Όταν ο ορίζοντας του κόσμου σκοτεινιάζει, όταν τα σύννεφα μαζεύονται μαύρα στους ουρανούς της ιστορίας, όταν το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο, τότε εκείνο που έχει το μέγα χρέος να αναλάβει το ξύπνημα των ανθρώπων, ώστε να αντιληφθούν τον εφιάλτη που έρχεται, είναι το πνεύμα, όπως αυτό εκφράζεται και διακονείται από την πνευματική ηγεσία.

Δυστυχώς και στην εποχή μας, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στην ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας, ο ορίζοντας του κόσμου σκοτείνιασε επικίνδυνα και κανείς δεν ξέρει τι μέρα θα ξημερώσει αύριο, πώς θα είναι ο αυριανός κόσμος.

Η πανδημία, η συντελούμενη οικολογική καταστροφή, οι μεγάλες ανισότητες, η μετανάστευση και οι πόλεμοι (κυρίως η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία) έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον επικίνδυνο, μια μεγάλη απειλή, που κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα όλα όσα ο «πολιτισμένος» κόσμος θεωρούσε δεδομένα, ολόκληρο το παγκόσμιο πολιτιστικό, κοινωνικό, πολιτικό  και οικονομικό οικοδόμημα και να ρίξει την ανθρωπότητα στην άβυσσο του μηδενός. Όλα ετούτα φωνάζουν πως είναι η ώρα της πνευματικής ηγεσίας να υψώσει τη φωνή της, τη φωνή της συνείδησης εκείνης που είναι ταγμένη να υπηρετεί την αλήθεια.

Τι σημαίνει όμως ο όρος πνευματική ηγεσία; Έχει κάποιο νόημα ο όρος ή έχει καταντήσει κι αυτός ένας τρόπος του λέγειν; Αν διερωτηθεί κανείς επί του θέματος, είναι μάλλον βέβαιο ότι θα συμπεράνει ότι γύρω από τον πολυχρησιμοποιημένο αυτόν  όρο υπάρχει μια αοριστία. Για να προσεγγίσουμε τη σημασία του όρου, πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε την έννοια του πνεύματος. Συχνά ο πνευματικός άνθρωπος συγχέεται με τον, όπως λέγεται, διανοούμενο.

Ωστόσο, ο διανοούμενος είναι εκείνος που έχει συσσωρεύσει ένα ποσόν γνώσεων, το οποίο στη συνέχεια θα χρησιμοποιήσει στο προσωπικό του έργο. Αυτή, όμως, τη γνώση δεν είναι σίγουρο ότι θα τη χρησιμοποιήσει πάντα προς το καλό, επειδή η γνώση είναι δύναμη και η δύναμη μεταστοιχειώνεται εύκολα σε δυναστική εξουσία.

Στους διανοούμενος ανήκουν π.χ. οι επιστήμονες που, κλεισμένοι μέσα στη νηφαλιότητα του εργαστηρίου,  ασχολούνται αποκλειστικά με το επιστημονικό τους έργο, χωρίς όμως και να έχουν τον απόλυτο έλεγχο των ανακαλύψεών τους. Βεβαίως, ένας επιστήμονας μπορεί να είναι και πνευματικός άνθρωπος, αν λειτουργήσει με τον τρόπο που θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια.

Δεν ταυτίζεται, λοιπόν, πάντοτε ο διανοούμενος με τον πνευματικό άνθρωπο. Όταν ο άνθρωπος λειτουργεί γνησίως πνευματικά, τότε έχει «συναίσθηση της ευθύνης του έναντι της υπάρξεως και καταθέτει την προσωπική του μαρτυρία πρωτογενώς» (Χρήστος Μαλεβίτσης). Που σημαίνει ότι ο πνευματικός άνθρωπος βλέπει στην ανθρώπινη ύπαρξη την προσωπική του μοίρα, σαν να είναι ο πρώτος άνθρωπος και ο τελευταίος ταυτόχρονα.

Ο πνευματικός άνθρωπος εισδύει στην ιστορία, το πνεύμα του συμπάσχει με τους ανθρώπους, καθώς έχει συνείδηση της τραγικότητας της ιστορίας. Κινείται σε ένα βαθύτερο επίπεδο από την προβληματολογία της καθημερινότητας και καλεί τον άνθρωπο να ξεχωρίσει, μέσα από τις πολλές φωνές που ακούει καθημερινά, τις γνήσιες από τις κίβδηλες, τις εφήμερες από τις αιώνιες.

Για να συμβεί αυτό, ο πνευματικός άνθρωπος λειτουργεί ελεύθερα. Το πνεύμα, δηλαδή, δεν νοείται χωρίς την ελευθερία. Το πνεύμα είναι ελεύθερο, αφού και η ελευθερία μόνο πνευματικά μπορεί να νοηθεί. «Οὗ δὲ τὸ πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία», γράφει στην προς Κορινθίους επιστολή του ο Παύλος (3,17). Και επειδή το πνεύμα είναι ελεύθερο, για τούτο η πνευματική ελευθερία αφορά το πρόσωπο, όχι τις μάζες.

Πρόβλημα δημιουργεί και η λ. ηγεσία, όταν συνδέεται με το πνεύμα. Καθώς η λέξη έχει εισαχθεί στο πολιτικό λεξιλόγιο και εξυπηρετεί τις σκοπιμότητές του, δεν φαίνεται να έχει σχέση με το πνεύμα, που νοηματοδοτείται μόνον ως ελεύθερο, δηλαδή εκτός οργανωμένων συνόλων.

Η ηγεσία προϋποθέτει ένα είδος οργάνωσης της οποίας ηγείται ο ηγέτης της. Αυτό μπορεί να ισχύει για έναν στρατιωτικό ή έναν πολιτικό, όχι όμως και για ένα πνευματικό άνθρωπο (στην εκκλησία όπου χρησιμοποιούνται οι όροι «εκκλησιαστική ηγεσία» και «εκκλησιαστικός ηγέτης», κακώς χρησιμοποιούνται. Πρόκειται για μια έκπτωση και μια αλλοτρίωση του πνευματικού ρόλου της εκκλησίας και των ποιμένων της.).

Αλήθεια, τίνος ηγούνται άνθρωποι σαν τον Σωκράτη, τον Ηράκλειτο, τον Σαίξπηρ, τον Νίτσε, τον Ελύτη, τον Γκρέκο ή τον Σεφέρη; Όπως είναι φανερό, το πνεύμα απευθύνεται στον άνθρωπο γενικά και όχι σε οργανωμένες ομάδες. Το πνεύμα δεν έχει οπαδούς αλλά μαθητές, δεν έχει ηγέτες αλλά διδασκάλους. «Ο ηγέτης παύει να ηγείται με τον θάνατό του, ενώ ο πνευματικός οδηγός οδηγεί τις συνειδήσεις μέσα στους αιώνες», γράφει ο Χρήστος Μαλεβίτσης.

Υπ’ αυτή την έννοια, το πνεύμα και οι πνευματικοί άνθρωποι αφήνουν ανεξίτηλο το θετικό αποτύπωμά τους στην ιστορική διαδρομή του ανθρώπου, είναι οι μόνιμοι οδηγοί και διδάχοι, που ανοίγουν δρόμους όχι με τα όπλα ή την προπαγάνδα, αλλά με το να θέτουν τον άνθρωπο ως υπεύθυνο ενεργητή ενώπιον της ιστορίας και της τραγικής μοίρας του, να τον καλούν να λειτουργήσει δημιουργικά και με ήθος. Ως ελεύθερος άνθρωπος, με τη βαθύτερη έννοια της ελεύθερης συνείδησης, ο πνευματικός άνθρωπος δεν σκύβει τον αυχένα ενώπιον της ισχύος των δυνατών του κόσμου.

Ο πνευματικός άνθρωπος φανερώνει τη μικρότητα και τη γελοιότητα των δυνατών, ξυπνάει συνειδήσεις, ώστε να δουν το δύσμορφο πρόσωπο των δυναστών του κόσμου και να πάψουν να τους λατρεύουν, αφιονισμένοι από τις υποσχέσεις της ευμάρειας και την προβολή της δύναμής τους ή έχοντας λουφάξει μπροστά στο φόβο που απλώνουν πάνω από το κεφάλι τους τα όπλα και η βία που οι δυνατοί της πολιτικής και του στρατού ασκούν.

Το χρέος εκείνων που θέλουν να λέγονται πνευματικοί άνθρωποι είναι διαρκές, δεν έχει ημερομηνία λήξης. Σε κάθε εποχή, ιδιαίτερα όμως σε εποχές κρίσης, οι πνευματικοί άνθρωποι θα πρέπει να λειτουργούν ως τέτοιοι: να ξυπνούν συνειδήσεις, να εφημερεύουν στις ακρώρειες της ύπαρξης (όταν οι άνθρωποι μετεωρίζονται στα όρια της ζωής και του θανάτου, της ελευθερίας και της υποδούλωσης), να αγρυπνούν ανάβοντας το φως της ελπίδας μέσα στο σκοτάδι,  να εμψυχώνουν τους «κοπιώντες και πεφορτισμένους», να λειτουργούν συνεκτικά και λυτρωτικά για τους ανθρώπους, να δείχνουν το δρόμο υπέρβασης της μοναξιάς αλλά και του φόβου της ελευθερίας.

Γιατί ο άνθρωπος κάποτε βλέπει την ελευθερία ως απειλή και αναζητεί τρόπους να προφυλαχτεί απ’ αυτήν, δημιουργώντας  μόνος του τα δεσμά του ή αποδεχόμενος τα «ωραία» δεσμά που άλλοι κατασκεύασαν γι’ αυτόν.

Βαρύ το χρέος των πνευματικών ανθρώπων. Ένα χρέος, όμως, που δεν τους επιβάλλεται απ’ έξω, αλλά από την ίδια τη συνείδησή τους. (Γιατί υπάρχουν και οι έμμισθοι, οι διορισμένοι και κατ’ εντολή «πνευματικοί» άνθρωποι, αυτοί που έχουν ως επάγγελμα την τάχα καθοδήγηση των ανθρώπων.

Πρόκειται για τους «έξυπνους» προπαγανδιστές των πολιτικών (και όχι μόνο) συστημάτων, που θέλουν να παρουσιάζονται ως πνευματικοί άνθρωποι και που στην ουσία είναι λύκοι με προβιά προβάτων.)  Τι βλέπουμε σήμερα; Ανταποκρίνονται σ’ αυτό το χρέος τους οι πνευματικοί άνθρωποι, ανταποκρίνεται στο χρέος της η πνευματική ηγεσία;

Μια πρώτη παρατήρηση που πρέπει να κάνουμε είναι ότι και στην εποχή μας (όπως και σε άλλες εποχές) το πνεύμα είναι υποτιμημένο, για να μην πω περιθωριοποιημένο.

Οι λόγοι είναι πολλοί: η προτεραιότητα που δίδεται στην οικονομία και στην υλική ευμάρεια, η πίστη ότι τα προβλήματα όλα λύνονται από την τεχνολογία και την επιστήμη, η υποχώρηση της πίστης στο υπερβατικό, ο επιφανειακός τρόπος που αντιμετωπίζονται όλα τα θέματα από τον καθημερινό άνθρωπο (συνάρτηση σε μεγάλο βαθμό της εικονικής πραγματικότητας της τηλεόρασης και του διαδικτύου), οι εύκολες, εφήμερες σχέσεις κ.ά.

Υπάρχουν, βέβαια, πνευματικοί άνθρωποι, αλλά είτε δεν μιλούν είτε δεν πείθουν πλέον, επειδή οι μεγάλες ιδέες που έθρεψαν την ανθρωπότητα αποδείχτηκαν στα χρόνια μας έωλες και αντιανθρώπινες και οι άνθρωποι ένιωσαν πολλαπλώς προδομένοι. Όταν, εξάλλου, ζεις σε έναν κόσμο που λατρεύει την ύλη, ποια θέση μπορεί να έχει το πνεύμα; Και για να εξηγηθούμε: όταν μιλώ για ύλη και πνεύμα, δεν μιλώ μανιχαϊστικά και δυϊστικά, δηλαδή από τη μια το καλό πνεύμα και από την άλλη η κακή ύλη.

Το πνεύμα καταφάσκει την ύλη, αλλά αρνείται την υλοφροσύνη, σέβεται την ύλη αλλά αρνείται την αποθέωση και απολυτοποίησή της. Στο πλαίσιο αυτό ενός  κόσμου που αποθεώνει και λατρεύει την ευμάρεια, τον πλούτο, το γκλάμουρ, τη δημοσιότητα, τη δύναμη και την εξουσία, το πνεύμα ασφυκτιά, αδυνατεί να λειτουργήσει ως δύναμη μεταμορφωτική των συνειδήσεων. Έτσι, οι πνευματικοί άνθρωποι συχνά νιώθουν περιθωριοποιημένοι, απογοητευμένοι, χωρίς αυτοπεποίθηση, χωρίς πίστη στο έργο και την αποστολή τους.

Ωστόσο, σήμερα που η ανθρωπότητα βρίσκεται ενώπιον μεγάλων προκλήσεων και κινδύνων τέτοιων που εγείρουν απειλές κατά της ίδιας της ζωής, οι πνευματικοί άνθρωποι οφείλουν και πάλι να υψώσουν τη φωνή τους ενάντια στον πόλεμο, στην οικολογική καταστροφή, στη φτώχεια, στον ρατσισμό και την εκμετάλλευση.

Το κυριότερο όμως είναι να δείξουν στον άνθρωπο το δρόμο της ελευθερίας, να τον εμβολιάσουν με τη δύναμη του πνεύματος, να τον βοηθήσουν να συνειδητοποιήσει τα προβλήματα και να αποκτήσει ήθος ελεύθερο, να του ανάψουν το φως της συνείδησης μέσα στα σκοτάδια της νύχτας που απειλεί τη ζωή, να τον βοηθήσουν να γίνει πρόσωπο και να σχετιστεί με τον άλλο, να του δώσουν ελπίδα και δύναμη, ώστε να ζητήσει τη βελτίωση της δημοκρατίας και της ζωής, να αναζητήσει την παιδεία που επιφέρει την καλή αλλοίωση της συνείδησης.

Οι πνευματικοί άνθρωποι πρέπει να βγουν δυναμικά μπροστά και να καταγγείλουν όλα όσα αλλοτριώνουν τον άνθρωπο, να αντισταθούν στον πόλεμο και σε όλα τα δεινά που ταλανίζουν την ανθρωπότητα, να δείξουν τη «γυμνότητα» των πολιτικών. Όχι, βέβαια, ότι θα αλλάξουν την ιστορία της ανθρωπότητας.

Θα αλλάξουν όμως τη συνείδηση μικρών ή μεγαλύτερων ομάδων ανθρώπων, που θα αποτελέσουν τη «μαγιά», το προζύμι που θα κάμει τη ζύμη ψωμί, τη μικρή πνευματική δύναμη που θα κρατήσει αναμμένη τη φλόγα του πνεύματος, δηλαδή την ελπίδα πως τον τελευταίο λόγο δεν τον έχει το Κακό. Καιρός του σιωπάν, καιρός του ομιλείν. Το φως δεν πρέπει να μένει κρυμμένο «υπό τον μόδιον» (Ματθ. 5,15), αλλά να απλώνεται και να φωτίζει. Αυτός είναι ο ρόλος του ή, καλύτερα, η ουσία του.