Στο σημείωμά μου της  8/11/18 σ’ αυτήν την εφημερίδα τόνισα, μεταξύ άλλων, την έμφυτη σχέση μεταξύ δημοκρατίας και επιστήμης και το πώς  η πρώτη αποτελεί προϋπόθεση για την άνθιση της δεύτερης και η δεύτερη εγγύηση για τη μακροημέρευση της πρώτης.

Ο εξαίρετος φίλος Γιώργος Κατσαράκης μού εκμυστηρεύτηκε ότι δεν πείστηκε.  Συμπεραίνω ότι το  ίδιο θα έχει συμβεί σε πολλούς από τους αναγνώστες. Το θέμα έχει πολλές και σοβαρές προεκτάσεις, γι’ αυτό και επανέρχομαι.

Για τη δημοκρατία ως προϋπόθεση της γνώσης, όπως και της τέχνης, δεν χωρεί αμφιβολία.  Αναφέρομαι στη μακρόχρονη πορεία του πολιτισμού, όχι σε βραχύβιες εξαιρέσεις.  Ο άνεμος της πνευματικής ελευθερίας έπνεε στην κλασσική Ελλάδα και τους ελληνιστικούς χρόνους ανεμπόδιστος από τον οποιοδήποτε απολυταρχισμό έως ότου και τα δυο, ελευθερία πνεύματος και πολιτεύματος, σαρώθηκαν από την ορμή των δύο νέων μονοθεϊστικών θρησκειών.

Είναι ενδιαφέρον ότι η Αναγέννηση ξεκίνησε πρώτα με την αναβίωση της τέχνης και της επιστήμης και ακολούθησε η περιστολή της  θρησκευτικής και κοσμικής απολυταρχίας.  Ακόμα και η λάμψη του Χαλιφάτου της Βαγδάτης μέσα στο σκοτάδι του Μεσαίωνα είχε ως κύριο χαρακτηριστικό την ανεξιθρησκία και την ελευθερία των ιδεών. Ο 20ός αιώνας φώτισε εκτυφλωτικά την άλλη όψη του νομίσματος.

Ο Χίτλερ έχασε τον πόλεμο πριν τον αρχίσει με την μαζική φυγή των κορυφαίων επιστημόνων στον ελεύθερο κόσμο, αποτέλεσμα ρατσισμού και μισαλλοδοξίας.  Η επικράτηση τσαρλατάνων που ανήγαν την κολακεία σε επιστήμη και τα γκουλάγκ που ακολούθησαν είχαν το ίδιο αποτέλεσμα στην ΕΣΣΔ.  Και στις δυο περιπτώσεις, η απολυταρχία έπνιξε την επιστήμη και η ψυχορραγούσα επιστήμη πήρε την εκδίκησή της αφήνοντας την απολυταρχία να καταρρεύσει κάτω από τον άνεμο της γνώσης που έπνευσε από την απέναντι όχθη.

Παραμένει όμως γεγονός ότι στις μέρες μας η «μεγάλη» επιστήμη εξαρτάται από μεγάλες χρηματοδοτήσεις –  σε πολύ μεγάλο βαθμό δημόσιες και σε μικρότερο ιδιωτικές – και για τον λόγο αυτό είναι «στοχευόμενες», δηλαδή συνοδεύονται με την πίεση παραγωγής αποτελεσμάτων για  άμεση εφαρμογή.

Το ερώτημα ποιος θέτει τους στόχους (όταν μάλιστα οι αρετές και οι αδυναμίες του μέσου επιστήμονα δεν διαφέρουν από αυτές του μέσου πολίτη) είναι εφιαλτικό και μέρος ενός γενικότερου προβληματισμού: Κινδυνεύει η επιστήμη να γίνει υποχείριο της κοσμικής εξουσίας;  Ασφαλώς ναι, αλλά μόνο όταν η εξουσία ξεφύγει από τον έλεγχο των πολιτών. Στα 75 χρόνια από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δημοκρατία και επιστήμη βάδισαν μαζί, μαζί επέλεγαν τους στόχους τους  και μαζί μεγαλούργησαν.

Σε στιγμές που κινδύνευσε η ισορροπία, οι διορθωτικές επεμβάσεις ήταν καίριες, πότε από τους ίδιους τους επιστήμονες, πότε από την πολιτική εξουσία και πότε, το συνηθέστερο, από το κοινό.  Η επαγρύπνηση είναι σημαντική, αλλά ακόμα πιο σημαντική είναι η δύναμη των θεσμών.

Η ακεραιότητα των θεσμών μάς φέρνει ακόμα πιο κοντά στις μέρες μας και στον τόπο μας.  Είναι ενδιαφέρον ότι οι ανά τον κόσμο δημοσκοπήσεις δείχνουν μια, στατιστικά ισχυρή, τάση για τα ακραία κόμματα, ή τις ακραίες θέσεις, να μειονεκτούν μεταξύ αυτών με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλες κοινωνικές ομάδες (ακόμα και μετά τη διόρθωση λόγω διαφοράς εισοδήματος).

Η ίδια τάση σημειώθηκε και στις τελευταίες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Ασφαλώς κανείς δεν έχει υποχρέωση να παίρνει μαθήματα από κάποιον άλλον και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να απαιτεί να τον υπολογίσουν περισσότερο από κάποιον άλλον.

Όμως μια προέκταση είναι αναπόφευκτη. Η κρίση έδιωξε από την Ελλάδα εκατοντάδες χιλιάδες πτυχιούχους.  Πως μπορούμε να περιμένουμε την επιστροφή τους αν οι ακραίες φωνές,  για οποιοδήποτε λόγο και οποιασδήποτε κατεύθυνσης, αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή στην πολιτική ζωή της χώρας;

 

*Ο Λευτέρης Ζούρος  είναι ομότιμος καθηγητής  Πανεπιστημίου Κρήτης,  αντεπιστέλλον μέλος  της Ακαδημίας Αθηνών