Έχει μια θλίψη το φθινόπωρο απέραντη. Δεν είναι το κίτρινο χρώμα των φύλλων και τα σύννεφα που αρχίζουν τον περίπατό τους στον ουρανό και αγωνίζονται να γίνουν σταγόνες βροχής. Δεν είναι οι ρυτίδες που ξεμυτίζουν από τα σκούρα κορμιά τώρα που χάνουν το σοκολατένιο χρώμα.
Δεν είναι ούτε η νύχτα, που μεγαλώνει, γιατί στις μεγαλουπόλεις τα λαμπερά φώτα αλλάζουν τη φύση των πραγμάτων και μας κρύβουν τα άστρα και τον ουρανό. Ούτε τα παιδιά με τις σάκες στον ώμο και τα τιτιβίσματα στο προαύλιο.
Δεν είναι ακόμη ούτε η ματαιωμένη επιθυμία να γεννηθεί ένας έρωτας στις βιαστικές συναντήσεις της παραλίας, εκεί που ο ήλιος και οι σταγόνες της θάλασσας πάνω στα κρουστά μέλη ύψωναν τους πόθους και οργάνωναν αναστεναγμούς και κοινότυπους διαλόγους.
Είναι η μελαγχολία που γεννιέται στιγμές που συναντάς γνώριμους πολυάνθρωπους τόπους έρημους. Τόπους, όπου βίωσες λεπτές συγκινήσεις, αλλεπάλληλα καλοκαίρια και σε αγκάλιασαν τα μάτια και το άρωμα από τρυφερές παλιές και νέες συντροφιές.
Το καλοκαίρι χαρήκαμε ώρες πολλές με τη μαγεία της τέχνης, του χορού, της μουσικής και του θεάτρου στο κηποθέατρο του Ηρακλείου, το μικρό του Μάνου Χατζιδάκι και το μεγάλο του Νίκου Καζαντζάκη.
Άκουγα τον ήχο των βιολιών ή της κιθάρας και τα μάτια μου περπατούσαν στα ζωγραφιστά μάτια και στα μαντίλια με τα ζεστά χρώματα που έδεναν στο λαιμό γλυκές γυναικείες υπάρξεις. Ακουμπούσαν στα πεύκα και ανηφόριζαν στο φεγγάρι που έσκαγε μύτη ψηλά και πότιζε την ψυχή με ασημένιο φως.
Έπειτα χάιδευαν τους πωρόλιθους του ενετικού τείχους, τα λευκά ανθάκια του γιασεμιού, τα κόκκινα σαν φιλιά λουλούδια της βουκαμβίλιας και με ταξίδευαν στην ιστορία. Έβλεπαν τα γυμνά κορμιά των σκλάβων, που αγγαρεύτηκαν για να χτίσουν το μεγάλο οχυρό που αντιστάθηκε πολλά χρόνια στον Τούρκο κατακτητή.
Το καμάρι της οχυρωματικής τέχνης της Βενετίας όπου στις μεγάλες παραστάσεις καβαλούσαν λαθραίοι θεατές.
Τώρα μαζεύτηκαν τα καθίσματα, έκλεισε το ζαχαροπλαστείο, ξηλώθηκαν οι αφίσες και περνώντας βιαστικά από τον έρημο χώρο συνάντησα μόνο έναν αργόσχολο να τρίβει τα δάχτυλα του ποδιού του καθισμένος στο πεζούλι της γωνιάς.
Άδειος τόπος με πεταμένες κάπου εκεί τις σπασμένες εικόνες της μνήμης. Τις πολύτιμες χρυσές καταθέσεις από όπου θα κάνουμε αναλήψεις στις συννεφιασμένες μέρες που ακολουθούν. Έγινε δρόμος ο τόπος που μας χάρισε ένα μεταξένιο καλοκαίρι.
Έχει μια θλίψη το φθινόπωρο απέραντη, γιατί δεν έχω πού να αποθέσω τις αναμνήσεις. Να τις κλειδώσω σαν πολύτιμο μύρο για να μην εξατμιστούν και σβήσουν μαζί μου.