Σαρανταρά την λέει ο λαός μας. Για άλλους σαραντάμερο βέβαια. Πρόκειται για την περίοδο που αρχίζει την επόμενη μέρα της γιορτής του Αγίου Φιλίππου. Σταματάει πλέον η κρεοφαγία του φθινοπώρου, αφού έχουμε τη χειμωνιάτικη αποκριά. Έτσι στις 15 Νοεμβρίου αρχίζει η νηστεία των Χριστουγέννων. Μια καλή περίοδος για τους γεωργούς, επειδή τελειώνει εποχικά η προθεσμία για το όργωμα και την σπορά των χωραφιών. Καιρός τους είναι να ξαποστάσουν κι  αυτοί λιγάκι, αφού επίκειται ο χειμώνας με τα χιόνια του.

Ποιος ήταν όμως ο Άγιος Φίλιππας; Ήταν ένας γεωργός και έκανε χωράφι όλη τη μέρα της 14ης Νοεμβρίου. Το  βράδυ γύρισε σπίτι του εξαντλημένος και έδεσε τα βόδια του στο παχνί για να φάνε. Την ώρα που καθόταν του λέει η γυναίκα του, πως οι χωριανοί δεν έχουν κρέας για να αποκρέψουν, λόγω της μεγάλης φτώχειας που υπήρχε.

Τότε σηκώνεται και ο Άι Φίλιππας, πηγαίνει στο παχνί και παίρνει το καλύτερο του βόδι και το σφάζει. Στη συνέχεια μοίρασε το κρέας του στους φτωχούς οι οποίοι απόκρεψαν του συγχωρήσανε τα πεθαμένα όπως λέμε, έφαγε βέβαια και ο ίδιος με την οικογένειά του και κοιμήθηκε… Ξυπνάει το πρωί και να το θαύμα!

Το βόδι στη θέση του και φυσικά η χαρά αυτού του αγαθού ανθρώπου απερίγραπτη! Πεθαίνοντας ο Άι Φίλιππας άγιασε και τον γιορτάζουμε τη μέρα της αποκριάς. Μια νηστεία απαλή, όχι αυστηρή στην εκτέλεσή της. Επιτρέπεται η κατάλυση ψαριού που σε συνδυασμό με τα θερμαντικά όσπρια, κάνουν αυτή πιο εύκολη. Την τιμητική του βέβαια αυτή τη χρονική περίοδο έχει ο μπακαλιάρος, ο “φτωχογιάννης” του λαού μας. Παλιότερα η τιμή του ήταν χαμηλή, θεωρούνταν φαγητό των φτωχών και των ξωμάχων. Ένα κιλό μπακαλιάρου αγόραζε κάποιος πουλώντας μια οκά λάδι κάποτε. Σήμερα η τιμή του έχει ανεβεί και κάθε άλλο παρά “φτωχογιάννης” μπορεί να θεωρηθεί.

Για να πάρεις σήμερα ένα κιλό μπακαλιάρο καλό, χρειάζονται τουλάχιστο 3 κιλά λάδι. Ατέλειωτες είναι οι θύμησές μου για το έδεσμα αυτό. Θυμάμαι την μακαρίτισσα τη μητέρα μου στο χωριό μου Λαύκος, του Νοτίου Πηλίου τέτοιες μέρες της νηστείας, να τηγανίζει στην παραστιά του σπιτιού μας, όπως την έλεγαν, μπακαλιάρο ή πολλές φορές πάλι να τον ψήνει σε πήλινο τσικάλι με γιαχνερά αγριόχορτα. Γεύσεις μοναδικές, που χάνονται δυστυχώς μέρα με τη μέρα. Η περίοδος επίσης του σαρανταμέρου μας δίνει την ευκαιρία να θυμηθούμε και να μνημονεύσουμε τους νεκρούς μας. Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο του Δ. Λουκόπουλου που ακολουθεί, το οποίο αναφέρεται στην περιοχή της Αιτωλίας.

“Η σαρακοστή, μπροστά από τα Χριστούγεννα, λέγεται σαρανταήμερο. Τότε οι ιερείς κάνουν το “Σαραντάρι”, δηλαδή κάθε πρωί λειτουργούν για τις ψυχές. Η κάθε οικογένεια που θέλει να μνημονεύονται από τον ιερέα οι πεθαμένοι της, πρέπει να δηλώσει, στην αρχή της σαρακοστής αν θα μπει στο “σαραντάρι”.

Πριν από αρκετά χρόνια, τέτοιες μέρες, τα “σαρανταλείτουργα” είχαν κάποιο γραφικό και ξεχωριστό χαρακτήρα και φυσικά γίνονταν στα ξωκκλήσια με έναν συνδυασμό βέβαια, τόσο των νεκρών, όσο και των “έρημων” Αγίων. Οι τελευταίοι δέχονταν την τιμή αυτή σαν μνημόσυνο “μνήμη Αγίων”.

Με χαρά ψυχική και εκδρομική, μαζεύονταν πολλές γυναίκες, νεαρά κορίτσια κυρίως, συγκεντρώνοντας τα αναγκαία και έπαιρναν τον ιερέα προκειμένου να λειτουργήσει. Θεωρούνταν “ψυχικό”, να λειτουργεί μια ερημική και ξεχασμένη εκκλησούλα. Προϋπόθεση βέβαια αυτής της λειτουργίας ήταν το σκούπισμά της, το πλύσιμό της και φυσικά ο στολισμός των εικόνων της με λουλούδια του αγρού.

Είχαν μάθει να περιμένουν… αυτά τα ταπεινά ξωκκλήσια. Είχαν ανάγκη να τα ζωντανέψουν οι καπνοί του λιβανιού και ν’ ακούσουν τα λειτουργικά λόγια του ιερέα καθώς και τις ευχές, για ζώντες και νεκρούς. Ένας συνταυτισμός, όπως φαίνεται του “θνητού” (νεκρού και ζωντανού) στοιχείου των ανθρώπων, όπως τον απαιτεί η ίδια η φύση, αυτή που ξέρει να συμμετέχει με το δικό της τρόπο στην κάθε πρωινή λειτουργία.

Άλλες φορές με τον ήλιο, με τη βροχή, με τον αέρα, με τα δέντρα, τα λουλούδια και τα κελαηδήματα των πουλιών. Αξίζουν πολλά αυτά τα ξωκκλήσια, τα τόσα πολλά, διασπαρμένα. Με τόσες υπηρεσίες που πρόσφεραν από τη θέση που βρίσκεται το καθένα. Από τα βουνά, από τις ράχες, από τα ισώματα, από τις λαγκαδιές και από τα ακρογιάλια, πολλές φορές και από το κριτήρι (ακρωτήρια), αγναντεύοντας το συχνά μανιασμένο πέλαγος.

Έδωσαν πολλά, πρόσφεραν στέγη και καταφύγιο σε στρατοκόπους, σε πονεμένους, σε κυνηγημένους από κακοκαιρίες αλλά και πολέμους, σε ανθρώπους που χάθηκαν μέσα στη νύχτα, αλλά και σε ευλαβείς προσκυνητές. Θέλω δε θέλω μου έρχονται στο μυαλό μου τα ξωκκλήσια του χωριού μου! Ο Άι Νικόλας, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο έτερος Άι- Γιάννης στη Σάρα, ο Άι Θανάσης, ο Άγιος Παντελεήμονας και ο Βιγλάτορας Προφήτης Ηλίας που ατενίζει, ολόκληρο τον Παγασητικό κόλπο, αλλά και ένα μέρος του μόνιμα ταραγμένου Αιγαίου Πελάγους μαζί και τα νησιά των βορείων Σποράδων.

Σαρανταρά… οι μέρες της ιδιαίτερα μικρές, πολύ σύντομες ίσα-ίσα προφτάνουν οι άνθρωποι να τις χαρούν. Εξάλλου και η παροιμία το θυμίζει:

“Της σαρανταράς η μέρα,

“καλημέρα”- “καλησπέρα”.

Ίσως οι παλαιότεροι να προσπαθούν να τις μεγαλώσουν είτε με τα πρωινά “σαρανταλείτουργα” είτε με τα βραδινά “σπεροκαθίσματά” τους στις γειτονιές!