Στο παρελθόν, έγραψα μια σειρά άρθρων με τα οποία προσπάθησα να αναλύσω τις παραμέτρους του χρονίζοντος αυτού προβλήματος με ήπιο και «πολιτισμένο τρόπο».
Η προκλητική όμως συμπεριφορά των εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος, ένθεν κακείθεν, αλλά και οι υστερικές εκρήξεις ανεγκέφαλων και φανατισμένων που λειτουργούν μονάχα με βάση το θυμικό, με ωθεί να τα πω πιο ξεκάθαρα, πιο χοντρά και καθόλου ευγενικά αδιαφορώντας για τις όποιες αντιδράσεις με την υποσημείωση ότι δεν οφείλω χάρη σε κανέναν και δεν διεκδικώ την ψήφο κανενός.
Και τώρα, επί της ουσίας:
- Η παραχώρηση του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία» ως γεωγραφικού προσδιορισμού, δεν ήταν ευχάριστη αλλά ίσως αναγκαία παραχώρηση για ένα θέμα που είχε χαθεί για μας πολύ πριν και, συγκεκριμένα, σε μια μακρά περίοδο 70 και πλέον ετών δικής μας αδιαφορίας και ανοχής – όλων των κυβερνήσεών μας- ενώ οι Σκοπιανοί αλώνιζαν προπαγανδίζοντας τους όρους σκέτη «Μακεδονία», Μακεδόνες, ή ILINDEN.
Βαρύτατη βέβαια η ευθύνη του Αντώνη Σαμαρά που, ως Υπουργός Εξωτερικών, συνυπέγραψε τη συμφωνία της διάλυσης τη Γιουγκοσλαβίας, αντί να ασκήσει βέτο. Έτσι παραβίασε ευθέως την απόφαση του Συμβουλίου Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τις οδηγίες του πρωθυπουργού του, ο οποίος έφταιξε για πολλά άλλα, αλλά όχι γι αυτό…
Έτσι κατόρθωσαν να αναγνωριστεί η μικρή και αδύναμη περιοχή της πλαστής οντότητας της πρώην Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, ως Δημοκρατίας της Μακεδονίας, από 143 χώρες αφήνοντάς μας στο περιθώριο. Κατά συνέπεια, η παραχώρηση του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία» ήταν η αναγκαία αναγνώριση της άχαρης πραγματικότητας με όποια ανταλλάγματα θα μπορούσαμε να διαπραγματευτούμε.
- Οι σκληρές εκφράσεις καιβαρείς χαρακτηρισμοί απληροφόρητων και φανατισμένων ακραίων στοιχείων όχι μόνον με βρίσκουν αντίθετο αλλά με πικραίνουν και με εκνευρίζουν αφάνταστα. Ζητώ λοιπόν εκ των προτέρων, συγχώρηση για ό,τι ακολουθεί.
Πιστεύω ότι η παραχώρηση στους Σκοπιανούς: α. της «Μακεδονικής» γλώσσας και β. της «Μακεδονικής» εθνότητας, συνιστά όχι μόνον μια αψυχολόγητη και ασυγχώρητη πράξη, αλλά προδοσία εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων και προκαλεί το πατριωτικό φρόνημα των Ελλήνων, η προσπάθεια των Κυβερνώντων να εξωραΐσουν τη Συμφωνία πανηγυρίζοντας για «τη μεγάλη τους επιτυχία». Η κοροϊδία μάλιστα καθίσταται πιο άθλια αν λάβουμε υπόψη ότι συμφωνία έγινε εν κρυπτώ, χωρίς ενημέρωση των θεσμικών οργάνων και χωρίς καμία συνεννόηση για εθνική γραμμή.
- Βεβαίως, αναγνωρίζουμε ως επιθυμητή ή και αναγκαία την καλή σχέση με το γειτονικό κρατίδιο. Μια σχέση που θα διέπεται από πνεύμα καλής γειτονίας με αμοιβαίο σεβασμό και συνέργειες για το κοινό μας καλό των δύο χωρών και των πολιτών τους.
Η αυθαίρετη όμως ιδιοποίηση της ιστορίας της Μακεδονίας μας, του πολιτισμού μας, της Μακεδονικής γλώσσας και η επίκληση μιας εθνικής ταυτότητας που δεν είχε ποτέ, αυτή η σλαβικής προέλευσης μειονότητα, η οποία έφτασε στην περιοχή μας μια χιλιετία μετά το Ελληνικό Μακεδονικό Βασίλειο του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και τις αλυτρωτικές τους διεκδικήσεις, οι ενέργειες του Τσίπρα και των συνεργατών του καθίστανται απολύτως καταδικαστέες.
- Η συμφωνία βολεύει την κομματική ατζέντα του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας που, όπως έγινε, τον απαλλάσσει από την υποχρέωση να χειριστεί αυτή την «καυτή πατάτα» μια και, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η συμφωνία δεν μπορεί να ακυρωθεί. Ας αφήσει λοιπόν τις πατριωτικές κορώνες που τον εκθέτουν και δεν πείθουν κανέναν.
- Οι μεγάλοι κερδισμένοι βεβαίως, απ’ αυτή τη συμφωνία, είναι οι Δυτικές δυνάμεις (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ένωση, κ.λπ.) των οποίων τα γεωπολιτικά συμφέροντα στα Βαλκάνια, έναντι της Ρωσίας επισκιάζουν την «αγάπη» τους για μας, με αποτέλεσμα να ασκήσουν αφόρητες πιέσεις για την ολοκλήρωσή της στο πειθήνιο όργανό τους. Ε, να μην τον αποζημιώσουν για τις υπηρεσίες του, προτείνοντάς τον για το Βραβείο Νόμπελ; Δεν είναι και αχάριστοι!
Το κακό έγινε και δεν αναστρέφεται… Και τώρα τι κάνουμε;
Έχουμε πολλές δυνατότητες κατά τη διαδικασία της Εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών τις οποίες, αν αξιοποιήσουμε σωστά, θα κερδίσουμε κάποια από τα χαμένα και θα επιτύχουμε αρκετά οφέλη.
Αυτό όμως προϋποθέτει εθνική συνεννόηση, κοινή γραμμή και πρόγραμμα δράσης, μεθοδικότητα, σοβαρότητα και συνέπεια. Και αυτά, δυστυχώς, δεν φαίνεται να τα διαθέτουμε για την ώρα.