Του Μανόλη Σπανάκη*

Αν και δεν μου πέφτει λόγος, γιατί δεν με παίρνει, γιατί έφαγα τα ψωμιά μου, αν και ξέρω το τραγουδάκι: Μη χτυπάς, ποτέ μη χτυπάς μια πόρτα κλειστή, που κανείς δεν σ’ ακούει… ξέρω όμως και το άλλο: Όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλο τα ίδια μένουν…

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί… στο πρώτο ξάφνιασμα της νιότης. Θεριά οι άνθρωποι… λέει ο Βάρναλης. Μετά που θα νοικοκυρευτεί το κάθε παιδί στην οικογένειά του, νομίζει, και έτσι είναι, ότι όλος ο κόσμος είναι δικός του, όλα μπορεί να τα κάνει και όλα μπορεί να τα απολαύσει.

Και έρχεται ο παιδοτρίβης, ο δάσκαλος, που πρώτο μέλημά του είναι πώς θα προκαλέσει, πώς θα εντυπωσιάσει, πώς θα κερδίσει το παιδί, μπαίνοντας στο μυαλό του και γενικά στα θέλω του, πλάθοντάς το σαν την πλαστελίνη. Σιγά-σιγά όμως ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει δρόμος στρωμένος, αλλά πρέπει να χαράξει το δικό του μονοπάτι. Έλα όμως που είναι δύσκολο, γιατί δέχεται μιλιούνια πληροφορίες από τα διάφορα μέσα, κυρίως ηλεκτρονικά, δεν μπορεί να τις διαχειριστεί και χιαρχινίζει (το πιάνει πανικός), πελαγώνει και εγκλωβίζεται στην εικονική πραγματικότητα. Σαν να τονε ποτίζουνε αψιθιά (ισχυρό παραισθησιογόνο ποτό) και γίνεται έρμαιο των πληροφοριών που το βομβαρδίζουν. Να εικονικούς φίλους, γκόμενες, ευκαιρίες στη ζωή, απολαύσεις και ό,τι άλλο επιθυμίσει. Αυτοπαγιδεύεται, χωρίς να το καταλάβει, εθίζεται  σ’ έναν κόσμο φανταστικό, ε- πενδύει σ’ αυτόν και έτσι όλη του η ζωή γίνεται μια ψευδαίσθηση αναγνωρισιμότητας και συντροφιάς. Την ίδια στιγμή βρίσκεται εδώ, στον ουρανό, στο υπερπέραν και όπου βάνει ο νους του. Γίνεται μονοχικό άτομο και με ένα καφέ στο χέρι ζεστό ή κρύο, ανάλογα με την εποχή, μπορεί να τρώει, να μιλεί, να χορεύει, να δουλεύει, να κάνει σεξ κλπ. Άρα δεν απολαμβάνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Γιατί να έχει γίνει τόσο αστεία και επιπόλαια η ζωή;

Πιτσιρικάδες είχαμε πάει με τον ξάδελφό μου τον Κωστή σε διπλανό χωριό, που γινόταν οι γυμναστικές επιδείξεις του δημοτικού σχολείου. Στον πανηγυρικό του ο δάσκαλος (δεν ακούγαμε τι έλεγε) είπε κάτι συμβολικό: Μπορεί κανείς να μασά και να σφυρίζει; Και πρόσθεσε: Όχι βέβαια. Μια βδομάδα γελούσαμε στην προσπάθεια να μασού- με και να σφυρίζουμε.

Πού ’σαι, δάσκαλε, να δεις, που τώρα τα κάνουν όλα, μόνο που σήμερο μασάνε αέρα κοπανιστό.

Μ’αυτά και μ’αυτά, όσο και να προσπαθείς ν’ αγιάσεις, δεν σ’ αφήνουνε. Ο πολιτισμός, η εξέλιξη, η βελτίωση των συνθηκών της ζωής είναι μεγάλο κατόρθωμα, αρκεί να προσπαθήσεις να τα διαχειριστείς. Να διαχειριστείς τα προτερήματά σου, τα ελαττώματά σου, τις αδυναμίες, τις προτεραιότητές, τους στόχους και να έχεις πάντα στο νου σου, πού θα σε βγάλουν όλα αυτά, γιατί δεν είναι δεδομένο τίποτα. Τα εργαλεία που είναι το μυαλό, η ψυχή, το σώμα τά’χεις και θα σε βοηθήσουν να αναδειχθείς σύμφωνα με τις προκλήσεις των εποχών.

Γιατί γυρεύεις αφεντικά, δραγουμάνους στη ζωή σου, που εν ονόματι της αυτού μεγαλειότητας του υπολογιστή, που είναι η πρώτη σου κίνηση το πρωϊ και η τελευταία το βράδυ, έχεις υποκαταστήσει τη φύση, που σε ψάχνει όλες τις εποχές να σου δώσει ενέργεια, να τη γευτείς, με όποιο τρόπο σε ευχαριστεί και να δοξάζεις το Θεό για το μεγαλείο του.

Και εκείνοι γυρεύουν να εξαρτήσουν ανθρώπους με χαμηλή αυτοεκτίμηση, με αδυναμία διαχείρισης συναισθημάτων, με αδυναμία επικοινωνίας. Γι’αυτό χρειάζεται στήριξη, αποδοχή και αγάπη από το περιβάλλον σου. Σας έχει τραβήξει κανείς φωτογραφία σε μια  οικογενειακή κυριακάτικη έξοδο γύρω από το τραπέζι, να είναι προσηλωμένος ο καθένας στο ρουφιάνο του σπιτιού, το κινητό και να ζει ο καθένας στον κόσμο του;

Δεν θα βρεθεί κανείς να σου χτυπήσει το καμπανάκι, που δε βλέπεις την παγίδα, μόνο το τυρί; Σού’χουν αποσυνδέσει τα φρένα, για να φας τα μούτρα σου, γιατί αυτό θέλουν, γιατί είσαι αναλώσιμο υλικό.

Ξέρεις ποιος είσαι τελικά;

Ουφ… αχ! Βρε κότα στο κοτέτσι, πώς περνά η ζωή σου έτσι; Εκουζουλάθηκες, μωρέ;

* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος  καθηγητής