Πολλές φορές ακούς ότι: Με το παρελθόν κτίζεται το μέλλον, το παρελθόν προδιαγράφει το μέλλον, αλλά και όποιος ασχολείται με το παρελθόν, δεν έχει μέλλον. Τελικά κάθα είς κι ο νους του. Όσο πιο πολλές και δυνατές εμπειρίες έχεις, τόσο πιο μεγάλη σου φαίνεται ότι ήταν η ζωή σου. Ο πρωθυπουργός του Μάο, ο Πιγκ έλεγε ότι η πείρα, η εμπειρία είναι σαν τη χτένα που χτενίζεις τα μαλλιά και αποκτάς τη χτένα, όταν δεν έχεις μαλλιά να χτενίσεις. Πολλές φορές μου λένε επικριτικά: Όλα σου τα απωθημένα τα κουβαλάς. Εγώ; Όλη μου τη ζωή την κουβαλώ, αυτή ήταν η ποιότητά της,
Κάνοντας το χρέος μου προς την Πατρίδα βρέθηκα μετά το πανεπιστήμιο μαθητής στο τότε φρενοκομείο στη Σχολή Αξιωματικών. Μεγάλη ήταν η χαρά μου όταν κάποτε με είχαν βάλει σκοπιά στα καύσιμα, μια Κυριακή από τις έξι το πρωϊ μέχρι μια μετά το μεσημέρι. Ήταν ένας λόφος περίκλειστος γεμάτος βαρέλια και δεξαμενές, καύσιμα του στρατού. Άνοιξη καιρός, όλα στο φόρτε τους.
Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν με έβλεπε, ούτε που με άκουγε κανείς στον κλειστό αυτό χώρο, άρχισα να ουρλιάζω, να ψάλλω, να βλαστημώ, να κάνω το διοικητή να ρίχνω φυλακή στους μαθητές, να χορεύω με ντάμα το τουφέκι, να τραγουδώ κλπ. Κλέβοντας από τον Καζαντζάκη, που ερμήνευσε κάποτε ο Μάνος Κατράκης στο Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα τη φράση «μωρέ κουζουλέ», άρχισα να φωνάζω, αλλά δεν μου απολογούνταν ο απέναντι λόφος «μωρέ κουζουλέ» γιατί δεν υπήρχε λόφος. (Ηχώ – αντήχηση ).
Χαράς ευαγγέλια. Ήμουν ελεύθερος στη φυλακή, σκεφτόμουν ότι ήθελα, έλεγα ότι ήθελα, έκανα ότι ήθελα και δεν μου φώναζε ούτε με απειλούσε κανείς. Αφού εκτονώθηκα κάπως, περπατούσα με το τουφέκι στον ώμο για το φόβο των Ιουδαίων. Όλη μου η ζωή πέρασε από το μυαλό μου σαν ταινία.
Ψηλά ήταν ο Ήλιος όταν άρχισαν πάλι να χτυπούν τα βαρέλια, όπως όταν φοιτητές, με τον μακαρίτη τον Κρασονικολάκη τον Δημήτρη είχαμε πάει νυχτοφύλακες σε μια περιοχή στην Αθήνα και χτυπούσαν όλη τη νύχτα τα βαρέλια και μείς εξεγλωσσιστήκαμε να τρέχομε από τη μια άκρη στην άλλη, για να πιάσομε τον κλέφτη. Μετά μάθαμε ότι χτυπούνε από τη διαφορά θερμοκρασίας μέρας – νύχτας. Δεν ξαναπήγαμε.
Εκεί που περπατούσα προσγειώνεται μπροστά μου (αλτ, μέχρι εδώ) ένας κορυδαλλός (πουλί). Καμαρωτός, με το λοφίο του το επιβλητικό, μου έκανε νάζια, τρελίτσες και φαινόταν έτοιμος να πηδήξει και να κάτσει στο τουφέκι. Έδειχνε πολύ επικοινωνιακός, που αν γνωρίζαμε ο ένας τη γλώσσα του άλλου, ίσως να κάναμε και κοινωνικές σχέσεις. Τον ζήλεψα, ήθελα να ήμουν στη θέση του, να πετάξομε μαζί, να χαθούμε στον ουρανό, ελεύθεροι.
Σαν παλιός κυνηγός με τη σφεντόνα είχα σπουδάσει τα πουλιά, αν και τίποτα δεν είναι τυχαίο. Κάνοντας τον αδιάφορο κρύφτηκα σε μια γωνιά. Εκείνος αφού βεβαιώθηκε ότι έφυγα, πετά ψηλά και με βουθιά κάθεται πιο πέρα για δευτερόλεπτα και μετά φεύγει. Πάω, βλέπω μια φωλίτσα με μικρά, που άνοιγαν το στόμα τους. Θα σε πιάσω πονηρέ, σκέφτηκα. Με ειδικό χόρτο, κάνω μια πλεξίδα, την τρίβω και γίνεται σπάγγος.
Την κάνω θηλιά, την τοποθετώ επιδέξια στη φωλιά, φεύγω και σε λίγη ώρα είχε πιαστεί. Τον πήρα στα χέρια μου κατατρομαγμένο, τον καμάρωσα, τον χάϊδεψα, του τόνισα ότι πιο πονηρός ήμουν εγώ και τον άφησα να πάει στα μωρά του.
Ο κορυδαλός ήταν αφορμή και ιδρύσαμε με μερικούς άλλους το Σύλλογο Ωδικών Πτηνών Ηρακλείου και μετά από μερικά χρόνια έγινα μέλος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ορνιθολογίας.
Ναι, αλλά δυστυχώς ανηφόριζε ο συνάδελφος να με αλλάξει, είχε μεσημεριάσει, ευχαριστημένος για το δικό μου κυριακάτικο πρωϊνό και για την υπηρεσία στην Πατρίδα, το όνειρο είχε τελειώσει, το κάτεργο σε περιμένει.
Ουφ … Τότε εσκόπευες και ψηλά – χαμηλά τον έβρισκες το στόχο, τώρα, αλλού σκοπεύεις και αλλού πάει.
* Ο Μανώλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής