Ξημερώματα κατεβαίνω πάντα την 25ης Αυγούστου… Βιάζομαι να προλάβω τα χρώματα, να καλημερίσω το Φρούριο της Θάλασσας, τον ήλιο, τους γλάρους, τα  περιστέρια! Είναι η πιο γαλήνια στιγμή και ώρα της μέρας. Φτερουγίζει η ψυχή, γεμίζει, και κάποιες φορές συλλογάται τα περασμένα.

Τ’ Αυγούστου πέντε κ’ είκοσι ήτονε μέρα Τρίτη

σφαγή μεγάλη κάμανε στο Κάστρο εις την Κρήτη

Ακούσατέ μου να σας πω, καλά να φρουκιαστήτε

να μάθετε πως έγινε, όμως θα λυπηθήτε!*

Βαθύς ο αναστεναγμός, βαριές οι θύμησες. Κάθε χρόνο, τάμα το ’χω να μην ξεχνώ, να θυμίζω και σ’ εσάς τα περασμένα και πεπραγμένα του τόπου. Στο παγκάκι μου κάθισα. Δίπλα μου πάντα σύντροφος πιστός το ποδήλατο κι απέναντι ο Άρχοντας…

Κινήσαμε να λέμε, να θυμόμαστε, να συμπληρώνουμε τα κενά…

…Κι ο Τσάγκας  εφονεύθηκε κι όλη η φαμελιά του

Ο γυιός του μόνο σώθηκε κι η υπηρέτριά του

Η νύφη ντου ‘τονε εκεί, του Λυσιμάχου  η κόρη

Τη σχίσανε αζωντανή, οι Τούρκοι, οι αιμοβόροι.

Εσφάξανε τ’ αγόρι τζης, δέκα μηνώ παιδάκι…*

Μ’ αυτήν τη εικόνα είμαι από χθες και τριγυρνώ την ιστορία, το Μπεντενάκι και το Βεζίρ Τσαρσί. Νοιώθω παντού τη στάχτη από τα αποκαΐδια. Στα χαλάσματα προπατώ, ποτάμι τα αίματα, αποπνικτική η ατμόσφαιρα από τον καπνό, τη μαυρίλα. Ένα γιαταγάνι πάνω απ΄ το κεφάλι συνέχεια και φωνές, κλάματα, σπαραγμός.

Μπροστά στο σπίτι του Λυσίμαχου Καλοκαιρινού σταμάτησα. Φρίκη μόνο στα μάτια, κατασπαραγμένη η ψυχή. Όλοι , όλοι κομμάτια, νέοι, γέροι, παιδιά. Χρυσάφι σκορπισμένο και αιμοβόρικα χέρια που ανεμαζώνουν βιαστικά το θησαυρό, λάφυρο της νίκης, του φονικού. Κάηκαν όλα, μαζί άνθρωποι και κειμήλια από εκκλησιές , κανείς δεν ξέρει πόσα…

Κι εκείνη η Σκεύω, η όμορφη κόρη, η αρχόντισσα… Πόσες ιστορίες, πόσοι θρύλοι για την τύχη της! Κανείς δεν ξέρει, πολλοί είδαν, μίλησαν, δεν ήταν σίγουροι όμως. Χάθηκε; Πουλήθηκε στα χαρέμια της Ανατολής; Άντεξε τον πόνο, την κακουχία; Eπέστρεψε; Έζησε; Που; Πως; Θρύλος και παραμύθι, θύμα κτηνωδίας έτσι κι αλλιώς.

Τι συνέβη εκείνη την ημέρα, εκείνο το μεσημέρι της 25ης Αύγουστου που έμελλε να γραφτεί με τα πιο κόκκινα γράμματα στην ιστορία του τόπου; Την ξέρουμε λίγο πολύ την ιστορία, την έχουμε γράψει, την έχουν γράψει σπουδαίοι ιστορικοί,  δημοσιογράφοι, ερευνητές, κόσμος πολύς.

Εύκολο να βρείτε τα γραφόμενα πια, γι’ αυτό προτίμησα φέτος να αφεθώ σε εκείνες τις λεπτομέρειες που αδυνατεί το μυαλό να πιστέψει πως συνέβησαν τότε, πως ήταν αλήθεια, πως όλα εκείνα γίνανε εδώ. Σ’ αυτόν το δρόμο, σ’ αυτό το παγκάκι, με τη γαλάζια θάλασσα μπροστά που γίνηκε μαύρη και κατακόκκινη από το αίμα, τις «φωτιές», τη σκοτεινιά του τόπου…

Η σφαγή της 25ης Αυγούστου του 1898: Οι  διοικητές των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων  με τους ναυάρχους Μπέττολο για την Ιταλία, Σκρυδλώφ για τη Ρωσία, Ποττιέ για τους Γάλλους και Νοέλ για τους Άγγλους, έφτιαξαν νόμους και κανονισμούς Στις Πλακούρες των Κουνουπιδιανών τον Ιούλιο του 1898 .

Οι Μεγάλες Δυνάμεις πρωταγωνιστές της ιστορίας…

Στις Πλακούρες των Κουνουπιδιανών τον Ιούλιο του 1898 ξεκίνησαν όλα. Η τελευταία συνέλευση υπό την προεδρία του Ιωάννη Σφακιανάκη, που είχε σκοπό να εξετάσει το σχέδιο της προσωρινής διοίκησης της Κρήτης, έδωσε μια προκήρυξη που ήταν σημαδιακή και πολυσήμαντη. Οι  διοικητές των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων  με τους ναυάρχους Μπέττολο για την Ιταλία, Σκρυδλώφ για τη Ρωσία, Ποττιέ για τους Γάλλους και Νοέλ για τους Άγγλους, έφτιαξαν νόμους και κανονισμούς.

24 Αυγούστου του 1898. Οι Οθωμανοί καλούνται να παραδώσουν το φορολογικό γραφείο στο Τελωνείο κάτω στο λιμάνι κι έχουν συγκεντρωθεί στην πλατεία των Τριών Καμάρων περί τους 10.000 διαδηλώνοντας την άρνησή τους.

Την άλλη μέρα γινήκανε όλα. Αν και συμφώνησαν με τον  Άγγλο συνταγματάρχη Reid να παραδώσουν το φορολογικό γραφείο της Δεκάτης χωρίς αντιστάσεις  για καμιά ταραχή στους Χριστιανούς.  Ποιος μπορεί όμως να κρατήσει τον όχλο; Από νωρίς το πρωί άοπλοι Οθωμανοί κατέβαιναν στο λιμάνι. Τα τούρκικα μαγαζιά κλειστά. Παράξενος ο αέρας, ησυχία και υποψία… έκρηξης.

Λίγες μέρες είχε επιστρέψει στο Κάστρο  ο Στυλιανός Αλεξίου. Πρόσφυγας τα τελευταία δυο χρόνια μαζί με  όλη του την  οικογένεια στην Σάμο και στην Αθήνα, μα  σαν έλαβε τηλεγράφημα από τον Άγγλο ναύαρχο Τσερμάϊδ, που τον σεβόταν πολύ και τον θεωρούσε φίλο και σοβαρό άνθρωπο, το πήρε σαν αφορμή να γυρίσει. Τον καλούσε στο Μεγάλο Κάστρο, πίσω στην πατρίδα του, να αναλάβει το φορολογικό γραφείο… Εκείνος δέχτηκε  και να τώρα δεν ήξερε τι του΄χε φυλαγμένο η τύχη και η ώρα…

Ο γιος του Λευτέρης Αλεξίου γράφει πενήντα χρόνια μετά στην εφημερίδα Νέα Χρονικά σε συνέχειες όλη την ιστορία, όπως την έζησε ο Στυλιανός κι ο ίδιος σαν παιδί, ό,τι θυμάται!  Κι είναι συγκλονιστικές οι περιγραφές, απίστευτες, κι ό,τι σώθηκε από τότε και  μέσω της εφημερίδας “Σκριπτ” κι άλλων πολλών αθηναϊκών φυλλάδων…

Τους ανήξερους έκαναν οι Τούρκοι σαν φτάσανε οι δικοί μας το πρωί της 25ης Αυγούστου έξω από το φορολογικό γραφείο. Κανείς δεν είχε  κλειδιά, όλοι τους ώμους σήκωναν. Ο ίδιος ο Πασάς ένιπτε τας χείρας του σ’ αυτήν την υπόθεση και τότε αποφάσισαν οι Άγγλοι με δυο διμοιρίες από 40 στρατιώτες, τον Στυλιανό Αλεξίου, τον Γιώργη Βολονάκη και τον Πέτρο Μαριδάκη, νέο- διορισθέντες κι αυτοί ανώτεροι υπάλληλοι, να πάνε να σπάσουν την πόρτα…

Η σφαγή της 25ης Αυγούστου του 1898 που άλλαξε την ιστορία

2.30 το μεσημέρι ήτανε…

«…Ήμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε στη διάρρηξη , όταν ξαφνικά ακούσαμε μερικούς πυροβολισμούς κοντά στην Πύλη του τείχους… Να τι είχε συμβή: Την ώρα που εμείς επηγαίναμε να καταλάβωμε  το Φορολογικό Γραφείο, ο πολυάριθμος Τουρκικός όχλος είχε μαζευτεί κοντά στην Πύλη και ζητούσε να περάσει από αυτήν… Οι Άγγλοι στρατιώτες, που εφρουρούσαν εκεί, τους εμποδίσανε να περάσουν. Με αυτήν την αφορμή δημιουργήθηκε ταραχή και μέσα σ’ αυτήν ένας Τουρκοκρητικός εχτύπησε με μαχαίρι έναν Άγγλο στρατιώτη. Ο Τουρκοκρητικός αυτός επυροβολήθηκε ευθύς από τους Άγγλους και σκοτώθηκε….»**.

Η συνέχεια και πάλι γνωστή… Άοπλοι ήταν όλοι οι δικοί μας. Οπλισμένοι οι Οθωμανοί, μυριάδες και αλλόφρονες. Κτυπούσαν με σφαίρες στο ψαχνό. Πήραν ντενέκες με πετρέλαιο και λαντουρίζανε  όλα τα σπίτια τα χριστιανικά. Κανείς δεν τους προλάβαινε, κανείς δεν τους σταματούσε.

Η φωτιά άρχισε να καίει, να ρημάζει κι όσοι τρέχανε απ τους Χριστιανούς να σωθούν τους έκοβε στα δυο το μαχαίρι των αλλόθρησκων… Κι άρχισαν τα δράματα, τα ξέφρενα  γεγονότα. Σκοτώθηκαν Άγγλοι στρατιώτες και Καστρινοί εκατοντάδες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Πηδούσαν από τα παραθύρια των σπιτιών κι άλλοι έπεφταν στη θάλασσα,  άλλοι διαμελίζονταν επιτόπου από τους Τούρκους.

Είδε τον αδελφό του το Γιώργη Αλεξίου να κείτεται στο χώμα, ο Στυλιανός, χωρίς να καταλαβαίνει τι του είχε  συμβεί, δεν μπόρεσε να σταματήσει,  έπρεπε να οδηγήσει όσους είχε υπό την προστασία του σε πιο ασφαλή τόπο. Και τα κατάφερε και τους πήγε στον δυτικό λιμενοβραχίονα στο υδροφόρο πλοίο  των  Άγγλων, το Turquise, κι αργά το βράδυ, σαν κουβαλήσανε κει τον αδελφό του τραυματία και την γυναίκα του Γεώργιου Χατζάκη, τη Μαργιόρα, με τα παιδιά της, ηρέμησε …

Κι ύστερα πήρα να ανεβαίνω το Βεζίρ Τσαρσί κι έστριψα λίγο το δρομάκι να μπω σε εκείνον τον μικρό παράλληλο δρόμο.

Η Πύλη του Μόλου

Στην Φραγκόκκλησα ήθελα να φτάσω του Αη Γιάννη του Βαπτιστή…

Καπνοί  πυκνοί, κατάμαυροι, υψώνονταν ίσαμε τον ουρανό. Δεν καταλάβαινα ουτ’ εγώ πως ήταν μεσημέρι. Ανάμεσα από πέτρες, ξύλα και φωτιές είδα εκείνη τη φιγούρα του πάτερ Αντωνίνου, λεπτή, ρακοφορεμένη, καψαλισμένη μα με μάτια που σπίθιζαν. Με χέρια ορθάνοικτα σαν μια τεράστια  αγκαλιά, εμάζωνε όλους τους Χριστιανούς να μπουν στην εκκλησιά, να σωθούν. Από ένα παραθυράκι με ένα  σκοινί κατεβαίνανε όλοι κι ήτανε  τόσο συγκλονιστικό να βλέπεις τα ταλαιπωρημένα κορμιά να προσπαθούν να σωθούν αιρούμενα για ελάχιστα λεπτά της ώρας.

Ανάμεσα τους η γριά θεια του Αλεξίου, η Ασπασία με τον γιο της, τον άλλο Στυλιανό, κι η άλλη θεια η Εσθήρ, με τον αδελφό της, Αλέκο. Τρυπώντας με μπαλτάδες τους ξύλινους τοίχους των σπιτιών κατάφεραν χωρίς να τους δουν να φτάσουν  ίσαμε εκεί. Ανάμεσα τους κι η Σοφία, η άγνωστη αγαπημένη του  Αλέκου. Όλοι, όλοι τα καταφέρανε στο τέλος και φτάσανε στον Άη Γιάννη.

Ο πάτερ Αντωνίνος, αιωνία η μνήμη του, ίσαμε 40 ψυχές έσωσε εκείνη την ημέρα. Ατρόμητος έστεκε στο κατώφλι κι έφραζε το δρόμο. Σαν μπήκαν στην αυλή της εκκλησιάς οι Τούρκοι με τα γιαταγάνια και τις χατζάρες τους, εκείνος τούς έδιωξε με θάρρος περισσό. Του ‘παν να σταθεί παραπέρα να σφάξουν τους γκιαούρηδες, όμως η δική του αδύναμη φωνή από το κουβαριασμένο σώμα του ακούστηκε για πρώτη φορά βροντερή πολύ ίσαμε κάτω την Πύλη του Μόλου:

«Μόνο απάνω στο κουφάρι μου θα περάσετε…». Οι Τούρκοι τρομάξανε, μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο. Τους εκυρίεψε αυτή η ανεξήγητη δεισιδαιμονία, που χαρακτηρίζει συχνά τους καθυστερημένους λαούς αντίκρυ στην αρετή. Και φύγανε με κατεβασμένα τα μούτρα…**

 25ης Αυγούστου
Κατέβηκα ξανά με τρόμο στα  μάτια και την ψυχή το δρόμο για τη θάλασσα κι εκεί είδα εκείνη την μοναδική γυναίκα που πάντα συγκλονίζει το είναι μου: Ονωρίνη Συνολάκη. Ψηλή, όμορφη πολύ και δυνατή στον πόνο. Της σφάξανε μπροστά στα μάτια της τον άνδρα και τα δυο της παιδιά, το ένα ήταν μωρό ακόμα.

«…Ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο του λιμεναρχείου. Ήταν ράκος υπάρξεως. Κι όμως ζούσε ακόμα. Από τα μάτια της τρέχαν ακόμα τα δάκρυα. Τα χείλη της εσάλευαν ακόμα για να δώσουν διέξοδο στο βαθύ της αναστέναγμα και να ψιθυρίσουνε το συντομότερο, το σπαραχτικώτερο  μοιρολόι… «Τα παιδιά μου, τα παιδιά μου».

Πλατύς επίδεσμος εσκέπαζε την πληγή της κεφαλής της, απ’ όπου πέρασε το τούρκικο γιαταγάνι. Και στο στήθος της, στην ποδιά της, στους ώμους της, παντού, το φτωχικό της φόρεμα ήτανε καταλερωμένο από πλήθος αίμα στεγνωμένο, ξερό, το αίμα των παιδιών της, που σφαχτήκανε στην αγκαλιά της…» Μέρες πολλές έμεινε εκεί στο ίδιο σημείο σχεδόν ασάλευτη.**

Λένε πως τη βάλανε με το ζόρι σε ένα καράβι γα την Αθήνα τις επόμενες μέρες κι εκεί μέσα, ξεψύχησε…

Απότομα με συνέφερε μια μικρή  γάτα που χαδιάρικα νιαούρισε στα πόδια μου. Μόνο ο μαύρος καπνός απ’ το καράβι, που ερχότανε κείνη την ώρα να αράξει στο λιμάνι, ήταν στον ουρανό. Σηκώθηκα, πήρα το ποδήλατο κι άρχισα να ανηφορίζω σκεφτική, πληγωμένη, στενάχωρη.

Τίποτα στο δρόμο, τίποτα δεν μαρτυρούσε το κακό…

Καμιά γραφή, ταμπέλα, κανένα σημάδι, όλα μόνο μέσα μου!

Στο Άγιο Τίτο έφτασα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Πλένανε τα μάρμαρα της πλατείας, στολίζανε τη μοναδική εκκλησιά. Γιορτή μεγάλη ξημέρωνε, του Αποστόλου Τίτου, κι όλα, όλα έπρεπε να ‘ναι όπως αρμόζει στον έναν από τους πολιούχους της πόλης μας…

Ένα κεράκι άναψα για τους εκατοντάδες επώνυμους και ανώνυμους που χάθηκαν τόσο άδικα και τόσο δραματικά  τότε! Πώς να΄ταν άραγε στην όψη; Ποιος του θυμάται πια;

Κι έφυγα μετά να προλάβω ανοιχτό τον Άγιο Ματθαίο του Σιναϊτικού Μετοχιού.

Εκεί είχε γραφτεί μια ακόμα ολόχρυση κι ολοκόκκινη σελίδα της σφαγής…

ΠΗΓΕΣ:

*Κωνσταντίνος Ζέρβας, «Αι εν Ηρακλείω σφαγαί της 25ης Αυγούστου 1898»

**Εφημερίδα Νέα χρονικά Εφημερίδα Νέα Χρονικά, 29/3/1948 – 28/11/1948

Εφ. Σκριπτ, Φύλλο 1084, Σάββατο 29 Αυγούστου 1898

Περιοδικό Στιγμές, 1998

Εφημερίδα Ανόρθωσις, 1930,εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ

https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/