Οκτώβρης του 1922. Τέτοιες μέρες το Μεγάλο Κάστρο έχει την όψη της μεγαλούπολης. Μία παράξενη κίνηση που θα την χαρακτήριζε ο καθένας μας θλιβερή και ρακένδυτη. Δέκα χιλιάδες άνθρωποι σε λίγες μέρες αυξάνουν τον πληθυσμό του. Δεν είναι και μικρό πράγμα για την Καστρινή Πολιτεία από τριάντα χιλιάδες ψυχές να αγγίζει τις σαράντα χιλιάδες! Ψυχές που ζουν μέσα στον πόνο και στη φτώχεια, ψυχές ταλαιπωρημένες από τα τόσα δεινά, όμως ψυχές που ελπίζουν! Δεν παύουν όμως να γεννούν πόνο και κλάμα.

Οκτώβρης του 1922. «Η συντεχνία των υποδηματοποιών συνελθούσα απεφάσισε όπως κατατεθούν στο ταμείο της περιθάλψεως προσφύγων διά του προέδρου της Μιχάλη Κασιμά το ποσό των 1.000 δραχμών. Αξίζει ένα μεγάλο εύγε στα μέλη του συμβουλίου της συντεχνίας και ελπίζουμε αυτή την ενέργεια να την μιμηθούν και άλλα σωματεία της πόλεώς μας, άλλωστε έχουν υποχρέωση έναντι των δυστυχών θυμάτων της Μικρασίας».

Αυτά αναφέρει η τοπική Ηρακλειώτικη εφημερίδα “ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ” στα τοπικά της σχόλια της 3ης Οκτωβρίου 1922 η οποία και συνεχίζει: «Ο Θεοφιλέστατος επίσκοπος Αρκαδίας Βασίλειος Μαρκάκης, δι’ ωραίας και συγκινητικής εγκυκλίου του, απευθυνόμενος προς τον υπ’ αυτόν κλήρον και τας Μονάς, συνιστά και υποδεικνύει την άμεσον ανάγκην προστασίας των προσφύγων. Θα ήταν ευχής έργον αν ο Θεοφιλέστατος Αρκαδίας κατόπιν συνεννοήσεώς του μετά των διαφόρων προυχόντων και ηγουμένων των διαφόρων μονών, εξασφάλιζε κατοικία εις τα διάφορα χωριά της περιφέρειάς του εις ένα αριθμόν προσφύγων αναλογούντα από 3 έως 10 οικογένειες, αναλόγως του πληθυσμού των χωριών. Αυτός θα είναι και ο μόνος τρόπος βοηθείας προς τους τόσο τρισδυστυχισμένους  αυτούς αδελφούς μας». Τέτοιες μέρες… που τους ντόπιους τους κυριεύει η μαγεία των πρώτων σταγόνων, της πρώτης βροχής.

Ήρθαν τα πρωτοβρόχια. Όμως εκείνοι; Πραγματικά ανθρώπινα ράκη, στριμωγμένα, άλλα σε φτωχόσπιτα, άλλα σε υγρές και ανήλιαγες αποθήκες, χωματένιες στην κατασκευή τους οι περισσότερες, αλλά πάνω σε πλάκες και άλλα ξαπλωμένα στο ύπαιθρο, κάνουν τους υπόλοιπους να τουρτουρίζουν από την υγρασία και το πρωτοεμφανιστικο κρύο της πρώτης βροχής! Πως να περιμένει κανείς την άλλοτε αυτήν όμορφη στιγμή και εικόνα που έφεραν οι πρώτες χοντρές στάλες και οι συνεχόμενες αστραπές, τα μπουμπουνητά που λέγαμε και στο χωριό μου.

Πως να περιμένει κανείς εκείνη την μοναδική μυρωδιά που βγάζει το ζεστό ακόμα χώμα, που δίνει την ευκαιρία στα πρώτα μικρά χόρτα να ξεπετιούνται στην πρώτη βροχή, το πέσιμο των φύλλων, τον γυρισμό του ζευγά (τότε που οι άνθρωποι καλλιεργούσαν τη γη με τον δικό της τρόπο), από το χωράφι για να ξεκουραστούν στη συνέχεια στο ζεστό τους σπιτάκι και τέλος τις καμινάδες με τους ασπρόφαιους βραδυνούς καπνούς. Πως να περιμένει κανείς όλα αυτά; Όταν γύρω του βλέπει ανθρώπινα συντρίμμια, πρόσωπα θλιμμένα, κορμιά αποδυναμωμένα, ανθρώπους που δεν έφταιξαν στο τίποτα και τώρα είναι από τους πιο δυστυχισμένους. Πως αλλάζουν τα πράγματα, πως έρχονται τα πάνω κάτω.

Εκείνοι που ζούσαν σε μέρη μοναδικής ομορφιάς, με κουλτούρα και πολιτισμό, με ανέσεις και πάμπολλες απολαύσεις, που έκαναν τον περίπατό τους στην προκυμαία της Σμύρνης, που έχοντας ως αφητηρία τα παράλια της Μικρασίας ξεχύνονταν ως τις πιο μακρινές γωνιές του κόσμου έχοντας ολόκληρες παροικίες γεμάτες ισχύ και δύναμη, επιδεικνύοντας μεγάλη εμπορική δραστηριότητα.

Και τώρα τί γίνεται; Όλα αυτά χάθηκαν, διαγράφτηκαν μέσα σε λίγο χρόνικό διάστημα. Όλεθρος, φρίκη, καταστροφή είναι οι λέξεις που ταιριάζουν σ’ αυτή την περίπτωση όμως και κάποιες εικόνες συμπληρώνουν αυτό τον πίνακα της δυστυχίας, εικόνες όπως μας τις περουσιάζει, ποιός άλλος; Από τον Ιωάννη Μουρέλλο μέσω των χρονογραφημάτων του, στα φύλλα της Νέας Εφημερίδας εκείνων των ημερών, με το ψευδώνυμο «Ι. Πύργος». Αποσπάσματα αυτών, σας παρουσιάζω:

“Στέκομαι στη γωνιά συλλογισμένος. Αντίκρυ μου είναι αναρίθμητα κεφάλια προσφύγων που στριμόχνουνται για να πάρουν σειρά για το συσσίτιο. Κεφάλια, κεφάλια απειράριθμα που το κορμί τους τα τεντώνει ψηλά κι έτσι βρίσκουνται στο αυτό ύψος. Παιδιά, γυναίκες, γέροι, γριούλες, όμορφα προσωπάκια κι άλλα σκελεφθρωμένα, με μάτια θολά, κομμένα, μα όλα περιχυμένα με μια θλίψη, με μια οδύνη που φέρνει τα δάκρυα. Δε μιλούν, κανένας δε μιλεί. Δε γελούν, κανένας δε γελά. Και τα παιδιά ακόμα και τα παιδιά πούχουν τροφή τους και ζωή τους το γέλοιο κι αυτά είναι αγέλαστα.

Τα πρόσωπά τους είναι θλιβερά και κλαιν χωρίς δάκρυα. Ο πόνος έχει φωλιάσει στις αδύνατες ζαρωματιές των αθώων προσώπων τους και το δάκρυ είναι έτοιμο να γλυστρήσει απ’ τη γωνιά των ματιών τους.  Ω μικρά μου, άτυχά μου ελληνόπουλα!».

Και συνεχίζει με μία άλλη εικόνα!

«Μια γριούλα κατάκοιτος στις πλάκες της προκυμαίας είναι παράλυτη. Δεν μπορεί να μιλήσει· έχει παραλύσει ολόκληρο το κορμί της και η φωνή της δεν βγαίνει. Δίπλα της κάθονται δυό μικρά παιδιά το ένα 8 χρόνων τ΄άλλο 9 ως 10.

Ένας πρόσκοπος τα πλησιάζει.

– Πώς σε λένε;

– Θάνο

– Και σένα:

– Νίκο.

– Τί έχει η μαμά σας;

– Τη χτύπησαν.

Γέρνει ο πρόσκοπος πάνω της θλιμμένα και πονετικά και τη ρωτά. Μ’ αυτή δεν μπορεί να του πη λέξι. Τα παιδιά του δείχνουν ένα κομμάτι απ’ το κορμί της. Είναι κατάμαυρο, μπλάβο απ’ τις κοντακιές. Ο μικρός του λέει την ιστορία με την παιδιάστικη γλώσσα του.

– Την έρριξαν κάτω οι Τούρκοι και την πατούσαν. Αυτό είναι χτυπήματα με το κοντάκι του τουφεκιού.

Ο πρόσκοπος με τη βοήθεια κάποιου τη σηκώνουν, τη βάνουν σ’ ένα κάρρο και την πάνει στο νοσοκομείο. Παίρνει τα δύο παιδιά στο σπίτι του κι αφήνει τη δύσμοιρη μαννούλα στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Τα παιδιά δεν κλαίνε. Γελούνε. Ποιός ξέρει; Η αντίθεσις από τον περασμένο τρόμο τους φέρει τώρα χαρά και γελούν ακατάπαυστα».

Τέτοιες μέρες… Πέρασαν από τότε εκατό ολόκληρα χρόνια! Μικρασιατική Καταστροφή! Τέτοιες μέρες… που οι καπνοί εξαφάνιζαν όλους τους ορίζοντες, που οι Τούρκοι βιάζονταν να ολοκληρώσουν την καταστροφή. Που οι άνθρωποι υπέστησαν τα πάνδεινα, αφού άλλοι σφαγιάστηκαν, άλλοι πνίγηκαν, άλλοι εξορίστηκαν και πολλοί επίσης ανταλλάχτηκαν σαν πράγματα στα σκλαβοπάζαρα της εποχής εκείνης!