Όταν είναι κανείς φτωχός, όλα είναι πιο περίπλοκα. Τα νεύρα τεζαρισμένα σαν χορδές βιολιού. Ένα άγγιγμα και έσπασαν. Προσπαθώ να αντέξω την πίεση, που βέβαια, όσο πιο κενό είναι ένα σώμα, τόσο πιο δυνατή ασκείται πάνω του. Κι ύστερα έρχεται η εκτόνωση, το κλάμα.
Καμιά φορά κλαίω και το πρωί, όταν σκουπίζω το πρόσωπό μου στην πετσέτα. Τότε το πρόσωπο μουσκεύει πιο πολύ αντί να στεγνώνει.
Είμαι μια διαζευγμένη γυναίκα 45 χρόνων, με ένα παιδί ανήλικο, που κάποτε είδε μια αχτίδα φωτός και φαντάστηκε ότι θα αποκτήσει δική της στέγη. Κι όχι απλά στέγη, αλλά το σπιτάκι που πάντα ονειρευόταν.
Πάνε 15 χρόνια από τότε που περνούσα το κατώφλι της τράπεζας όπου μου είχε εγκριθεί το δάνειο της απόκτησης και υλοποίησης του ονείρου. Για κάμποσα χρόνια πίστευα στο όνειρο, είχα τη δουλειά μου, πίστευα ότι με την εργασία μου θα τα κατάφερνα, ακόμα και γερασμένη πια όταν το σπίτι θα ήταν στην κυριότητά μου, τουλάχιστον θα πρόσφερα στο παιδί μου ασφάλεια και σιγουριά.
Όμως τώρα όλα είναι μαύρα, στις σκέψεις, στις προοπτικές. Την αξία του σπιτιού όλα αυτά τα χρόνια που προσπαθούσα, την έχω πληρώσει. Παρόλ’ αυτά χρωστάω τόσα κι άλλα τόσα. Η δουλειά που έχω τώρα, δεν μου δίνει τη δυνατότητα να εξυπηρετώ το δάνειο, όπως πριν. Κι όλα δείχνουν πως θα χάσω το σπίτι μου.
Είναι άδικο μετά τόσα όνειρα, τόσο αγώνα. Και κλαίω, μόνο αυτό μου έχει μείνει. Κλαίω με το που ξυπνάω, μετά από ανήσυχο πάντα ύπνο. Τα κρεβάτια άστρωτα, τώρα βλέπω σαν αγγαρεία το πρωινό συγύρισμα. Από τότε που κάποιοι ειδήμονες πολιτικοί είπαν για την περίπτωσή μου στην τηλεόραση, «όπως στρώσει κανείς θα κοιμηθεί», πέφτω και σηκώνομαι σε άστρωτα κρεβάτια, έτσι από αντίδραση. Σάμπως τόσα χρόνια καλή νοικοκυρά, το εκτίμησε κανείς; Και σαν με πιάνει το παράπονο, κλαίω…