Η εμπειρία, η μοναδική προίκα της ηλικίας, που δεν μπορείς να την εξαργυρώσεις, γιατί δεν έχει διάθεση να την ακούσει κανείς, σε παροτρύνει, με αφορμή τα ερεθίσματα της καθημερινότητας, να σχολιάσεις τα τεκταινόμενα, πάντα υποκειμενικά.

Πρόσφατο παράδειγμα η φρενίτιδα και ο πανικός για το ζεύγος των διαδόχων της Αγγλίας. Ισχυρό σύμβολο, αλλά και με ανθρώπινο πρόσωπο.

Ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου ήταν ανέκαθεν η ανασφάλεια. Οι μόνοι αρωγοί και παρήγοροι ήταν ο Θεός και όλο το στερέωμα του ουρανού. Ήθελε να τα έχει καλά με τις θείες αυτές δυνάμεις και από εκεί είχε εξαρτήσει την ύπαρξή του, μαζί με το στενό συντηρητικό και κοινωνικό περιβάλλον. «Θέ μου, Παναγία μου, Χριστέ μου, να βρέξεις, να λιάσεις, να πέψεις, να φέρεις, δόξα σοι ο Θεός κλπ». «Η σωτηρία της ψυχής είναι μεγάλο πράμα…» λέει ένα ωραίο και συμβολικό τραγουδάκι. «Θέ μου απού ‘σαι στα ψηλά, κατέβα και στη στράτα… ή κατέβα στους μερακλήδες…» η μαντινάδα.

Σιγά – σιγά τα απομυθοποίησε όλα αυτά και δημιούργησε πρότυπα, σύμβολα: Βασιλιάδες, μονάρχες, αγάδες (ραγιαδισμός) κλπ. Όλοι αυτοί του κάθονταν στο σβέρκο και διαχειρίζονταν την ανασφάλειά του, όπως ήθελαν, επειδή δεν τολμούσε να τη διαχειριστεί,  γιατί φοβόταν. «Σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω».

Κάθε γενιά παίζει καθοριστικό ρόλο στην επόμενη. Παλιότερα υπήρχε μικρό χάσμα γενεών, ενώ σήμερο πολύ μεγάλο. Εμείς είμαστε η γενιά του Νεοέλληνα, που τα ξέρει όλα και φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από αυτόν. «Γιατί να μην είμαι και εγώ διαφεντευτής, γιατρός, οικονομολόγος, κοινωνιολόγος, ίντα κατέχουνε αυτοί παραπάνω;». Με φωνές, νταηλίκια και άσφαιρες μπαλωθιές καταφέρναμε να πνίξομε τις αδυναμίες και τις ανασφάλειές μας. Καταφέραμε να καταστρέψομε τα παιδιά μας, γιατί θέλαμε να τα εξαρτήσομε από εμάς, να τα εξασφαλίσομε με τη συσσώρευση θεμιτού και αθέμιτου πλούτου και να είμαστε εμείς τα πρότυπά τους.

Η μπάλα, τα τατουάζ, οι καλλιτέχνες και οι ακραίες αντικοινωνικές συμπεριφορές είναι τα λανθασμένα προσωρινά πρότυπα των νέων (θέλω να πιστεύω), που ερμηνεύεται σαν αντίδραση στην προηγούμενη γενιά. Και έτσι μεγαλώσαμε μια γενιά των απωθημένων μας, που είναι μετέωρη, που πηγαίνει όπου φυσά ο άνεμος. Δεν την αφήσαμε να αυτενεργήσει, να πέσει, να σηκωθεί, να φάει τα μούτρα της, να βρει μόνη το δρόμο της. Και το πιο θλιβερό για μας είναι ότι φτάσαμε σε ένα σημείο κατάντιας και εξευτελισμού, ώστε να ανεχόμαστε ή και ακόμη να προτρέπομε τα παιδιά μας σε πράγματα, που πριν τριάντα χρόνια θα ήταν αδιανόητα ακόμη και να τα ακούμε.

Το πιο καλό φαϊ είναι η κριτική στους άλλους: «Οι άλλοι φταίνε για όλα». Η άδεια ντενέκα βρυχάται πιο δυνατά. Ποτέ δεν τόλμησες, να βάλεις τον εαυτό σου απέναντί του, να τόνε κολλήσεις στον τοίχο, να κάνεις αυτοκριτική, γιατί φοβόσουν μην τυχόν και τον αποκαθήλωνες με τις πρακτικές σου. Τόχεις χάσει το παιχνίδι.

Γυρεύεις πρότυπα και προστάτες, να σε εκμεταλλεύονται, εν γνώσει σου, και να φωνάζετε όλοι μαζ «Πιάστε τους κλέφτες και τους μπαταξήδες».

Ουφ… Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει.

* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος  καθηγητής