Δεν ξέρω αν και στην άλλη ζωή θα συνεχίσουν να δουλεύουν σκληρά στα χωράφια, να τραγουδάνε, να αυτοσαρκάζονται και να μην αφήνουν κουντούρη σκύλο, να μην του βάζουν ουρά. Δεν έκαναν παρέα, αλλά είχαν μια σχέση δανεικής δουλειάς στα χωράφια και εκεί πάντρευαν και δεσπότη. Δεν είχα λόγο στις κουβέντες τους, χρησιμοποιούσαν δικό τους λεξιλόγιο, μάλλον για να μην τις καταλαβαίνω, επειδή ήμουν μικρός.
Μια μέρα μου λέει η Τσικαλοκατερίνα, αυτή ήταν η φιλενάδα της μάνας μου, πάνω στη δουλειά:
Κατεργάρο (έτσι με έλεγε) αύριο μεθαύριο που θα μεγαλώσεις, που θα ‘χεις γεμίσει την κεφαλή σου με πολλά γράμματα και θα πηγαίνεις στο θυρίδιο (το μικρό παράθυρο της τράπεζας που έκανε τις δοσοληψίες), αφού λες πως μ’ αγαπάς, θα μου αγοράσεις ένα τζεμπέρι (κεφαλομάντηλο) και ένα ζευγάρι καρτσόνια; Ο λόγος σου και στου Θεού τ’ αυτί, θειά.
Τα χρόνια πέρασαν, την υπόσχεσή μου την τήρησα, και το τζεμπέρι της πήρα και τα καρτσόνια και ένα φουστάνι. Πολύ ευχαριστήθηκε, που το θυμόμουνα ύστερα από τόσα χρόνια, με αγκάλιασε και με φίλησε.
Τότε πετάχτηκε η μάνα μου και της θύμισε το κερί και το λιβάνι, που είχε τάξει στον Τίμιο Σταυρό και δεν το είχε πάει. Για μια στιγμή έμεινε.
Αφού συνήλθε και βρήκε τα λόγια της, άρχισε να κλαίει και να λέει με παράπονο: «Αφού μπρε παιδί μου δεν είχαμε ούτε νερό στο σταμνί, ούτε εγώ, ούτε το παιδί μου, ίντα θα πήγαινα στον άγιο, αλλά δεν το ‘χω ξεχάσει».
Με τη μάνα μου είχαν γίνει κολλητές από κορασοπούλες, γιατί τα είχαν βρει στη δουλειά και στις διάφορες καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Μαζί πήγαιναν πρωϊ – πρωϊ καθημερινά τα κοπαδάκια τους από πρόβατα στο βουνό για βοσκή. Μια μέρα, ενώ είχαν διασκεδάσει ακόμη μια φορά τα άγρια ζώα του δάσους, τα βουνά και τα λαγκάδια με το τραγουδιστικό τους ρεπερτόριο, εξουθενωμένες από τα γέλια με τις κορώνες τους, δεν άργησε να ‘ρθει η κακή στιγμή. Όλα τους βγήκαν κλαψογέλια.
Ένα πρόβατο της θειάς είχε απομακρυνθεί από το κοπάδι, έπιασε μια πέτρα, την πέταξε, για να το επαναφέρει, αλλά για κακή τύχη το χτύπησε στο πόδι και το πρόβατο άρχισε να κουτσαίνει. Τρελάθηκε, άρχισε να κλαίει, γιατί φοβόταν το ξύλο, που θα ‘τρωγε στο σπίτι.
Σηκώνει το κεφάλι της προς την κορυφή του βουνού, όπου ήταν η εκκλησία του Τίμιου Σταυρού: Αφέντη μου Σταυρέ μου, να μην πάθει τίποτα το πρόβατο και ‘γώ θα φέρω στη χάρη σου δέκα οκάδες κερί και τριάντα οκάδες λιβάνι. (Η οκά είναι 1.280 γραμμάρια). Δεν ήταν όμως καίριο το χτύπημα και μετά από λίγο το πρόβατο περπατούσε κανονικά.
Έλα όμως που μπλέξανε τα πράματα. Δέκα φορές αν πουλούσε το κοπάδι, δεν θα έφθαναν τα χρήματα να αγοράσει το κερί και το λιβάνι, που είχε τάξει. Ο άγιος λένε ότι ανημένει το τάξιμό του σαράντα χρόνια, αλλά δεν το ξεχνά. Τα χρόνια πέρασαν κατά πολύ και ούτε κερί, ούτε λιβάνι.
Από τότε άρχισα να την κοροϊδεύω: Ίντα δικαιολογίες θα ‘χεις να λες αύριο μεθαύριο που θα ποθάνεις και θα σε καθίσουν στο σκαμνί οι Αρμόδιοι για κακούργημα, με τόσα χρέη, πρόστιμα και υπερημερίες; «Άσε με στη φουνάρα μου, γιατί θ’ αρχίσω πάλι να κλαίω».
Κάποια χρόνια μετά, πολύ γριά, μου εκμυστηρεύτηκε ότι τα συμφώνησαν με τον Τίμιο Σταυρό, να του πηγαίνει κάθε χρόνο στη χάρη Του ένα κιλό κερί, μέχρι να ποθάνει. Δεν ξέρω αν πρόλαβε να ξεχρεώσει μετά το διακανονισμό και πώς χειρίστηκαν οι Αρμόδιοι την υπόθεση μετά τον θάνατό της.
Δεν θα την ξεχάσω ποτέ, γιατί ήταν ωραία και ευχάριστη γυναίκα, τη λυπόμουνα όμως, γιατί είχε πέσει θύμα (αθέτηση υπόσχεσης γάμου) και βρέθηκε μοναχή με τη φτώχεια της, με ένα κοριτσάκι, αλλά με υπερηφάνεια και γεμάτη την ψυχή να το μεγαλώσει. Πάντως και από τους θεούς και τους ανθρώπους επιβάλλεται κάποιο σκόντο στους αναξιοπαθούντες.
Ουφ … ας είναι ελαφρύ…
* O Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής