Χρόνια και χρόνια, στη θαλπωρή του γραφείου, προ του ιού, διάβαζα για την πολιορκία της Candia σαν κάτι το μακρινό. Οι σκοτωμοί, οι ασθένειες, οι λοιμοί και η πείνα ήταν για μένα καθαρά φιλολογική ενασχόληση. Ήταν τόσο μακρινοί οι στίχοι απόγνωσης της προσωποποιημένης Candia:

“… ας έρθουν κι απ’ αλλού γιατροί, βότανα να βαστούσι

και το κακό το τρομερό οπό ’χω να μου βρούσι…”.

Σαν μας έκλεισε, όμως, ο νεοβάρβαρος εισβολέας, με συντάραξε. Την εποχή μας, εποχή του ιοβόλου κακού, οι συλλογισμοί μου δεν είναι ιστορικοί ή ποιητικοί συλλογισμοί. Είναι σκέψεις θανάτου. Κρούβγομαι, που έλεγαν οι γονείς μας. Αισθάνομαι να πάσχω από πνευματική πνευμονία. Τα συναισθήματα και οι σκέψεις μου είναι γεμάτες από φόβο.

Πάντα επιζητούσα να γράφω κατά μόνας, δημιουργικά, και θεωρούσα τη μοναξιά ευλογία. Όμως, τώρα πνίγομαι, μουντζουρώνω χαρτιά, τα σκίζω, αδύνατο να γράψω ηλεκτρονικά. Γράφω και ανορθόγραφα ή κάνω ορνιθοσκαλίσματα και ο φιλολογικός μου κόσμος με μέμφεται αυστηρά. Κάποτε έγραφα ποιητικά ότι είναι “το κελί μου ο κόσμος όλος”.

Είχα ζήσει, βέβαια, την έννοια του κελιού της Ασφάλειας και του Μοναστηριού της μαθητείας μου στην Αγία Τριάδα των Τζαγκαρόλων στο Ακρωτήρι. Όμως, ποιητικά πάλι σκεπτόμουν και το αποτύπωνα αισιόδοξα πως: “πού θα πάει; θα φέξει”.

Τώρα, πολιορκημένος σαν σκαντζόχοιρος από τα ιοβόλα βέλη προσπαθώ να μικρύνω την ύπαρξή μου, τόσο δα μικρή, ένα τίποτα, που να τη θεωρήσει ασήμαντη, αμελητέα ποσότητα ο κορονοϊός και να αδιαφορήσει γι’ αυτήν. Καλού-κακού κι εγώ, όπως ο Μεγάλος μας συντοπίτης, “ετοιμάζω τα σύνεργά μου”, τακτοποιώ την ψυχή μου, τα εισερχόμενα, τα εξερχόμενα έγγραφά της και τις επιστολές που δέχτηκε. Αναρωτιέμαι εναγωνίως: “Άραγε θα επιβιώσουν;”.

Στο νου μου έρχεται ο στίχος του Ψαλτηρίου: “Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού”.

Αναλογίζομαι τους Ιταλούς, τους Σπανιόλους και τους λοιπούς δοκιμαζόμενους του σύμπαντος κόσμου, του αιώνος τούτου, ότι φεύγουν εν μιά νυκτί και ότι στον καθένα υποψήφιο του θανάτου ταιριάζει το “ως άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει”.

Θα ήθελα να κρατήσω ημερολόγιο της περιόδου, όπως πράττουν ορισμένοι, να καταγράψω γεγονότα και συναισθήματα. Τούτες τις ώρες μου φαίνεται εντελώς αδύνατο. Μου ταιριάζει περισσότερο η αβεβαιότητα των στίχων του Παλαμά με την απορία τους για το:

“Κανείς τι θα γίνει; Κανείς τι θα μείνει;

δεν ξέρει, πού, τι; Ποιο του δρόμου το τέρμα;

Λιμάνι, γκρεμός, ήλιου ανάτελμα; Γέρμα;”

Ευτύχησα να καταγράψω δεκάδες αντιστασιακούς και ήρωες, να διασώσω τη ζωή και τα συναισθήματά τους τη χαρά, τις πίκρες ή τις απογοητεύσεις τους. Σ’ αυτούς υπήρχε μεγάλη απόσταση από όσα είχαν πράξει, είπαν και έπαθαν. Σε όλους διέκρινα, μετά από τα χρόνια του βιώματός τους, την καθαρότητα της σκέψης, έστω και με ηθελημένο μερικό ή αθέλητο υποκειμενισμό. H απόσταση από τα γεγονότα τούς έδινε τη δυνατότητα να αφηγηθούν τις δραματικές καταστάσεις ψύχραιμα, έστω και αν κάποια στιγμή δάκρυσαν ή λύγισαν.

Σήμερα, αδυνατώ να περιγράψω το ίδιο το γεγονός που βιώνουμε. Κάθε μέρα οι αριθμοί των νέων ασθενών και των θανάτων αλλάζει. Ιστορικά θα ενδιαφέρει ψυχρά τους μελλοντικούς στατιστικολόγους.

Τα μέσα ενημέρωσης, ιδίως η τηλεόραση, έχουν κάθε μέρα το ίδιο μαγνητόφωνο, το ίδιο ρεπορτάζ, τις ίδιες ειδήσεις. Όλες με το ίδιο θέμα και απαράλλαχτο με βομβαρδίζουν. Για πρώτη φορά δεν με ικανοποιεί ο πανομοιότυπος πλουραλισμός των Μ.Μ.Ε.

Εκείνο που συλλογούμαι και απεύχομαι είναι μήπως σε τούτο τον βιολογικό παγκόσμιο πόλεμο, εν αντιθέσει με τους δύο προηγούμενους, θα εξιδανικευθούν και εν τέλει θα κυριαρχήσουν οι συγκεντρωτικές ιδέες και ότι “το πρωτείο της Δημοκρατίας” θα είναι εκτός εποχής. Μ’ άλλα λόγια, όπως λέγαμε προ καιρού με τον Γιώργο Σιακαντάρη, συλλογίζομαι μήπως έρχονται τα χειρότερα, που είναι “η διακυβέρνηση χωρίς πολιτική” και οδηγηθούμε “σε εποχές μετα-δημοκρατίας”.

Στην εποχή του μετα-ιού είναι σαφές ότι ο κόσμος θα είναι άλλος και οι κοινωνίες θα είναι διαφορετικές. Η σημερινή εικόνα της πολιορκίας και του αποκλεισμού, μήπως θα είναι ένας μόνιμος εθισμός και όλα στη μέλλουσα κοινωνία και την πολιτική θα είναι ένα πλήρως ελεγχόμενο θέαμα του “Μεγάλου αδελφού” ή “Πατέρα”, σε ένα σύστημα “υποαντιπροσώπευσης”; Αυτό θα είναι, μαζί με την ήττα της οικονομίας, ήττα της πολιτικής Δημοκρατίας και του Ανθρωπισμού.

Κάποτε, το sapere aude (σκέψου αυτόνομα) του Καντ ηλέκτριζε, γιατί προέτρεπε να σκεφτείς για τον εαυτό σου και τους άλλους. Ό,τι είναι, δηλαδή, καλό για σένα, να είναι καλό και για τους άλλους. Τώρα, το κλείσιμο στην ατομικότητα και στην υπακοή για το καλό όλων μας, αν το συνηθίσουμε μελλοντικά ως ολοκληρωτική υπακοή, αδέρφια, με τρομάζει, γιατί θα οδηγήσει στο “Μηδέν και το άπειρο”.

Είναι καιρός, λοιπόν, μέσα απ’ το φόβο και τον ιοβόλο τρόμο, του παρόντος και του μέλλοντος, να σκεπτόμεθα ως αυτόνομα και αλληλέγγυα πρόσωπα.