Και τη φετινή «ιδιαίτερη» Πρωτομαγιά, πολλών η σκέψη πήγε 76 χρόνια πίσω.

Σταμάτησε στην Καισαριανή του 1944, όπου οι ηττημένοι σε όλα τα μέτωπα Γερμανοί θερίσανε 200 Έλληνες κομμουνιστές, αντίποινα για την αντιστασιακή ενέργεια του ΕΑΜ στους Μολάους. Διακόσιοι Έλληνες πολίτες, που μέσα από τις νόμιμες συνδικαλιστικές τους οργανώσεις πάλευαν στα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου για πιο ανθρώπινες συνθήκες ζωής.

Το φασιστικό καθεστώς της Δικτατορίας του Θρόνου (Μεταξά) τους συνέλαβε και αφού τους κράτησε στις φυλακές και στις εξορίες πέντε χρόνια χωρίς δίκη, τους παρέδωσε αλυσοδεμένους στο Γερμανό κατακτητή – οποία καταισχύνη- για να τους χρησιμοποιήσει σαν ομήρους κατά της Εθνικής Αντίστασης.

Ήταν οι διακόσοι αυτοί, η ψυχή της Αντίστασης του φοβερού Χαϊδαριού, της στήριξης και της παρηγοριάς των κρατουμένων, Ελλήνων και μη. Πολλοί είχαν προκαλέσει το φθονερό μίσος των ναζιστικών θηρίων του στρατοπέδου για την αντοχή και το ήθος τους.

Μεταξύ αυτών των ηρώων πρώτος και καλύτερος ο Ναπολέων Σουκατζίδης, λαμπρός οικονομολόγος, άριστος γνώστης έξι γλωσσών, αληθινά μορφωμένος, με βιωμένη βαθιά μέσα του την ανθρωπιστική παιδεία.

Του την έδωσαν οι δάσκαλοι γονείς του, τα σχολεία του, η μελέτη του και η φοβερή εμπειρία δυο διωγμών. Του πρώτου (1914), που στους ώμους του πατέρα του, πεντάχρονο παιδάκι, πέρασε από την Προύσα στο εσωτερικό της Ανατολίας και του δεύτερου που, δεκατριάχρονο αγόρι με την ψυχή στο στόμα, ήρθε το Σεπτέμβριο του 1922 με τους γονείς του στο Ηράκλειο και από εκεί στο Αρκαλοχώρι.

Στο μικρό Αρκαλοχώρι του 1922 ο δεκατριάχρονος Ναπολέων άφησε αλησμόνητα πρότυπα: του σεβασμού και της ευγένειας προς τον κάθε άνθρωπο, της ολοκάθαρης και αξιόπρεπης παρουσίας παρά τη φτώχια, της μεγάλης αγάπης του για το βιβλίο. Δημιούργησε αληθινούς φίλους, που τον κουβαλούσαν στην ψυχή τους και τον τιμούσαν ως το θάνατό τους. Χάρισε, επίσης, την αισθητική συγκίνηση της γνήσιας Βυζαντινής μουσικής, ψάλλοντας μαζί με τον πατέρα του στην εκκλησία κάθε Κυριακή.

Το ίδιο έγινε κι όταν ήρθε, μαθητής της Εμπορικής, στο Ηράκλειο, όπου κατέπληξε με το πνεύμα και το ήθος του τους δασκάλους του και την πνευματική κοινωνία του Ηρακλείου, που τον έκανε μέλος της και ποτέ δεν τον ξέχασε.

Στο Ηράκλειο του Μεσοπολέμου «είδε» τη φτώχια και τη δυστυχία των ανθρώπων: των χιλιάδων προσφύγων και των ντόπιων ανέργων, που ζούσαν τις φοβερές συνέπειες της κρίσης του 1929, των επιδημιών ανθρώπων, ζώων και φυτών και της μεγάλης πολιτικής κρίσης. Επίσης, τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις, τα συλλαλητήρια, τις απεργίες των εργατών, των αγροτών και των διανοουμένων και την οργανωτική ανάπτυξη της Αριστεράς, στην οποία κατέφευγαν και γίνονταν πιο συνειδητές και απαιτητικές οι ανθρώπινες μάζες.

Μετά τη στρατιωτική του θητεία και την απόκτηση του πτυχίου της Ανωτάτης Εμπορικής, ήρθε στην Ιεράπετρα, αρχιλογιστής στην εταιρία Μίνως. Ήταν ένας νέος με σφαιρική και ισορροπημένη ανάπτυξη, ο πιο καλοπληρωμένος ίσως υπάλληλος του καιρού του.

Ήταν αποφασισμένος από καιρό να παλέψει για τον αδύναμο οικονομικά άνθρωπο, για το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων, για τη μόρφωση και την κριτική σκέψη των ανθρώπων, ώστε να αγωνιστούν συνειδητά για το καλύτερο της κοινωνίας.

Στην Ιεράπετρα γίνεται μέλος του Δ.Σ. του Μορφωτικού Συλλόγου, διδάσκει δωρεάν στα παιδιά ξένες γλώσσες, πρωτοστατεί στον αγώνα των νέων κατά της παλινόρθωσης του βασιλέα Γεωργίου και γίνεται πρόεδρος του συλλόγου Ιεραπετριτών νέων που πάλευαν κατά της παλινόρθωσης του θρόνου. Η εταιρεία Μίνως, ύστερα από πολιτικές πιέσεις, θα τον απολύσει το φθινόπωρο του 1935.

Στο Ηράκλειο, όπου έρχεται, βρίσκει αμέσως πολύ καλή εργασία και πρωτοστατεί στους αγώνες του ΕΚΗ. 14 Ιουλίου συλλαμβάνεται και εξορίζεται στον Άη Στράτη, για ένα χρόνο, χωρίς δίκη.

Εγκαινίασε μαζί με εξαιρετικούς αγωνιστές συντρόφους του το φοβερό στρατόπεδο της Ακροναυπλίας το 1937 και παραδόθηκε μαζί τους από την Ελληνική κυβέρνηση! στους Γερμανούς, σιδηροδέσμιος. Μετά το στρατόπεδο της Λάρισας έρχεται στο Χαϊδάρι, όπου από τη δύσκολη θέση του στρατοπεδάρχη έδειξε το ύψιστο όριο της ανθρώπινης σωματικής, πνευματικής και ψυχικής αντοχής. Ένα άφθαστο μεγαλείο.

Πέντε μήνες πριν από την απελευθέρωση επιλέγεται να εκτελεστεί μεταξύ των αλύγιστων διακοσίων συναγωνιστών του. Αρνείται στους Γερμανούς την προσφορά της ζωής, «για να μην μπει στη θέση του άλλος κρατούμενος» και μπαίνει μπροστά «πρώτος και άρχος του χορού», τραγουδώντας και χορεύοντας με τους 199 μελλοθάνατους, τραγούδια αντίστασης και πατριωτισμού, που πάγωσαν και τρόμαξαν τους παρόντες Ναζί.

Δίνοντας την ουσία της εσωτερικής ελευθερίας και δείχνοντας πως μπήκε συνειδητός στρατιώτης στον πόλεμο για τη δημιουργία μιας κοινωνίας Ανθρωπιάς, Δικαιοσύνης και Ισότητας. Ξέροντας καλά τι τον περιμένει.

Όπως δείχνουν τα γραπτά του κείμενα, όταν μπήκε στον αγώνα, γνώριζε ακριβώς τη διεθνή, Ευρωπαϊκή και Ελληνική κατάσταση. Την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη, την προετοιμασία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και του ερχομού του βασιλιά στην Ελλάδα, για να ενώσει τη διχασμένη τότε αστική τάξη.

Ήταν από καιρό έτοιμος να δώσει το αίμα του, για να πολεμήσει το φασισμό και να εξασφαλίσει στην ανθρωπότητα ισότητα και δικαιοσύνη, δηλαδή ποιοτική ζωή και όχι για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών των ομάδων της αστικής τάξης, η οποία στο Μεσοπόλεμο περνούσε βαθιά κρίση. Τα κείμενά του προδιαγράφουν τη συνειδητή του θυσία, μέσα στη φωτιά του αγώνα κατά του φασισμού, για τα συμφέροντα των όπου Γης Ανθρώπων, για την αταξική κοινωνία που ονειρεύεται.

Το αίμα των διακοσίων την Πρωτομαγιά του ’44, το δέντρο της Ελεύθερης Ελλάδας και αυτής της κοινωνίας, του Ανθρωπισμού και της Ειρήνης, ήθελε να δυναμώσει.

Και όπως έδειξαν τα ολόδροσα τριαντάφυλλα που στόλιζαν το πρωί της φετινής Πρωτομαγιάς τον ανδριάντα του Ναπολέοντα στο Αρκαλοχώρι, 76 χρόνια μετά, κάποιοι κατάλαβαν την αξία της συνειδητής ζωής και της συνειδητής θυσίας τους..