Απρίλης του 1945. Η Ευρώπη είναι αιμάσσουσα από τον καταστροφικό πόλεμο, βορά στον θεό Μολώχ.

Από τα δυτικά οι Αγγλογάλλοι σύμμαχοι, επικουρούμενοι, από τον Αύγουστο του 1943, από Ιταλούς στρατιώτες και παρτιζάνους, έχουν απελευθερώσει τη Γαλλία. Συμπαραστάτες ήταν οι Έλληνες σαμποτέρ στις Συμμαχικές δολιοφθορές-σαμποτάζ, η ελληνική Εθνική Αντίσταση και η Ελληνική Ταξιαρχία στο Ρίμινι. Ανατολικά ο Κόκκινος Στρατός προχωρούσε σαρωτικά στα εδάφη της Αυστρίας. Και οι δυο ανταγωνίζονται για το ποιος θα υψώσει πρώτος τη σημαία του πάνω από τη χιτλερική καγκελαρία.

Στη φάση αυτή, στη φυλακή Stein της Αυστρίας, υπάρχουν παρτιζάνοι κρατούμενοι και αντιστασιακοί, φρουρούμενοι και βασανιζόμενοι από Γερμανούς και χιτλερικούς Αυστριακούς. Ανάμεσά τους και ο Ηρακλειώτης Νίκος Μαυράκης, υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδας, οργανωμένος στο ΕΑΜ και υπεύθυνος του Συμβουλίου των Υπαλλήλων της Τράπεζας.

Είχε διαγράψει ήδη πλούσια αγωνιστική πορεία και προσωπική ιστορία. Επιτελικός αξιωματικός στα χαρακώματα της Αλβανίας. Πήρε μέρος, συμμετοχικά και οργανωτικά, στις μεγάλες διαδηλώσεις του λαού της Αθήνας, την 25η Μαρτίου 1942 και 1943, καθώς και στις αντίστοιχες της 28ης Οκτωβρίου, όπως και τον Ιούλιο του 1943, εναντίον της επιστράτευσης  πολιτών για το Ανατολικό Μέτωπο, από τους Γερμανούς.

Μετά από τη θεαματική και αιματηρή κινητοποίηση της 28ης Οκτωβρίου 1943, γίνεται το “μεγάλο μπλόκο” στην Τράπεζα της Ελλάδας. Ως υπεύθυνος της κινητοποίησης, με προδοσία, συλλαμβάνεται από τα Ες-Ες. Κακοποιείται από την Γκεστάπο, οδηγείται στις Φυλακές Αβέρωφ και το Στρατόπεδο Χαϊδαρίου, συγκρατούμενος  με τη σπουδαία  μορφή του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, για τον οποίο και την κοινή διαβίωσή τους παρέχει αρκετά στοιχεία στα απομνημονεύματά του.

Καταδικάζεται από το γερμανικό Στρατοδικείο και από τα “Παραπήγματα της Βουλιαγμένης”, όπως μας πληροφορεί, το τέλος Ιανουαρίου 1944, “έγινε τρανσφόρ, όπου πήραμε μέρος και μεις, με τραίνο”, για τις φυλακές Stein της Αυστρίας.

Εκεί παραμένει ως τον Απρίλη του 1945. Δραπετεύει, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους και στήνεται στον τοίχο των φυλακών να εκτελεστεί, στις 6 Απριλίου 1946, μαζί με τους άλλους δραπέτες, όπως μας αφηγείται χαρακτηριστικά: “Ποιοι ήταν οι εκτελεστές. Ένας λοχίας υπαξιωματικός, δεν ξέρω τι ήταν ακριβώς, και τα τρία παιδιά, δεκαέξι, δεκαεφτά χρονώ ζήτημα ήτανε αν η ηλικία τους ήτανε στα δεκαέξι, δεκαεφτά χρόνια. Ήτανε η τελευταία επιστράτευση του Χίτλερ, και αυτοί κρατούσαν το μυδράλιο, με την πάνινη ταινία, τρακόσες, δεν ξέρω πόσες σφαίρες χωράει αυτή η ταινία. Και αυτά μας τουφεκίσανε” (Σανουδάκης -Μαυράκης, 1987, 137-138).

Πλάι του είχε τοποθετηθεί, δεύτερος στη σειρά, ο συνάδελφός του τραπεζικός, Γεώργιος Κρικέλης, και τρίτος ο Μαυράκης.

Είναι σκληρές, ρεαλιστικές, αλλά και βαθιά συναισθηματικές οι περιγραφές, με ύφος τραγικά λογοτεχνικό, όπως αφηγείται ο Μαυράκης:

“Ααχτουούμ!! Φόιαρ!!”. “Προσοχή, πυρ!”. Με το “προσοχή, πυρ”, το οποίο ήτανε δυνατό παράγγελμα του υπαξιωματικού, εγώ γυρίζω, ενώ είναι το αριστερό μου πλευρό προς το μέρος του πολυβόλου, και με το δεξί μου χέρι κρατάω τον Κρικέλη να μη σωριαστεί κάτω, γυρίζω και κοιτάζω λοξά το πολυβόλο με μία ματιά. Μία ριπή αρχίζει από μας φυσικά, αφού ’μουνα τρίτος, κόβει το στήθος, κυριολεκτικώς, και του πρώτου και του δεύτερου, του Κρικέλη, που κρατούσα στην αγκαλιά μου….Όπως είχα το δεξί μου χέρι από πίσω, πέφτει το σώμα μου από κει και στο σβέρκο μου αντιλαμβάνομαι να είναι πεσμένος, σκοτωμένος, ο Κρικέλης” (ό.π., 139-140).

Ο Μαυράκης, όμως, δεν είχε πάρει καμία σφαίρα. Πεσμένος, ανάμεσα σε νεκρούς και τραυματίες. Ήταν, όπως λέει, “μια λευκή στιγμή στη ζωή μου. Τι αισθανόμουνα εκείνη τη στιγμή δε μπορώ να καθορίσω. Χαρά, λύπη ήτανε, ανακατεμένα ήτανε…. πάντως ήμουνα ένας βουβός βράχος και περίμενα τι θα συμβεί” (ό.π., 140). Εν τω μεταξύ, ένας τραυματισμένος που είχε πέσει στα πόδια του Μαυράκη άρχισε από τους πόνους να φωνάζει, ο υπαξιωματικός λέει στους ανήλικους στρατιώτες Γερμανούς: “Ξαναρίξτε στο σημείο αυτό”. Ο Μαυράκης υπελόγισε ότι “οι σφαίρες θα έρθουν προς τα δω, νόμιζα πως ήταν για μένα, και για μια στιγμή αισθανόμουνα ότι εάν γινότανε αυτό το πράγμα τώρα θα αισθανόμουνα ένα αίσθημα λυτρωμού, χαράς, απόλαυσης, να σκοτωνόμουνα εκείνη τη στιγμή… Και λέω: “Να σκοτωθώ, τώρα, είμαι προς το αριστερό πλευρό να το πάρω ακαριαία το βλήμα, να ησυχάσω”.

Και πράγματι, “εκείνη την ώρα μια ριπή, πεντέξι σφαίρες, μια απ’ αυτές μου περνάει το δεξί πόδι, κάτω από τους αστραγάλους, διαμπερές βλήμα, με περνάει από τη μια μεριά στην άλλη… όμως ένιωσα σαν μια σουβλιά πυρωμένη να με περνάει εκείνη την ώρα που πέρασε η σφαίρα. Για πολύ λίγο χρονικό διάστημα, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, ένα δυνατό πόνο και τσούξιμο, το οποίο αμέσως άρχισε να γλυκαίνει. Ίσως επειδή έρρεε το αίμα άρχισε να γλυκαίνει” (ό.π. 140-141).

Ενώ διατηρεί τις αισθήσεις του, αντιλαμβάνεται ότι έξω από τις φυλακές γινόταν μάχες, μεταξύ δραπετών φυλακισμένων, που πήρανε όπλα, και Γερμανών. Κάποια στιγμή ακούει τον επικεφαλής υπαξιωματικό να διατάσσει τους νεαρούς του εκτελεστικού αποσπάσματος, Γερμανούς: “Αυτοί φοράνε άρβυλα ωραία. Να τους τα πάρετε”. Ο νεαρός Γερμανός αφαιρεί από τον Μαυράκη το αριστερό παπούτσι, “το δεξιό όμως είναι τρύπιο, στο σημείο αυτό, είχε γεμίσει αίματα, έχει ποτίσει η κάλτσα, κι έχει πήξει μέσα σ’ αυτά τα λίγα λεφτά, και το τραβάει να βγει, δεν βγαίνει… όταν το τράβηξε, τέλος πάντων, και βγήκε, αυτή ήταν μια χειραψία με το θάνατο για μένα”. Όταν το τράβηξε ο νεαρός Γερμανός το παπούτσι και βγήκε, το είδε ματωμένο, τρυπημένο, εξεστόμισε και την ύβρη: “Φαφχούχτεν”, ασιχτίρι.

Ο Μαυράκης τότε άφησε το πόδι κι έπεσε κάτω, σαν νεκρό, “να τον παραπλανήσω ότι είμαι κι εγώ νεκρός”.

Νωρίτερα, οι μελλοθάνατοι είχαν σκάψει το λάκκο τους. Στην κατάστασή του αυτή ο Μαυράκης άρχισε να σκέφτεται: Έλεγα στον εαυτό μου: “Εάν μας θάψουμε και ρίξουνε πρώτα τους νεκρούς που ήτανε τόσο κοντά στο λάκκο, το σωρό δηλαδή, και αφήσουν εμάς τελευταίους, οπότε λέω, εγώ θα έχω λίγο χώμα από πάνω μου, να κρατήσω τον εαυτό μου”.

Οι Αυστριακοί, εντωμεταξύ, έχουν πάρει ένοπλα την κατάσταση στα χέρια τους, τον παραλαμβάνουν για να τον πάνε στο νοσοκομείο. Η κατάσταση που αντικρίζει είναι φρικτή. Ο συγκρατούμενός του Γιάρο από την Τσεχοσλοβακία “του είχε πάρει η ριπή όλα τα πλευρά απ’ το δεξιό μέρος και είχανε χυθεί τα εντόσθιά του και τα κρατούσε τα εντόσθιά του” (ό.π., 144). Ένας Ιταλός είχε τραυματιστεί στο θώρακα και ένα συγκρατούμενος, επίσης, Γερμανός από το Βερολίνο, είχε πάρει “πέντε σφαίρες απ’ το λαιμό και πάνω” και ζούσε. Ο Έλληνας Τριανταφυλλίδης είχε τραυματιστεί στον δεξιό μηρό, αλλά ήπιε πολύ νερό στο νοσοκομείο, παρά την προτροπή να το αποφύγει. “Το πρωί βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του και όλο το αίμα του χυμένο από κάτω απ’ το κρεβάτι του”.

Η εκτέλεση αυτή της 6ης Απριλίου 1945 ήταν η τελευταία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από επιστρατευμένα, ανήλικα παιδιά της Γερμανίας.

Από την ημέρα εκείνη, η ζωή του Μαυράκη και των άλλων τραυματιών “ήτανε φοβερή σε συναισθήματα, πέφταμε και σηκωνόμασταν από τα κρεβάτια μας, διότι βομβαρδίζανε ανηλεώς οι Αμερικάνοι με τα αεροπλάνα και το χώρο της φυλακής”.

Το πρωί της 9ης του μηνός Μαΐου βλέπουν σημαίες αυστριακές στα παράθυρα του Stein “και ο κόσμος ο οποίος κινούσε τα χέρια του και φώναζε “Φρίντε!! Φρίντε! Ειρήνη, Ελευθερία, τελείωσε ο πόλεμος”.

Δεν πέρασε πολλή ώρα, “και κατά τις δέκα η ώρα φθάνουν τρεις Ρώσοι, δύο απλοί στρατιώτες και ένας λοχίας”. Πηγαίνουν στο αναρρωτήριο και λένε στους αρρώστους: “Από τη μέση και πάνω γδυθείτε όλοι!”. Ο σκοπός ήταν να δουν αν υπήρχε ανεξίτηλη σφραγίδα αγκυλωτού σταυρού, κάτω από τη μασχάλη. Ήταν διαταγή του Χίτλερ. “Για να υποχρεώσει μικρά παιδιά, δεκαεφτά χρονών, τα σφράγιζε για να πολεμήσουνε. Διότι ήξερε ότι ο Στάλιν θα τα σκοτώσει αν δεν πολεμήσουνε” (ό.π.,151). Και πράγματι, ένας βρέθηκε ανάμεσά τους. “Τον εκτέλεσαν αμέσως, στο χώρο της φυλακής”. Ο ήρωας της Αλβανίας Μαυράκης, οργανωμένος στο ΕΑΜ, με δράση, βασανισμένος και ταλαιπωρημένος, που είδε το Χάρο με τα μάτια του, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το 1947, οδηγήθηκε στο “αναμορφωτήριο” της Μακρονήσου, ως εξόριστος. Ήταν η αμοιβή της πατρίδας για τους αγώνες του.

Αντιθέτως, για ιστορικούς λόγους, οι Αυστριακοί, έστω και μετά θάνατον, τον τίμησαν, μεταφράζοντας και κυκλοφορώντας τη μαρτυρία του, στα γερμανικά, το 2020. Από τη Bibliothek der Provinz, μετάφραση και επιμέλεια της Nina Bungarten και του Robert Streibel.

ΠΗΓΕΣ

  1. Αντώνης Σανουδάκης, Φυλακές Stein, Νίκου Μαυράκη, εκδόσεις Κνωσός, Αθήνα, 1987.
  2. Antonis Sanoudakis, Widerstand in Griechenland und Stein, Die Gescbicbte des Nikos Maurakis. Kommentiert und herausgegeben von Robert Streibel, Verlag Bibliothek der Provinz.

* Ο Αντώνης Σανουδάκης -Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας-συγγραφέας