Όλος ο κόσμος είναι ντουχιουντισμένος και ανασφαλής με αυτό τον εχθρό, που τού’χει κάνει κόλαση τη ζωή και μεροξημερώνεται με τον ίδιο εφιάλτη, που δεν απειλεί τα έχει του και τα καλά του, αλλά τον ίδιο. Τώρα πια δε ζηλεύει ο ένας τον άλλο, ούτε τον μιμείται, ούτε τον ανταγωνίζεται, γιατί όλοι βράζουνε στο ίδιο καζάνι και οι έχοντες και οι μή έχοντες.

Δε μετράνε πια τα λόγια του μπάρμπα-Αποστόλη: Έχεις λεφτά Χριστός Ανέστη, δεν έχεις θάνατον πατήσας. Και παραφράζοντας τα λόγια του μεγάλου συγγραφέα: … γι’αυτό ποτέ να μη ρωτήσεις, για ποιον χτυπά (ή θα χτυπήσει) η καμπάνα. Χτυπά για σένα. Άμα σε βρει αχαμνό ο κορωνιός και σε πιάσει, υπάρχουν πιθανότητες να σε κρεμάσουνε στο στύλο. “Στο αχαμνό άλογο ποσταλάσουνε όλες οι αλογόμυγες”.

Αλλά ας αλλάξομε κουβέντα μπας και αλαφρύνομε λίγο τα πράματα: Μπορεί, φεύγοντας από το σπίτι, να είσαι ξεβράκωτος, ξεσκισμένος, με σκουλαρίκια και λειριά, κικιρίκους κλπ. και ούτε που θα ενοχληθεί, ούτε θα σε σχολιάσει κανείς. Αν δε φορείς τη μάσκα, σε αποστρέφονται, σε φοβούνται, σαν το διάολο το λιβάνι, αλλάζουν κατεύθυνση, για να μην πλησιάσουν “τον όξω από πα” και απωθούνται, όχι μόνο τα ομώνυμα αλλά και τα ετερώνυμα.

Καθημερινη είναι η σύσταση, η προτροπή, η παράκληση, η απειλή της Πολιτείας και των μέσων ενημέρωσης: “Ακάκιε! μην ξεχάσεις τη μάσκα (τα μακαρόνια να είναι …)”.  Άμα φορείς τη μάσκα, σα να έχεις κάνει σαρανταλείτουργο, σα να φοράς την πανοπλία του Αχιλλέα και με το ανάλογο θάρρος (πούντο) απευθύνεσαι στον κορωνιό: “Μολών λαβέ κορωνιέ” (αν μπορείς, έλα να με πάρεις).

Κανείς δε σε ρωτά, αν ήφαες, ήπιες, εκοιμήθηκες, αν έχεις προβλήματα, μόνο σου πετάνε κάποιο φιλοδώρημα σαν του σκύλου και σου λένε: “Μπες μέσα και σκάσε”. Αν και ο σκύλος καλοπερνά αυτά τα χρόνια, είναι η εποχή του σκύλου, πότε θά’ρθει η εποχή του ανθρώπου, ποτέ.

Πολύ έξυπνες αποδείχθηκαν τελικά οι μουσουλμάνες, που από παλιά φορούσαν δυο βρακιά, σα να είχαν προνοήσει τούτα τα κακά χρόνια, όπως και η θεια μου η Αμερσούδα: “η θεια μου η Αμερσούδα δύο βρακιά φορεί, μέχρι να βγάλει το ‘να, τ’ άλλο το κατουρεί.

Το Γιάννη το μηχανικό με τη γυναίκα του από τον Πύργο της Ηλείας και εμένα με τη δική μου, η διαίσθηση, ότι δουλεύομε στην ίδια συχνότητα (καλαμπούρι και προβληματισμός), μας έφερε πιο κοντά, από τις πρώτες ώρες στην εκδρομή που κάναμε με γκρουπ, πριν πολλά χρόνια στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Σας έχω απασχολήσει και άλλες φορές.

Σαν να τονε βλέπω τώρα να προσπαθεί να διασχίσει κάθετα κεντρική λεωφόρο της Βασιλεύουσας, με άναρχη κίνηση οχημάτων, να έχει πιάσει με το ένα χέρι, το χέρι της γυναίκας του και το άλλο ψηλά, να το κουνεί απελπισμένα και να τρέχει να περάσει. “Πού πας μωρέ, να σας σκοτώσουνε και έχεις πάρει στο λαιμό σου τη γυναίκα σου; Μην είσαι βλάκας, μόλις δω τον κίνδυνο, θα την αφήσω και θα φύγω”.

Στην αμερικάνικη αγορά είχαμε πάει, να πιούμε κάτι και μια στιγμή καταφθάνει ένας νεαρός Τούρκος, με το τζινάκι του, με τη μαγκιά του, να τον συνοδεύουν δυο Τουρκοπούλες μουστρουχωμένες και τις κέρασε δυο χωνάκια παγωτό. Το μαρτύριό τους, να σηκώνουν κάθε λίγο και λιγάκι το πανί, να γλύφουν λίγο παγωτό και να το ξανακατεβάζουν. Για να πειράξω λίγο το Γιάννη του λέω: “Κοίταξε λίγο τις Τουρκοπούλες, γιατί δε βγάζουν το πανί να γλύψουν το παγωτό και μετά να το ξαναβάλουν; Μην είσαι βλάκας μου λέει, την ίδια δουλειά κάνουν … ” (δεν μου επιτρέπω να συνεχίσω). ΄Ετσι μου λύθηκε δήθεν και εμένα η απορία.

Στη Σμύρνη καθίσαμε σ’ ένα εστιατόριο “λούσο” που ήταν όλα τα φαγητά απλωμένα σε μεγάλους πάγκους και διάλεγες ό,τι και όσα ήθελες. Απέναντι κάθισε ένας μελαχροινός, αυστηρός με γραβάντα, στην ηλικία μου θα ’ταν, με τα τρία του παιδιά και μια μουστρουχωμένη, ωραιοκάμωτη κυρία, αλλά εκείνη δεν κάθισε. Έπαιρνε παραγγελίες από τον αγά και τα παιδιά και τις εκτελούσε.

Έφερνε, ξανάφερνε φαγητά, πήγαιν’έλα. Προς το τέλος του φαγητού κατάφερε να καθίσει, για να φάει και κείνη. Σαν το γλάρο κατέβαζε τις μπουκιές και ανεβοκατέβαζε το πανί, για να είναι έτοιμη στην επόμενη παραγγελία των αγάδων. Κλείνω το μάτι στο Γιάννη και παρόλο που έτρωγε σαν το λύκο, προλαβαίνει και μου λέει: Ἱσλάμ”.  Φανταστείτε την ψυχική οδύνη και την ταπείνωση που ένοιωσε η κυρία εκείνη, βλέποντας τις κυρίες του γκρουπ να την παρακολουθούν.

Είναι όντως το στόμα στον άνθρωπο η μισή ομορφιά, ιδιαίτερα στο ωραίο φύλο,που μαζί με τα δόντια, το χαμόγελο, με αυτά που λέει, με τις γκριμάτσες που κάνει και τα κοκινάδια, συμπληρώνει τη ρεκλάμα και προσπαθεί να ανεβάσει το κασέ της και να κοστολογηθεί ακριβά. Όλα αυτά βέβαια δεν πιστοποιούνται με την προσωπίδα, γιατί δεν είσαι σίγουρος, ότι είναι η ίδια με αυτήν που είδες και χθες. Συμφορά.

Ουφ… Γιάννη … άμα σε βάλει ο δρόμος για την Καλαμάτα, πάρε μου ένα μαντήλι.

*Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής