Το περασμένο φθινόπωρο, η κυβέρνηση προεξοφλούσε ότι η ενεργειακή κρίση θα ήταν υπόθεση ολίγων μηνών. Από τότε, εκατομμύρια καταναλωτές βρέθηκαν σε απόγνωση. Καταναλωτικές ενώσεις και δικηγορικοί σύλλογοι προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη κατά της περίφημης «ρήτρας αναπροσαρμογής», που ως γνωστόν μεταφέρει στους καταναλωτές όλο το ρίσκο του ενεργειακού «τζόγου».

Ακόμα και φιλικές προς την κυβέρνηση επιχειρηματικές ομάδες αντέδρασαν έντονα, καταγγέλλοντας άγρια κερδοσκοπία από τα καρτέλ που λυμαίνονται την ενεργειακή αγορά.

Οι αντιδράσεις της κοινωνίας, αλλά και οι πιέσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, εξανάγκασαν την κυβέρνηση να αναλάβει νομοθετικές πρωτοβουλίες για το πάγωμα, ή ακόμα και για την κατάργηση της περίφημης ρήτρας.

Οι τεράστιες όμως ζημιές που υπέστησαν, τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις, δεν μπορούν να αποκατασταθούν, ούτε με προσωρινά μέτρα ανακούφισης – όπως αποκαλούν τα μέτρα της παρηγοριάς τα διάφορα κυβερνητικά στελέχη – ούτε με επιδοματάκια εντυπώσεων, αλλά ούτε και με πρόχειρες τροπολογίες υποσχέσεων και εφησυχασμών.

Η αξιοπιστία των εξαγγελιών θα κριθεί ούτως ή άλλως στην πράξη, από τα αποτελέσματα στην αγορά ρεύματος που θα αποτυπωθούν και στους λογαριασμούς των καταναλωτών.

Καλό θα είναι πάντως, οι καταναλωτές «να κρατάνε μικρό καλάθι» για να χωρέσουν όλες οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού, που υποσχέθηκε πρόσφατα 600 ευρώ αναδρομικά σε κάθε καταναλωτή.

Λίγο αργότερα βεβαίως κοστολόγησε ο ίδιος το μέτρο στα 280 εκατ. ευρώ, που αφορά 4,2 εκατ. καταναλωτές.

Με μια πρόχειρη διαίρεση όμως διαπιστώνουμε εύκολα ότι στον καθένα από τους παραπάνω καταναλωτές αντιστοιχεί το «σατανικό» ποσό των 66,6 ευρώ. Έτσι, τα υπεσχημένα 600 ευρώ συνοδεύονται πλέον με την πρόθεση «έως».

Είναι παρήγορο πάντως το γεγονός ότι, έστω και με καθυστέρηση, η κυβέρνηση που μέχρι πρότινος αρνιόταν πεισματικά την παρέμβασή της στην χονδρική αγορά του ρεύματος, υιοθέτησε εν τέλει το ιβηρικό μοντέλο για το πάγωμα της ρήτρας αναπροσαρμογής.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι, τον περασμένο Φεβρουάριο, η κυβέρνηση χαρακτήριζε ως «παραμύθια» τις αναφορές της αντιπολίτευσης στα υπερκέρδη των εταιρειών στην χονδρική αγορά ρεύματος. Τον Μάρτιο δήλωνε ότι «ίσως και να υπήρχαν τέτοιου είδους κέρδη, αλλά αυτά θα ήταν ασήμαντα», ενώ τον Απρίλιο προανήγγειλε την φορολόγησή τους με συντελεστή 90%, εφόσον όμως τα εντόπιζε η ΡΑΕ. Σήμερα, οι αρμόδιοι υπουργοί μιλάνε πλέον ανοιχτά για «ουρανοκατέβατα κέρδη» των εταιρειών παραγωγής και παροχής ηλεκτρισμού.

Ο υπουργός Περιβάλλοντος δήλωσε πρόσφατα ότι με τον νέο μηχανισμό διαμόρφωσης της χονδρικής τιμής του ρεύματος, θα μειωθούν τα υπερκέρδη των παραγωγών ρεύματος και των ΑΠΕ κατά 1,6 δισ.  ευρώ, και αυτά αφορούν μονάχα το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Θα είχε βεβαίως εξαιρετικό ενδιαφέρον αν μπορούσαμε να μαθαίναμε – αλλά κάτι μου λέει ότι δεν θα το μάθουμε ποτέ – πόσα ήταν τα πραγματικά υπερκέρδη τους προηγούμενους δέκα μήνες ανοχής, πριν από την κορύφωση της ενεργειακής κρίσης.

Και ενώ, την περίφημη ρήτρα αναπροσαρμογής στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος την πληρώσαμε οι ίδιοι οι καταναλωτές, χωρίς καν οι περισσότεροι από εμάς να γνωρίζαμε τι ακριβώς πληρώναμε, την «ρήτρα αναπροσαρμογής της ζωής μας», αυτήν ποιος θα την πληρώσει; Γιατί δεν είναι μόνο το ηλεκτρικό ρεύμα που μας προκαλεί «ηλεκτροσόκ» ετούτο τον καιρό, και μας αναγκάζει να αναπροσαρμόσουμε τις ζωές μας σε ένα νέο μοντέλο επιβίωσης, γεμάτο με στερήσεις, με δυσκολίες, με αδικίες, με περιορισμούς και με απαγορεύσεις.

Είναι και όλα τα άλλα βασικά καταναλωτικά αγαθά, από τρόφιμα και ήδη πρώτης ανάγκης, μέχρι πάσης φύσεως προϊόντα και υπηρεσίες, που δοκιμάζονται από ένα πρωτοφανές, γενικευμένο και σαρωτικό κύμα ακρίβειας.

Οι αναπροσαρμογές της ζωής μας βεβαίως, είχαν ξεκινήσει από το 2010, με εξειδικευμένα προγράμματα «διαίτης» και με μεγάλες περιόδους εξαντλητικής «νηστείας», ακολουθώντας πιστά τα αυστηρά διαδοχικά «μενού» των μνημονίων που μας επεβλήθησαν, ενώ οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί μπήκαν στην καθημερινότητά μας τα δύο τελευταία χρόνια λόγω της πανδημίας που ακολούθησε.

Τώρα θα συνεχίσουμε την προσαρμογή, με αυστηρότερα προγράμματα στερήσεων και απαγορεύσεων – χωρίς όμως κανένας να γνωρίζει για πόσα χρόνια – εξαιτίας μιας νέας και παγκόσμιας αυτή τη φορά οικονομικής κρίσης, η οποία δύναται να εξελιχθεί σε κοινωνική ή ακόμα και σε διατροφική.

Έχουν ήδη αρχίσει τα «μαθήματα» – μαζί βεβαίως και με το απαραίτητο χαλαρωτικό «μασάζ» – από τους κατάλληλους «influencers της ενημέρωσης», για την εκ νέου προσαρμογή μας στις καινούριες συνθήκες, ώστε να αμβλύνονται οι εντυπώσεις πάνω στις επιπτώσεις που θα επιφέρει στις ζωές μας η επερχόμενη μεγάλη οικονομική ύφεση.

Μεταξύ άλλων, μας συμβουλεύουν να μάθουμε να ζούμε με λιγότερα, πληρώνοντας όμως περισσότερα, να περιορίζουμε στο ελάχιστο, μαζί με τις επιθυμίες μας, και τις μετακινήσεις μας με το αυτοκίνητο, να κατεβάζουμε ταχύτητα, και να αναζητούμε την ανακούφιση στις διάφορες επιδοματικές πλατφόρμες, που ξεγελάνε την ανέχεια και διασκεδάζουν την αφέλεια.

Το «αντίδωρο» όμως των 50 ευρώ που δόθηκε ως ελάχιστη αποζημίωση για τα πανάκριβα εγχώρια καύσιμα, δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει τους εκατοντάδες συμπολίτες μας από την Βόρεια Ελλάδα, να συνωστίζονται καθημερινά έξω από τα βενζινάδικα της γειτονικής Βουλγαρίας, προκειμένου να φουλάρουν τα ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων τους με βενζίνη φθηνότερη κατά ένα ευρώ το λίτρο, από την δική μας απλησίαστη και διαρκώς ανεξέλεγκτα και αυθαίρετα αυξανόμενη σε τιμή, βενζίνη.

Να σημειώσουμε βεβαίως εδώ ότι, εκτός από τα γνωστά καρτέλ της αγοράς καυσίμων που κερδοσκοπούν σε βάρος των καταναλωτών, ένας άλλος μεγάλος και συνήθως αφανής εταίρος στην κερδοσκοπία, είναι το ίδιο το κράτος, που ευνοείται από τις αλλεπάλληλες ανατιμήσεις των καυσίμων, αφού αυξάνονται ανάλογα με αυτές τις ανατιμήσεις και τα δικά του έσοδα από την υπέρμετρη φορολόγηση στα καύσιμα.

Στην ερώτηση τώρα, «ποιος ευθύνεται για όλη αυτήν την κατάσταση;», η απάντηση είναι πάντα η ίδια: «Ο πόλεμος στην Ουκρανία!». Αν δεν είχε δηλαδή ξεσπάσει ή κατά άλλους «επινοηθεί» αυτός ο πόλεμος, θα ήταν σήμερα όλα καλά, όλα ανθηρά; Αυτό θα πρέπει να πιστέψουμε; Δυστυχώς, είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι, υπάρχουν ακόμα αρκετοί συμπολίτες μας που, όχι μόνο έχουν πειστεί γι’ αυτό, αλλά και στρουθοκαμηλίζουν και οι ίδιοι γύρω από κάθε τι που αναπαράγεται από τους εργολάβους της παραπληροφόρησης.

Σε μια χώρα όμως όπως η δική μας, που το 2022 «κατέκτησε» την τελευταία θέση στην Ε.Ε. για την Ελευθερία του Τύπου της, που το Εθνικό της Σύστημα Υγείας βρέθηκε στα όρια της κατάρρευσης, που χάθηκαν κοντά 30 χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές από την πανδημία, που οι πολίτες της αφέθηκαν ανυπεράσπιστοι στα «νύχια» των πάσης φύσεως αρπαχτικών-κερδοσκόπων, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι, την «ρήτρα» αναπροσαρμογής της ζωής των πολιτών της στις νέες δύσκολες συνθήκες που διαμορφώνονται, θα την πληρώσουν και πάλι οι ίδιοι οι πολίτες της.

Αργά ή γρήγορα θα το αντιληφθούν αυτό άπαντες. Ακόμα και οι… «στρουθοκάμηλοι».

https://moschonas.wordpress.com