Είναι ευχάριστο ότι στην πόλη μας υπάρχει μια πλούσια δημιουργική παραγωγή και ιδιαίτερα στην πεζογραφία, που είναι δύσκολο είδος και δεν αποτελεί ανάπτυγμα ενός επιφωνήματος, όπως η ποίηση. Ενδεικτικά θα αναφέρω την Τίνα Κατσούλη και τον Κωστή Σχιζάκη που μας έχουν χαρίσει άρτια μυθιστορήματα με διαφορετική γραφή και προσωπικό ύφος ο καθένας.
Πρόσφατα από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ κυκλοφόρησε ένα ακόμα εξαιρετικό μυθιστόρημα «Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ». Συγγραφέας του ο Δημήτρης Χατζηκωνσταντίνου ερωτικός μετανάστης από τη Χάλκη Λάρισας, που αγάπησε την Κρήτη κι έχει προσφέρει πλούσιο μέχρι τώρα έργο.
Θα αναφέρω ενδεικτικά το βιβλίο του «Όταν συλλογιέμαι την Κρήτη», όπου παρουσιάζει με φωτογραφίες και κείμενα μια διαχρονική εικόνα του νησιού και το μυθιστόρημά του « Ετούτο είν’ ωκεανός», όπου φαίνεται η αφηγηματική του ικανότητα.
Είναι, επίσης, γνωστή η προσφορά του στην εκπαίδευση, που δυστυχώς σήμερα βρίσκεται σε κρίση από την διαχρονική αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας να διαμορφώσει ένα σύγχρονο πλαίσιο λειτουργίας, αλλά και την άρνηση του οργανωμένου κλάδου να δεχτεί αναγκαίες αλλαγές.
Το έργο τοποθετείται στην αρχή της οικονομικής κρίσης. Ένας γιατρός, όπως και άλλοι επιστήμονες, αποφασίζει να μεταναστεύσει στη Γερμανία και να εγκαταλείψει για λίγο την οικογένειά του αναζητώντας καλύτερη τύχη. Έτσι ξεκινά ο μύθος, που θα μας οδηγήσει στο παρελθόν, αφού οι μνήμες, αλλά και οι άνθρωποι που μετείχαν στην τραγωδία του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και της Κατοχής είναι ακόμα ζωντανές.
Θα τον υποδεχτεί ο διευθυντής ενός νοσοκομείου και μέσα από το διάλογό τους θα φανεί καθαρά η μεθοδικότητα, η αξιοκρατία και η αυστηρή οργανωτική ικανότητα που επέτρεψαν σε μια κατεστραμμένη Γερμανία να ανασυγκροτηθεί και να κερδίσει την πρώτη θέση στην Ενωμένη Ευρώπη. Μόνο που το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός του πολέμου δεν γεμίζει ευθύς άνθη για να παραφράσω τον Σολωμό.
Οι πληγές μένουν χαραγμένες στις ψυχές των ανθρώπων. Άλλοι αναγνωρίζουν τις ενοχές τους και προσπαθούν να ξαναβρούν την ταυτότητά τους, άλλοι πορεύονται με τα τραύματά τους κι άλλοι μεταθέτουν τις ευθύνες τους. Αλλά ο Δημήτρης Χατζηκωνσταντίνου δεν γράφει ιστορία, ούτε αναλώνεται σε κοινωνιολογικές αναλύσεις για να μας ερμηνεύσει τα γεγονότα.
Πλάθει ανθρώπους ζωντανούς και κατά τούτο υπερέχει η λογοτεχνία της ιστορίας. Τα βιώματα και οι μορφές των λογοτεχνικών ηρώων ξυπνούν και στους αναγνώστες το παρελθόν και αντιλαμβάνονται, πώς τρίβεται ο άνθρωπος μέσα στις μυλόπετρες του πολέμου.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μας επιστρέφει στο παρελθόν και με θαυμάσιο λόγο και γλώσσα ζωντανή κεντρίζει το ενδιαφέρον μας, ώστε να προχωρήσουμε στην ανάγνωση. Είναι βέβαιο ότι η καλή πεζογραφία μας αλλάζει. Δεν είμαι βέβαιος, αν μας κάνει καλύτερους.
Η αφήγηση προχωρεί και σιγά-σιγά αποκαλύπτεται η στενή σχέση του Ορέστη με τον Γερμανό καθηγητή του οποίου ο πατέρας είχε βρεθεί στην Ελλάδα την εποχή του πολέμου. Η δράση εξελίσσεται στην Αθήνα, το Μόναχο και την Κρήτη.
Ένας Γερμανός δημοσιογράφος φίλος ενός Κρητικού επισκέπτεται το νησί, γνωρίζει τη βαρβαρότητα του στρατού κατοχής και με κόστος αποφασίζει να γνωστοποιήσει σε βιβλίο εκείνα που είδε και άκουσε. Έτσι δίδεται η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί και η κρητική διάλεκτος και άλλες σκηνές από τη σύγχρονη κρητική ζωή.
Όλα τα πρόσωπα που με ρεαλιστικό τρόπο μετέχουν στη δράση αναθεωρούν τις απόψεις τους και αλλάζουν στάση και συμπεριφορά. Το πρόβλημα είναι πώς διαχειρίζεται κάποιος το μίσος που δηλητηριάζει εκείνους που βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Αβίαστα προκύπτει μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος ότι το μόνο που μπορεί α κατακτήσουμε είναι όχι η αμνησία, αλλά να μην επιτρέψουμε να ξαναγίνουν τα ίδια λάθη.
Άριστα εκφράζεται σε μια παράγραφο του έργου: « Η συμφιλίωση, Ορέστη, είναι ένα σημαντικό βήμα, μια σημαντική κατάκτηση στις σχέσεις των ανθρώπων. Μπορώ να πω ότι αποτελεί την κορωνίδα της ανθρώπινης εξέλιξης. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ένα έγκλημα, έναν φόνο, ούτε να είμαστε δέσμιοι της υποκρισίας της συγχώρεσης. Η ζωή όμως μας ζητά να συμφιλιωθούμε με το γεγονός, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να πορευτούμε».
Όσο κι αν είναι επίπονος ο τοκετός ενός άρτιου έργου, ο φίλος Δημήτρης μας κερδίζει, γιατί δημιούργησε με τόλμη μια ιστορία ανθρώπινη χωρίς λυρισμούς και εξάρσεις συναισθηματικές. Σημειώνω μόνο ότι, αν δεν κάνω λάθος, σε όλο το έργο δεν υπάρχει ούτε μια μεταφορά και παρομοίωση. Είναι μια γλώσσα λιτή, ουσιαστική και καίρια.
Ιδιαίτερα σήμερα που ο στείρος αντιγερμανισμός καλλιεργείται άκριτα, το βιβλίο αυτό μας κερδίζει, γιατί αποκαλύπτει τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, που μόνο η καλή τέχνη μπορεί να μας φέρει στο φως.