Συχνά πυκνά ακούμε τη λέξη της προοδευτικότητας στον συνήθη λόγο των πολιτικών μας, και όπως φαίνεται θα τον ακούμε ολοένα και συχνότερα όσο πλησιάζουμε στο χρόνο των εκλογών. Ακούμε για  αναφορές σε προοδευτική διακυβέρνηση, ανάλογη πολιτική κατεύθυνση, κατά κόρον, σε τέτοιο  βαθμό που αναρωτιόμαστε ποιος είναι εκείνος, τελικά, που έχει δίκιο ή πλησιάζει περισσότερο σε αυτόν τον λεκτικό, κατ’ ουσίαν,  ανταγωνισμό.

Ο κάθε άνθρωπος φυσικά έχει τη δική του άποψη για την παραπάνω έννοια, αλλά υπάρχουν ορισμένες παράμετροι και λεπτομέρειες που μάλλον αφορούν και με τις οποίες συμφωνεί η πλειονότητα των πολιτών. Στις τελευταίες θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του άλλου, την ισότητα των ευκαιριών σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό πολιτών είναι εφικτό, την πρόσβαση σε δομές υγείας, τον εκσυγχρονισμό των θεσμών, του κράτους και των υπηρεσιών που αυτό προσφέρει στους πολίτες του, τις κατάλληλες εργασιακές συνθήκες, και τόσα άλλα γνωστά τοις πάσι.

Τοιουτοτρόπως, πολλά στελέχη πολιτικών κομμάτων ή και οι αρχηγοί τους, περισσότερο,  αρέσκονται να εξακοντίζουν τη λέξη ‘προοδευτικότητα’ σε μια τόνωση περισσότερο του εαυτού τους, ή σε προσπόριση πρόσκαιρου, στην πραγματικότητα, κομματικού οφέλους  παρά αναφέρονται και στοχεύοντας στην επίμαχη ουσία του κρίσιμου θέματος.

Όμως, οφείλουν να αποδείξουν κατά πόσο ενστερνίζονται την συγκεκριμένη έννοια, αν την απέδειξαν κάποτε, ή την αποδεικνύουν στην πράξη, ευρισκόμενοι σε αγαστή συνέπεια και κατάλληλο παραλληλισμό με το περίφημο ‘show, don’t tell’, τουτέστιν ‘απόδειξέ το και μην το λες’ των συγγραφέων εκείνων οι οποίοι αρέσκονται στο συγκεκριμένο είδος απασχόλησης  που ακούει στο όνομα ‘δημιουργική γραφή’!

Είναι το είδος γραφής ενός κειμένου που φέρνει κοντύτερα στην υπόθεση τον ξένοιαστο και ανύποπτο αναγνώστη, κάνοντάς τον κατά κάποιο τρόπο συμμέτοχο των γεγονότων ή έστω ευρισκόμενο πλησιέστερα στις εξελίξεις που δρομολογούνται στο σενάριο από τους κύριους χαρακτήρες και πρωταγωνιστές της υπόθεσης που πραγματεύεται ο συγγραφέας.

Εάν φέρουμε τον πολίτη από τον οποίο αναμένουν την πολύτιμη ψήφο τους οι πολιτικοί στη θέση του αναγνώστη του τελικού κειμένου της δημιουργικής γραφής, τότε γρήγορα συνειδητοποιούμε πως ο πολίτης αναμένει χειροπιαστά παραδείγματα από τους σημερινούς μας πολιτικούς.

Οι τελευταίοι κάποια στιγμή πρέπει να αποφασίσουν να λένε ξεκάθαρα τι επιθυμούν και τι σκοπεύουν να πράξουν και τι όχι, χωρίς λόγια και υπεκφυγές, να επανέλθουμε ξανά στη λογοτεχνία, παρουσιάζοντας και εξαγγέλλοντας ένα μέρος μόνο των θέσεών τους και αποκρύπτοντας άλλα, τα περισσότερα κατά κανόνα, σύμφωνα με την περιβόητη ‘θεωρία του παγόβουνου’ στην οποία παρουσιάζεται ορατό ένα μέρος του ενώ τα άλλα είναι αθέατα και βρίσκονται βαθιά στη θάλασσα, η οποία για την ιστορία να αναφέρουμε  πως αναπτύχθηκε και καλλιεργήθηκε δεόντως από τον Αμερικανό συγγραφέα Έρνεστ Χέμινγουεϊ.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν κάποιες από τις αλήθειες ή λεπτομέρειες που αναφέρθηκαν παραπάνω, πολλά  θα είχαν να ωφεληθούν πολίτες και πολιτικοί από όλα αυτά, η ίδια η πολιτική σε τελική ανάλυση. Η σημερινή κυβερνώσα παράταξη δείχνει σημεία αντοχής πρωτόγνωρα για μεταπολεμική κυβέρνηση με πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό της.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ψηφιακός μετασχηματισμός της χώρας, η ποικιλότροπη διείσδυση σε αλλότριους πολιτικούς χώρους, η ένταξη στο δυναμικό της πολιτικούς που κάποτε υιοθετούσαν άλλες απόψεις και πορεύονταν κάτω από άλλες ταμπέλες, και τόσα άλλα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία προοδευτικότητας στον προεκλογικό πολιτικό λόγο που ήδη άρχισε να αναπτύσσεται δημοσίως. Από την άλλη μεριά, όπως φάνηκε πρόσφατα, πολλά από τα παραπάνω πέρασαν σε δεύτερη μοίρα μετά από το τραγικό συμβάν στα Τέμπη.

Για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έναν πολιτικό σχηματισμό που χρησιμοποιεί τον όρο, ενσωματωμένο μάλιστα στον τίτλο του, τα κύρια στελέχη του οφείλουν να εξηγήσουν με απλά λόγια στο λαό και χωρίς μεγαλοστομίες τί πρεσβεύουν και τί πιστεύουν ότι δύνανται να πραγματοποιήσουν χωρίς τους γνωστούς μισητούς φανατισμούς και τις δημόσιες φωνασκίες, καταστάσεις με τις οποίες βρίσκονται βαθιά αγκιστρωμένοι και  οι οποίες σε τελική ανάλυση αποδείχτηκαν μέχρι τώρα άνευ νοήματος και δημιουργώντας, δυστυχώς,  τους συνήθεις κοινωνικούς διχασμούς από τους οποίους δεν έχουν να κερδίσουν πολιτικά οφέλη.

Για το κόμμα του ΠΑΣΟΚ για το οποίο γράφτηκαν πολλά τελευταία,  ο ξεκάθαρος λόγος είναι εκ των ων ουκ άνευ για την παραπέρα επιβίωσή του. Ενώ στην αρχή φάνηκε η ανιούσα δημοσκοπική του τροχιά, στη συνέχεια ανέκαμψε και ερωτοτροπεί πλέον με μονοψήφια νούμερα! Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο, πως στο άμεσο μέλλον θα δούμε πολλά και θα ακούσουμε ακόμα περισσότερα στο πλαίσιο της κομματικής αντιπαράθεσης.

Στο βιβλίο ‘Ο ήλιος ανατέλλει ξανά’, ο Χέμινγουεϊ μας δίνει ένα μυθιστόρημα όπου η αποτυχία του ειδυλλίου μεταξύ του ήρωα του βιβλίου και της γυναίκας,  αντιπροσωπεύει τον καθημερινό αγώνα για ομαλότητα  μιας γενιάς που τραυματίστηκε σοβαρά και επέζησε. Η τελική, τρομερή ειρωνεία του μυθιστορήματος είναι ότι υποστηρίζει την ιδέα ότι η Μπρετ   και ο Τζέικ μπορούν να βάλουν τέλος  στο μαρτύριο τους και να μείνουν μαζί με όλες τις σημασίες της λέξεως.

Ωστόσο, ούτε ο Τζέικ ούτε οι φίλοι του μπορούν να απαλλαγούν των βαθιά ριζωμένων προκαταλήψεών τους σχετικά με την ανθρώπινη αναπηρία, και αυτοί οι κοινωνικοί περιορισμοί γίνονται τα πραγματικά εμπόδια για την αποκατάσταση του Τζέικ. Οι φευγαλέες  σεξουαλικές απολαύσεις που η Μπρετ   προσφέρει στον Τζέικ είναι φοβερά λίγες  και εκφράζονται με τους κλασσικούς τρόπους του Χέμινγουεϊ, δηλαδή την συγκρατημένη έκθλιψη και σιωπή, ενδεικτικά στοιχεία  ενοχής.

Έτσι, στο τέλος του μυθιστορήματος, όταν η Μπρετ  δηλώνει ‘‘Ω, Τζέικ … θα μπορούσαμε να ζούσαμε τόσο ευτυχισμένα μαζί’’, ο Τζέικ απαντά μόνο με τη φράση ‘‘Ναι, είναι πολύ ωραίο να το σκέφτεται κανείς’’, αποδεχόμενος ουσιαστικά τη θέση που του επιφύλαξε η ζωή μέσα στην κοινωνία  ως ανάπηρο άνθρωπο!

Και για να επιστρέψουμε, κλείνοντας, στις επόμενες εκλογές, οι πολίτες ουδόλως επιθυμούν να ακούσουν τώρα πράγματα ανέφικτα, τα οποία είναι ‘πολύ ωραίο’ να τα ακούνε και να τα σκέφτονται, αλλά θεωρίες απλές και επίκαιρες στους σύγχρονους καιρούς και κατάλληλες για την κοινωνία του σήμερα. Όχι λόγους και υποσχέσεις ευκαιριακές, όχι εκθέσεις ιδεών όπως στα τηλεοπτικά κανάλια όπου συχνάζουν ολημερίς απλώς και μόνο για κέρδη ατομικά και κομματικά, αλλά πειστικά και το σπουδαιότερο εφαρμόσιμα επιχειρήματα. Όλα  τ’ άλλα είναι εκ του περισσού!