Λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, οι οποίες, όπως φαίνεται, θα διεξαχθούν τον Μάιο του 2019, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αλλάξει βασικές αρχές του Συντάγματος της χώρας.

Προκαλεί έκπληξη το γεγονός της Συνταγματικής Αναθεώρησης έτσι ξαφνικά, χωρίς αυτή να αποτελεί βασική προεκλογική δέσμευση, χωρίς να προκύψει τούτο κατόπιν λαϊκής απαίτησης και μάλιστα χωρίς να τηρούνται οι προϋποθέσεις για την επιτυχία του εγχειρήματος, δηλαδή η ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση.

Δεν είμαστε ειδικοί συνταγματολόγοι ούτε πρόκειται να αναζητήσουμε τα κίνητρα που οδήγησαν τη συγκυβέρνηση σε μία δύσκολη οικονομική συγκυρία και εν μέσω προεκλογικής περιόδου να ζητά από τους βουλευτές να συναινέσουν στην προτεινόμενη Αναθεώρηση του Συντάγματος.

Είναι φανερό ότι οι εμπνευστές του σχεδίου της Αναθεώρησης δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις συζητούμενες αλλαγές στο Σύνταγμα. Άλλωστε, η επόμενη κυβέρνηση είναι αυτή που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις αλλαγές που θα γίνουν στον καταστατικό χάρτη της χώρας. Αυτό που μάλλον τους ενδιαφέρει είναι η εκπλήρωση του διακαούς πόθου υπέρ της αθεΐας επιδιώκοντας να υπενθυμίσουν στον λαό το αριστερό προφίλ τους.

Είναι φανερή επίσης η μεθοδευμένη προσπάθεια για τον περιορισμό του ρόλου της Ορθοδοξίας, με τη θεσμοθέτηση της «θρησκευτικής ουδετερότητας» του κράτους και την απαξίωση της Εκκλησίας καταργώντας τον θρησκευτικό όρκο από τις ορκωμοσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, των βουλευτών κλπ. Ειδικότερα η πρόταση για την αλλαγή του άρθρου 3 που αφορά τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, φανερώνει προθέσεις για την επιβολή ενός άθεου κράτους σε μία άθεη λαϊκή κοινωνία.

Είναι κουτοπονηριά να νομίζουν οι προτείνοντες την αλλαγή στο άρθρο 3 ότι οι Έλληνες πολίτες θα πιστέψουν ως απλή εννοιολογική αντίφαση, την ύπαρξη μιας θρησκευτικά ουδέτερης Πολιτείας σαν να λειτουργεί το κράτος ως ξένος κατακτητής, σε έναν λαό που ιστορικά ήταν και παραμένει Χριστιανός Ορθόδοξος και το ότι οι περισσότεροι Έλληνες αναγνωρίζουν την Ορθοδοξία ως ένα εκ των κυριότερων στοιχείων της ταυτότητάς των.

Το Ελληνικό Σύνταγμα πουθενά δεν αναφέρει επίσημη κρατική θρησκεία και με το άρθρο 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 13, κατοχυρώνει πλήρως τη θρησκευτική ελευθερία και είναι απολύτως εναρμονισμένο με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η επιδίωξη κατάργησης του θρησκευτικού όρκου, που δίνουν προαιρετικά πριν την ανάληψη των καθηκόντων τους οι κρατικοί λειτουργοί με το ισχύον Σύνταγμα, αποτελεί ωμή παραβίαση της ελευθερίας της συνείδησής τους. Το ισχύον σύστημα για την επιλογή του όρκου είναι ο δημοκρατικός και φιλελεύθερος τρόπος εκδήλωσης της θρησκευτικής ελευθερίας.

Σε πολλές προηγμένες χώρες (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Νορβηγία και άλλες) ο πρόεδρός τους ορκίζεται στο Ευαγγέλιο και κανείς δεν μπορεί να τις κατηγορήσει ότι δεν έχουν θρησκευτική ελευθερία γι’ αυτό.

Είναι βέβαιο ότι η πρόταση για την επιβολή της «θρησκευτικά ουδέτερης Ελληνικής Πολιτείας» παραβιάζει το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού, μετατρέποντας τη Συνταγματική Αναθεώρη- ση σε ιδεολογικό παραστράτημα υπέρ της παγκοσμιοποίησης, διαμορφώνοντας μια νέα ιστορία, αντίθετη με την ιστορία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.

Η προτεινόμενη Αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί μία αχρείαστη λανθασμένη πολιτική πράξη που δεν προάγει τις αξίες της εθνικής θρησκευτικής και κοινωνικής παράδοσης των Ελλήνων για την Πατρίδα, τη Θρησκεία και την Οικογένεια.

Η Ορθοδοξία είναι συνυφασμένη με τον Ελληνισμό και είναι πολύ «φθηνός» ο αντιπερισπασμός για την απαξίωσή της, εν ονόματι του αθεϊσμού της Αριστεράς, θυσία στον «βωμό» του θεού του χρήματος των δανειστών και της παγκόσμιας αγοράς, ως αντάλλαγμα για την έξοδο της Ελλάδας από την οικονομική κρίση.