Ήταν κομψότατος, αλλά όχι και ειλικρινής, ο πρωθυπουργός στο πρόσφατο έκτακτο διάγγελμά του. Άλλο ένα διάγγελμα καραντίνας. Της δεύτερης κατά σειρά, μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Μιας γενικευμένης καραντίνας, της οποίας το ενδεχόμενο να συνέβαινε, απέκλειαν κατηγορηματικά, μέχρι και πριν από λίγες εβδομάδες, τόσο ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όσο και οι στενοί του συνεργάτες.

Δεν άκουσα όμως στο διάγγελμα, καμία ουσιαστική αυτοκριτική από τον πρωθυπουργό της χώρας, για τις δικές του πολιτικές ευθύνες που αφορούν στη διαχείριση του δεύτερου κύματος της πανδημίας.

Αντίθετα μάλιστα, επικαλούμενος ο ίδιος την στήριξη που του παρέχει δημοσκοπικά η κοινωνία σήμερα, δεν παρέλειψε να κομπάσει για την υπεροχή της χώρας μας, έναντι των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, στην πορεία της πανδημίας. Προσπάθησε επίσης να εξηγήσει την απόφασή του να οδηγήσει τη χώρα στο δεύτερο lockdown, με κάποιες… δικαιολογίες.

Δεν υπάρχουν όμως δικαιολογίες εκεί στην κυβέρνηση, αφού είχαν την πρότερη εμπειρία της περασμένης άνοιξης, αλλά και τον χρόνο των οκτώ μηνών που μεσολάβησε από τότε μέχρι και σήμερα, να αξιολογήσουν τις προτεραιότητες και να δράσουν κατασταλτικά κατά του φονικού ιού, αμυνόμενοι αποτελεσματικά απέναντι στο δεύτερο κύμα της πανδημίας.

Αυτή η δράση όμως απαιτούσε τόλμη και χρήμα. Τόλμη, για να συγκρουστεί με τα συμφέροντα που λυμαίνονται τον χώρο της Υγείας και χρήμα, για να στηρίξει το Δημόσιο Σύστημα Υγείας.

Δεν είδαμε όμως, δυστυχώς, όλο αυτό το διάστημα να ενισχύονται ουσιαστικά τα Δημόσια Νοσοκομεία με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Δεν είδαμε να διευρύνονται οι μονάδες ΜΕΘ στα νοσοκομεία όλης της χώρας. Δεν είδαμε να διατίθενται προς την κοινωνία μαζικά διαγνωστικά τεστ. Δεν είδαμε να λαμβάνονται μέτρα για την αποσυμφόρηση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς στις μεγάλες πόλεις. Δεν είδαμε τίποτα από όλα αυτά να γίνονται.

Ακούμε όμως τους «υπεύθυνους» να μιλάνε αδιάκοπα για τις διαχρονικές παθογένειες του Δημόσιου Συστήματος Υγείας, χρησιμοποιώντας πάντα παρελθόντα χρόνο, όταν το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε αφορά το δύσκολο παρόν μας. Ακούσαμε και τον πρωθυπουργό, χαριτολογώντας βεβαίως, να ξεστομίζει ως δικαιολογία, την ατυχή αλλά επική ατάκα: «Δεν μπορούμε να γεννήσουμε λεωφορεία από το πουθενά!».

Έτσι φτάσαμε στην απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει για δεύτερη φορά την γενικευμένη απαγόρευση κυκλοφορίας, με ό, τι αυτό συνεπάγεται, για την υγεία, την κοινωνία και την οικονομία. Η κυβέρνηση, γνωστή και ως «κυβέρνηση της καραντίνας», προσηλωμένη εμμονικά στο δόγμα της «βλέποντας και κάνοντας», κατασπατάλησε το κεφάλαιο που συγκεντρώθηκε από τις θυσίες των ανθρώπων στην προηγούμενη καραντίνα, οδηγώντας για ακόμα μία φορά την κοινωνία στον αυτοπεριορισμό της, σε καθημερινή βάση πια, και στα επακόλουθα καταστροφικά αποτελέσματά του.

Η βιασύνη όμως της κυβέρνησης, λίγες μόνο ημέρες μετά την εφαρμογή των προηγούμενων μέτρων (και χωρίς καν να περιμένει να δει αν αυτά αποδώσουν), να σπεύσει να επιβάλει το 2ο γενικευμένο lockdown, καταδεικνύει το γεγονός πως η κατάσταση έχει ξεφύγει από τον έλεγχό της.

Ταυτόχρονα όμως παρατηρούμε την ίδια, να εργαλειοποιεί μια σειρά από ιδεολογήματα κατά το δοκούν, προτάσσοντάς τα ως πολιτικές παραμέτρους που ρυθμίζουν και διαμορφώνουν την σημερινή πραγματικότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο βέβαια, αποποιείται και τις δικές της πολιτικές ευθύνες έναντι των πολιτών.

Ξεκίνησε με το ιδεολόγημα -πυροτέχνημα- της «ατομικής ευθύνης», συνέχισε με την «στοχοποίηση των απείθαρχων νέων», καθιστώντας τους  ως τους «κύριους υπεύθυνους για την μετάδοση του ιού», και τώρα την παρακολουθούμε να προτάσσει ανενδοίαστα την «επιστήμη», ως τον «απόλυτο ρυθμιστή» της κατάστασης που διαμορφώνεται.

Θεωρώντας ότι η επιστήμη είναι υπεράνω πάσης υποψίας, αλλά κυρίως πάσης κριτικής, την χρησιμοποιεί ως άλλοθι των δικών της πολιτικών επιλογών, αλλά και ως «ασπίδα» αντίκρουσης επιθέσεων για τα μέτρα που επιβάλει η ίδια. Παρουσιάζει δε την επιστήμη ως αυτόνομη και αμερόληπτη, που δεν επηρεάζεται παρά μονάχα από τα δικά της συμπεράσματα.

Η παρουσία του Σωτήρη Τσιόδρα στο πλάι του πρωθυπουργού την ώρα του διαγγέλματος και η οικειότητα που δημιούργησε η κατ’ επανάληψη προσφώνησή του από τον πρωθυπουργό ως «Σωτήρη», καταργεί από μόνη της τα όρια αυτής της σχέσης και επισημαίνει την ταύτιση της επιστήμης με την εξουσία, προς όφελος βεβαίως της δεύτερης.

Όμως, η ανεξαρτησία της επιστήμης από την πολιτική έχει καταρριφθεί από την εποχή του Οπενχάιμερ, του «πατέρα της ατομικής βόμβας». Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, η πολιτική ισχύς μετριόταν με τα επιστημονικά επιτεύγματα που διέθετε η κάθε εξουσία, με σκοπό βεβαίως να τα χρησιμοποιεί η ίδια για την παραγωγή καταστροφικών όπλων.

Τη σχέση επιστήμης και εξουσίας την συναντάμε να αναλύεται διεξοδικά στο κορυφαίο έργο του Μπρεχτ υπό τον τίτλο «Ο βίος του Γαλιλαίου». Το έργο γράφτηκε για να σχολιάσει τη διαχρονική ευθύνη των ανθρώπων της επιστήμης, που συνθηκολογούν με την επικίνδυνη και ανεγκέφαλη εξουσία και προσφέρουν – ηθελημένα ή αθέλητα – τη γνώση τους σε αυτήν, με καταστροφικές όμως συνέπειες.

Ο Μπρεχτ, καταφανώς επηρεασμένος από την ατομική βόμβα, και αντίθετα με ό, τι εμείς μάθαμε από το διάγγελμα του πρωθυπουργού, υποστηρίζει και τεκμηριώνει το γεγονός ότι, η επιστήμη και η εξουσία, όχι μόνο δεν είναι ανεξάρτητες, αλλά πολλές φορές οφείλουν να έρχονται σε αντιπαράθεση και κάποιες φορές ακόμα και σε σύγκρουση.

Ο Μπρεχτ, στην προσπάθειά του να κατανοήσει την τεράστια επιστημονική μορφή του  Γαλιλαίου, υιοθέτησε την αντίληψη του κορυφαίου επιστήμονα ότι, «η επιστήμη είναι συνδεδεμένη με τον λαό και με τις ανάγκες του», και ως εκ τούτου ο επιστήμονας φέρει τις δικές του ευθύνες απέναντι στην κοινωνία και οφείλει να μην επηρεάζεται, ούτε να κατευθύνεται, και πολλώ δε μάλλον ούτε και να αποδέχεται να χρησιμοποιείται από την εκάστοτε εξουσία, για τη λήψη των πολιτικών της αποφάσεων.

Υπάρχουν σήμερα διακεκριμένοι επιστήμονες, διεθνούς εγνωσμένου επιστημονικού κύρους, που θεωρούν εντελώς λανθασμένη την ενέργεια της κυβέρνησης να επιβάλει εκ νέου γενικευμένη απαγόρευση κυκλοφορίας. Οι επιστήμονες αυτοί, αντί του καταστροφικού αυτού μέτρου που «κλειδώνει» την οικονομία, την κοινωνία, αλλά και την ίδια την υγεία, αντιπροτείνουν τα μαζικά διαγνωστικά τεστ, με τα οποία θα μπορούσε να ελεγχθεί αποτελεσματικά η διασπορά του ιού στην κοινότητα.

Είναι γνωστό ότι οι πολιτικές προτεραιότητες συχνά προηγούνται των επιστημονικών συμπερασμάτων, για συγκεκριμένους ιδιοτελείς σκοπούς. Η επιστήμη από την άλλη, όντας οικονομικά εξαρτημένη από τα διάφορα κέντρα εξουσίας, είναι πράγματι δύσκολο να ανατρέψει αυτές τις προτεραιότητες.

Η κριτική λοιπόν, τόσο απέναντι στην πολιτική, όσο και απέναντι στην επιστήμη, όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά επιβάλλεται κιόλας. Η αποστροφή στο λόγο του πρωθυπουργού, αναφερόμενος στην κριτική της αντιπολίτευσης, «να μην στοχοποιείται η επιστήμη για τις αποφάσεις που λαμβάνει η κυβέρνηση», είναι πέρα για πέρα υποκριτική. Υπάρχει αυτή η ισχυρή «σχέση», το γνωρίζουμε όλοι και το κατανοούμε.

Απαιτούμε όμως, να μην χρησιμοποιείται η συγκεκριμένη «σχέση», ως ακόμα ένα ιδεολόγημα από τους πολιτικούς μας, που γνωρίζουμε όλοι πόσο πολύ καλά μυημένοι είναι στην επιστήμη της… εξαπάτησης.

https://moschonas.wordpress.com