Οι παρούσες συνθήκες της πανδημίας, επιβάλλοντας ένα ιδιότυπο εγκλεισμό σε πολλούς από εμάς, καθιστά δύσκολη έως αδύνατη ορισμένες φορές την δια ζώσης επικοινωνία με φιλικά πρόσωπα.
Έτσι κάνοντας χρήση του τηλεφώνου ακούμε ενίοτε, τουλάχιστον τη φωνή τους, μαθαίνουμε νέα τους.
Αυτό συνέβη και σε μένα και τη φίλη μου απ’ το Ρέθυμνο, όπου ο αποκλεισμός μετακινήσεων μας έχει τρόπον τινά αποκόψει. Την κάλεσα λοιπόν στο τηλέφωνο, και ακούγοντας τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής αρχικά ανησύχησα.
Η φωνή της βραχνή και απότομη, λες και ήθελε να καλύψει κάτι που δεν ήθελε να οικειοποιηθούμε. Επέμεινα, και τότε μου αποκάλυψε πως είχε συγκινηθεί, και όπως την ξέρω πια μετά τόσα χρόνια, όταν συγκινείται συνήθως κλαίει με μαύρο δάκρυ. Από τα πιο απλά μέχρι τα πιο δύσκολα, από το σινεμά, μέχρι το θάνατο αγαπημένων προσώπων. Την ρώτησα την αιτία την τωρινή.
Ε να, μου είπε, περνούσε κάτω από το σπίτι μου στην Πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτη, η πορεία των φοιτητών, των νέων παιδιών, και θύμωσα που λόγω τηλεργασίας ήμουν υποχρεωμένη να βρίσκομαι καθηλωμένη μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, κι όχι κάτω μαζί τους. Αναμνήσεις από τα φοιτητικά μου χρόνια, όταν νέα κι εγώ ήμουν πάντα παρούσα σε διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, με κατέκλυσαν.
Στο μυαλό μου ήρθε ξανά η φίλη, βλέποντας στο διαδίκτυο τη φωτογραφία που απαθανάτιζε έναν ευθυτενή ασπρομάλλη γεράκο, ο οποίος είχε αφήσει το μπαστούνι του και με σηκωμένο χέρι χαιρετούσε τους φοιτητές του ΑΠΘ που διαδήλωναν στη συμπρωτεύουσα.
Είναι απ’ τις στιγμές όπου όλες οι γενιές συναντώνται και συνδέονται άρρηκτα, και είναι όντως συγκινητικό.