  Κι εμείς είμαστε εδώ να τα φροντίζουμε  και να μην ξεχνάμε…

Πήρα και πάλι το ποδήλατό μου και κατέβηκα κάτω στο μικρό ενετικό λιμάνι. Πέρασα κι από το παλιό σχολειό, πάνω στα τείχη κι είδα για μια ακόμα φορά την εγκατάλειψη της Πολιτείας, τα δικά μας σκουπίδια, τον πολιτισμό μας που σε ότι αφορά τα μνημεία μας… αργοπεθαίνει!

Αγνάντευα ώρα πολλή τη θάλασσα, το αγαπημένο κάστρο της  και συλλογιόμουνα τα περασμένα και τα τωρινά. Την Ιιστορία, το χθες, το σήμερα… Τους πολέμους, τις μάχες, τις πατημασιές ανθρώπων στα ίδια μέρη….

Ένας γλάρος ήρθε πάνω στα νέα κάγκελα που προστατεύουν, δήθεν, το τοιχίο του λιμανιού… Προσπάθησα να τον πλησιάσω αλλά πέταξε μακριά κατά τη θάλασσα. Ήταν  σαν να πήρε μαζί του όλη τη θύμηση, όλα τα άσχημα  κι έμεινε πάλι το σήμερα στην ελπίδα και τη ζωή που δεν σταμάτα ποτέ…

Κίνησα πάλι για την πόλη, για τον θόρυβο, την καθημερινότητα, το σχολειό μου…

ΠΗΓΕΣ:

* Η τελευταία περίοδος της πολιορκίας του Μ. Κάστρου, Νίκου Σταυρινίδη, Ηράκλειο 1979
Χάνδαξ -Ηράκλειο, Στέφ. Ξανθιουδίδη, Ιστορικά σημειώματα, 1927
Ο κρητικός πόλεμος, Χρυσούλα Τζομπανάκη, Ηράκλειο 2008
Το Ηράκλειο εντός των τειχών, Χρυσούλα Τζομπανάκη, Ηράκλειο,2000
Κρητικά Χρονικά, τόμος πρώτος, 1947
Αρχεία Βικελαίας Δημ. Βιβλιοθήκης Ηρακλείου
Φωτ.Αρχείο Μηνά Γεωργιάδη
zhtunteanagnostes.blogspot.com.

 

*Η Ελένη Μπετεινάκη είναι εκπαιδευτικός