Μετά την Αποκριά όλο και πλησιάζουμε στην Κυριακή του Πάσχα, για να γιορτάσομε την κορύφωση της μεγαλύτερης Χριστιανικής γιορτής, την Ανάσταση του Χριστού μας, που είναι μαζί και γιορτή της νίκης του Σωτήρα πάνω στο μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπινου Γένους, το θάνατο.
Αλλά ας δούμε πώς το Χριστιανικό Πάσχα καθιερώθηκε από την εκκλησία μας:
Οι Χριστιανοί πήραν τούτη τη Μεγάλη Γιορτή από τους Εβραίους αλλά της έδωσαν καινούριο περιεχόμενο με την Ανάσταση Κυρίου.
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος το 325 μ.Χ. όρισε να γιορτάζεται το Χριστιανικό Πάσχα την α΄ Κυριακή μετά την Πανσέληνο της Εαρινής Ισημερίας για δυο λόγους: 1) για να διαφοροποιηθεί από το Πάσχα των Εβραίων που γιορταζόταν ανήμερα την Πανσέληνο και 2) για να εναρμονιστεί με το ιστορικό Γεγονός της Ανάστασης του Χριστού που συνέβηκε μετά το Εβραϊκό Πάσχα.
Προηγείται, βέβαια, της Μεγάλης Γιορτής η μακρά περίοδος της Μεγάλης Σαρακοστής, που γίνεται η προετοιμασία του πιστού, για να μπορέσει να παραστεί στο Θείο Δράμα και το χαρούμενο Γεγονός της Ανάστασης. Ακολουθεί μετά η χαρμόσυνη περίοδος των πενήντα ημερών που έχομε μέσα σ’ αυτήν κι άλλες κορυφώσεις του θριάμβου του Χριστού: την Ανάληψη που είναι η επιστροφή του Υιού στον Πατέρα, οπότε παίρνει την εκ δεξιών του Πατρός θέση του και την Πεντηκοστή οπότε στέλνει το Άγιο πνεύμα στους Μαθητές του.
Μέσα στο διάστημα αυτό του Πάσχα έχουν ενταχθεί πολλά λαϊκά έθιμα σε διάφορα μέρη της Πατρίδας μας:
Στην παλιά Αθήνα λ.χ. στη γιορτή της Ανάστασης του Λαζάρου που προεικονίζει το θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού ζύμωναν κουλούρες και κουκουναρές αλλά αντί για αυγά έβαζαν πάνω καρύδια και τις έπλαθαν μακρουλές σε σχήμα ανθρώπου, γι’ αυτό τις λέγανε «Λαζάρους».
Την επομένη του Λαζάρου είναι η εορτή των Βαΐων με την θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Σχεδόν σ’ όλη την Ελλάδα εκείνη την ημέρα οι Χριστιανοί μαγειρεύουν ψαρικά διάφορα: βακαλάους, κολιούς, μπαρμπούνια κλπ. και λέει ο λαός:
Όταν είναι τω Βαγιώ, τρώμε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή τρώμε το παχύ τ’ αρνί.
Εμείς εδώ στην Κρήτη λέμε:
…και την άλλη Κυριακή, καλιτσούνι και ρακή.
Μια λαϊκή δοξασία αναφέρει πως όταν μαθεύτηκε ότι οι Εβραίοι καταδίκασαν το Χριστό σε Σταυρικό θάνατο, μαζεύτηκαν τη νύχτα όλα τα δέντρα κι αποφάσισαν να μη δώσουν το ξύλο τους για να φτιαχτεί ο Σταυρός. Μα όπως μέσα στους δώδεκα Αποστόλους βρέθηκε κι ένας Ιούδας, έτσι και μέσα στα δέντρα βρέθηκε η λοιδωριά κι αυτή μονάχα δε συμφώνησε. Όλα τ’ άλλα δέντρα την αποκήρυξαν κι είπαν να ‘ναι πάντα αφορεσμένη για την προδοσία της. Γι’ αυτό η λοιδωριά είναι καταραμένο δέντρο κι οι ξυλοκόποι στα βουνά δεν τ’ αγγίζουν για να μη λερώσουν το τσεκούρι τους και μαγαρίσουν την καθάρια όψη της φωτιάς.
Συνάμα όμως ο Σωτήρας με το Σταυρικό του θάνατο αγίασε το μέχρι τότε σύμβολο ντροπής, το Σταυρό και το μετέβαλε σε σύμβολο σωτηρίας και το ξύλο του Σταυρού το αποκαλούμε «Τίμιο ξύλο».
Ο Ιούδας
Ο προδότης Ιούδας μετανοιωμένος για την προδοσία του ήξερε πως ήταν αδύνατον να συγχωρηθεί με τα δάκρυα, όπως έκαμε ο Πέτρος που «έκλαυσε πικρώς» διότι τρεις φορές απαρνήθηκε το Χριστό. Στοχάστηκε, λοιπόν, τη Νύχτα του Δικαστηρίου να κρεμαστεί σε μια συκιά για να βρεθεί στην κόλαση κι έτσι μαζί με τους άλλους νεκρούς να λυτρωθεί και κείνος όταν θα κατεβεί ο Χριστός στον Άδη για να αναστήσει τους νεκρούς. Μα η συκιά όπου κρεμάστηκε λύγισε κι έμεινε εκεί μισοκρεμασμένος και δεν ξεψύχησε παρά μόνο όταν αναστήθηκε ο Χριστός.
Άλλα έθιμα:
Σε άλλα ελληνικά μέρη τα αυγά που γεννούνται τη Μεγ. Πέμπτη τα πηγαίνουν στην εκκλησία την ίδια μέρα κι άμα διαβαστούν στη λειτουργία, τα θάβουν σταυρωτά στ’ αμπέλια για να μη τα τρώει το βλαβερό σκαθάρι, αλλά προστατεύονται κι από άλλες ασθένειες.
Στην Κρήτη και στη Θράκη συνηθίζουν να κρατούν όλο το χρόνο της περυσινής Πασχαλιάς το αυγό. Το επόμενο Πάσχα το παίρνουν στην Εκκλησία όλη τη Μεγ. Εβδομάδα και «διαβάζεται». Και τη μέρα του Πάσχα το στρίβουν τρεις φορές κατά γης και το σπάνε. Αν το βρουν μέσα γερό το τρώνε και θεωρείται φάρμακο για τον πονόλαιμο.
Στον τόπο μας βάφομε κόκκινα αυγά τη Μεγ. Πέμπτη. Το ίδιο έκαναν και στην παλιά Αθήνα μα έβαφαν συνήθως τα αυγά της ίδιας μέρας και τα έβαφαν πριν τα Δώδεκα Ευαγγέλια, ύστερα τα τοποθετούσαν κοντά στα εικονίσματα.
Ακόμη, συνηθίζομε στον τόπο μας να φυλάμε κάθε χρόνο μέσα σ’ ένα καθαρό βάζο ένα κομμάτι προζύμι από το ζυμωτό της Μ. Πέμπτης μέχρι την επόμενη χρονιά, οπότε το ανανεώνομε, καίγοντας το παλιό στη φωτιά. Επίσης φυλάμε πάντα λουλούδια Επιταφίου που τα λέμε «καλορίζικα». Τα ξεραίνουμε και μ’ αυτά θυμιάζουμε τις εικόνες ή το σπίτι ή όποιον νομίζομε ότι τον έπιασε το «κακό μάτι».
Στην παλιά Αθήνα φύλαγαν τα κεριά του Επιταφίου και τα άναβαν όταν άστραφτε και βροντούσε, για να μη τους κάψει αστροπελέκι. Κι όταν τ’ άναβαν έλεγαν τους χαιρετισμούς της Παναγίας.
Σ’ όλο τον Ελληνικό χώρο υπάρχει το έθιμο να φέρνουν το Άγιο Φως στο σπίτι μετά την Ανάσταση, με τις λαμπάδες ή σε φαναράκια όταν φυσάει πολύ τη Νύχτα της Ανάστασης ή ακόμη και με τσιγάρο. Με τη φλόγα της λαμπάδας κάνομε σταυρό πάνω από την είσοδο του σπιτιού, για φύλαξη από κάθε κακό. Στην Κύπρο κάνουν το ίδιο αλλά φέρνοντας το άγιο φως χαιρετούν πρώτα τα δέντρα της αυλής λέγοντας: «Χριστός Ανέστη δέντρα μου».
Ο σπουδαίος ηθογράφος – συγγραφέας Βελισάριος Φρέρης, σύζυγος της γνωστής Ελληνίδας λογοτέχνιδας Μαρίκας Βελ. Φρέρη, καταγόμενος από το γραφικό νησί της Σύρου, γράφει στο θαυμάσιο βιβλίο του «συριανές ηθογραφίες» αρκετά έθιμα του ωραίου νησιού του.
Μεταξύ άλλων: «…το κάθε σπίτι έχει ζυμώσει από τη Μεγ. Πέμπτη Συριανά ψαθούρια, πασπαλισμένα με μπόλικο σουσάμι, «κολλίκια» στολισμένα με κόκκινα αυγά και «λαζάρους» ανθρωπάκια με κόκκινο αυγό για πρόσωπο. Τα θωρούνε και τα ρέγουνται και δε βλέπουν την ώρα ν’ αναστηθεί ο Χριστός, να τα γευτούν. Και τα παιδιά που δεν έχουν «πομονή» σαλιώνουν το δάχτυλό τους και μαζεύουν σουσάμι από τα πανέρια και το τρώνε»
Στην παλιά Αθήνα, τη δεύτερη Ανάσταση γίνονταν «αδερφοποιτοί» τα παλικάρια. Ο παπάς αφού τους διάβαζε τους όρκιζε στο Ευαγγέλιο, τους περίζωνε μ’ ένα μακρύ κόκκινο ζωνάρι και τους τραβούσε προς το ιερό. Ύστερα φιλιούνταν, φιλούσαν και του παπά το χέρι με μάρτυρα πάντα ένα κορίτσι και γίνονταν έτσι πιο δεμένοι κι από αδέλφια.
Στην Κρήτη όπως και σε πολλά μέρη της ελληνικής Πατρίδας συνηθίζουν ακόμη και σήμερα το κάψιμο του Ιούδα. Είναι ένα προχριστιανικό έθιμο με χαρακτήρα αποτρεπτικό ή καθαρτικό. Καίνε δηλ. το δαίμονα του κακού. Την ίδια σημασία έχουν και οι φωτιές που ανάβουν το Πάσχα για να εξορκίσουν λ.χ. το χαλάζι και να προστατέψουν τη βλάστηση από τους κινδύνους που την απειλούν.
Για τους Κρητικούς μα και για όλους τους Έλληνες το ωραιότερο έθιμο είναι ο οβελίας. Εκατομμύρια αρνάκια θυσιάζονται κάθε χρόνο στο γιορταστικό Πασχαλιάτικο ξεφάντωμα που γίνεται στις όμορφες ελληνικές εξοχές.
Τα παλιά χρόνια οι Έλληνες ήσαν ιδιαίτερα λιτοδίαιτοι σε αντίθεση με τους σημερινούς. Φασόλια και λαχανίδες έτρωγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι όπως μας πληροφορεί ο Αριστοφάνης μα και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς. Επί Χριστιανισμού, πάνω στην πραγματική στέρηση προστέθηκε και η θρησκευτική νηστεία. Μόνο το Πάσχα τρώγανε οι παππούδες μας γι’ αυτό καθιερώθηκε και το ρήμα «πασκάζω» που σημαίνει: «τρώγω πολύ και καλά».
Ύστερα, λοιπόν, από τη νηστεία ολόκληρης Σαρακοστής ο οβελίας που ψηνόταν και σκορπούσε λαχταριστή κνίσα μέσα στη γιορταστική ατμόσφαιρα ήταν τ’ όνειρο κάθε πιστού. Τότε, λοιπόν, που τα φαγώσιμα ήταν φτωχικά και η νηστεία Νόμος για κάθε Χριστιανό, ο ερχομός της Λαμπρής πέρα από το θρησκευτικό του χαρακτήρα είχε και την έννοια της καλοπέρασης και της χαράς.
«Αύτη ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή» διατρανώνει η Εκκλησία μας.