Θα ήταν απρεπές, εκ μέρους του δημιουργού, να γίνει λόγος και αναφορά στον εαυτό του ως ποιητή. Εξάλλου, δεν χρησιμεύει σε τίποτα η περιαυτολογία και ο αυτοπροσδιορισμός.
Ας γίνει λόγος, λοιπόν, γενικώς, για τον ποιητή και τη σχέση του με την ποίηση.
Αρκετοί διανοούμενοι και λογοτέχνες επιχείρησαν να ορίσουν τι είναι η ποίηση, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της και οι λειτουργίες της. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ποίηση είναι πρωταρχική γλώσσα του ανθρώπου, ότι προηγείται του γραπτού λόγου και ότι είναι δημιουργός και άλλων τεχνών.
Ο Σιμωνίδης ο Κείος (556-468 π.Χ.) σε απόσπασμα γνωμικού του αναφέρεται ότι “την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν προσαγορεύει, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν”.
Και δεν λαλεί, δεν ομιλεί ο ποιητής εική και ως έτυχε. Σμιλεύει το αποτέλεσμα του αισθήματός του, τον λόγο του, τον βασανίζει, εξοβελίζει το περιττό, ώστε να μην είναι πλέον το αίσθημα, αλλά η έντεχνη μορφή που παίρνει το ποίημα και η οποία στην ουσία με αγωνία και ποιητικό δόλο γίνεται ηδονική τέχνη που ξεγελά τον αναγνώστη. Τον οδηγεί στο στοχασμό, δηλαδή εις εαυτόν.
Ο Οδυσσέας Ελύτης λέει ότι “η ποίηση αρχίζει εκεί όπου αρχίζει να ηττάται ο θάνατος”. Θα το εκφράζαμε με άλλη διατύπωση, ότι η ποίηση κρατά τον αναγνώστη εν εγρηγόρσει, γιατί σχετίζεται με τις αξίες της ζωής, τα κοινωνικά δρώμενα, το ανθρωπο-κοινωνικό περιβάλλον. Έχει, κατ’ ουσίαν, ηθικές διαστάσεις και διαθέτει ένα διαλεκτικό στοχασμό με όλες τις μορφές της ζωής, τον έρωτα, το θάνατο, τον αγώνα και τις δυσκολίες της ζωής, την κοινωνία, το επέκεινα.
Και αυτό επιτυγχάνεται με την ακραία μορφή της συγκινησιακής γλώσσας, διά μέσου πολλών λειτουργιών, όπως την έκφραση και τη διαχείριση των συναισθημάτων και των στάσεων των ανθρώπων στη ζωή. Επιτυγχάνεται με την υλοποίηση, με την ποιητική μετακένωση, με τις εικόνες και ιδέες του ποιητή, που αντανακλώνται στην ψυχή των αναγνωστών ή ακροατών, αν συνδυάζεται και με μουσική. Όπως λέει ποιητικά ο Ευάγγελος Παπανούτσος, η ποίηση είναι “ένας ανθισμένος λόγος και πνευματικά μεταστοιχειωμένο αίσθημα”.
Τα συναισθήματα αυτά του αναγνώστη, τα οποία απέκτησε από την ποίηση, δημιουργούν αντιδράσεις και καθορίζουν τη συμπεριφορά του.
Με τις εικόνες και τα λογοτεχνικά μέσα, τις μεταφορές, την ποιότητα της γλώσσας, ο αναγνώστης διαμορφώνει το ψυχικό περιβάλλον, τις ιδέες του, αναβιώνει αναμνήσεις, οι οποίες με τη βοήθεια των εικόνων συντελούν ώστε να φανεί ή να διαμορφωθεί ο εσωτερικός εαυτός του. Διευρύνονται, δηλαδή, τα όρια της συνείδησης, πλουτίζεται η ψυχή του και βρίσκει νέους τρόπους για την καλλιέργεια της ευαισθησίας του.
Η λειτουργία της ποίησης, κατ’ αυτόν τον τρόπο, διά μέσου της ποιητικής γλώσσας συμβάλλει στην αυτογνωσία του αποδέκτη της.
Συνεπώς, η ποίηση ως αποκύημα της ψυχής του ποιητή συμβάλλει στην προσωπική ολοκλήρωση των ανθρώπων. Το ποίημα, δηλαδή, ως σύλληψη, με εσωτερική ενόραση του ποιητή αλλά και ως ανάγνωση, ταυτόχρονα, από τους αποδέκτες της, με τον ίδιο ενορατικό τρόπο, συμβάλλει στην κατανόηση και ερμηνεία της ζωής.
Με άλλα λόγια, η ποίηση βοηθά τον άνθρωπο να ξεφύγει από το περιορισμένο εγώ, να πλατυνθεί, προσφέροντάς του νέα δεδομένα και δυνατότητες για την ανάπτυξη του προσώπου, του εαυτού του. Την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του, για να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προσωπικές δυσκολίες ή αποτυχίες στη ζωή.
Πιο συγκεκριμένα, ο ποιητικός λόγος είναι μια μυσταγωγία, έρωτας, ειρηνική επανάσταση των συνειδήσεων, δημιουργικός, μια τελετουργία για τον ποιητή και τον αναγνώστη. Και χωρίς να έχει άμεσα αποτελέσματα, καλλιεργεί την ψυχή των αναγνωστών, ώστε να καλυτερεύει πνευματικά η κοινωνία, να μετασχηματίζεται ως πνευματική αντίσταση στην αδικία ή την τυραννία, μέσα από μια συνεχή πρόοδο και ευημερία της κοινωνίας.
“Κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα”, λέει ο φίλος ποιητής Τίτος Πατρίκιος. Τρομοκρατεί, όμως, τους τυράννους και τους κάνει να χάνουν τον ύπνο τους.
Στον τοπικό τύπο (εφ. “ΠΑΤΡΙΣ”, 9-2-22), με θέμα “Οι διανοούμενοι και η εποχή μας” κάναμε λόγο για την αφωνία των διανοουμένων, λογοτεχνών και καλλιτεχνών στα κοινωνικά και πολιτικά ήθη της εποχής μας.
Για την ανάγκη συμμετοχής των ποιητών και των καλλιτεχνών, για το ότι η ποίηση είναι “ζωγραφία λαλέουσα”, κατά τον Σιμωνίδη, ο Σεφέρης στο ποίημά του “Ένας γέροντας στην ακροποταμιά” γράφει.
“Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω
απλά, να μου δοθεί η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε
με τόσες μουσικές
που σιγά-σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας στολίσαμε
τόσο πολύ που φαγώθηκε
από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά
μας λόγια γιατί η ψυχή μας
αύριο κάνει πανιά.
Ως αποφώνηση και ευχαριστήριος χαιρετισμός, ταυτόχρονα, ένα απλό δείγμα αδημοσίευτου ποιήματός μου:
Ο ΔΡΟΜΕΑΣ ΧΡΟΝΟΣ
Στην άκρη της νεότητας με πρόφθασε ο έρωτας
με το πορφυρό πάθος του αισθήματός σου
που ουρανόθεν επέμφθη σαν απαλή βροχή
της πολύμορφης αγάπης.
Η άλλη μισή μου ζωή περνά με τους τροχούς
της απελπισίας και το τραγούδι της υπομονής
στεφανωμένο με τα αγκάθια του ερωτήματος
αν τα αισθήματα θα σώσουν τον κόσμο.
Όμως κι αν φεύγει δρομέως ο χρόνος
αφήνει πίσω το άρωμά σου και την κατακλείδα
τι άλλο θα ήσουν αν δεν ήσουν εσύ
ενσαρκωμένη η αγάπη
με το δεξί αφροδίσιο χέρι πάνω στην ήβη
καθώς ο αγέρας ηλεκτρίζει το γυμνό κορμί σου.
Μεγάλωσα μες στο σκοτάδι του αίματος
όμως μαζί σου εναγκαλίζομαι τα άστρα.
* Το κείμενο της ομιλίας του
Α. Σπανουδάκη από την
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης