Συνήθως, όταν μιλάμε για τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821, σκεπτόμαστε πρώτα τα πολεμικά γεγονότα, έπειτα τα πολιτικά και τα κοινωνικά. Βλέπουμε δηλαδή την πολεμική, την πολιτική και την κοινωνική διάσταση της Επανάστασης, γιατί έχουμε συνηθίσει να ταυτίζουμε τα ιστορικά γεγονότα με πολέμους, κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές. Φαίνεται να ξεχνούμε ότι υπάρχει και μια άλλη διάσταση της Επανάστασης, θα την έλεγα πολύ, αν όχι εξίσου, σημαντική.

Ομιλώ για την πνευματική της διάσταση, αυτήν που έχει σχέση αφενός με την πνευματική δημιουργία και, αφετέρου, με τις πνευματικές συντεταγμένες εντός των οποίων έλαβε χώρα η Επανάσταση. Γιατί τα ιστορικά γεγονότα μπορεί να διαμορφώνουν συνθήκες προαγωγής του πνεύματος, από την άλλη όμως προϋποθέτουν και μια πνευματική κατάσταση, ας την πούμε «ιδεολογία», παρόλο που η λέξη έχει διαστραφεί στα χείλη των «ιδεολόγων».

Ποια ήταν η «ιδεολογία» του ελληνικού λαού προ της Επαναστάσεως και κατά την Επανάσταση; Είναι βέβαιο ότι το βασικό σχήμα της παραδοσιακής ιδεολογίας κινείται μεταξύ του Πάθους και της Ανάστασης, όπως τα διδάσκει η Ορθοδοξία. Είναι η ιδεολογία ενός Πάθους που δυσκολεύεται να φτάσει στην Ανάσταση, ενός Λόγου που δυσκολεύεται να γίνει Πράξη, όπως γράφει ο Κωστής Μοσκώφ (Δοκίμια, Ι, εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ, 1979, σ. 43). Κέντρο της ιδεολογικής ζωής στα χρόνια της Τουρκοκρατίας για τη λαϊκή Ορθοδοξία είναι ο Χριστός, που πάσχει και ανασταίνεται.

«Ο Χριστός, η Εκκλησία, γίνεται τώρα το σώμα του γένους-σχηματοποίηση της εθνικής υπόστασης, ραγιάς αλλά μαζί και λεβέντης και ανυπότακτος. Είναι αυτός που πάσχει αλλά και αυτός που ανασταίνεται, προσδοκία μιας απελευθέρωσης συγκεχυμένης. Η ιδέα της Ανάστασης γίνεται η κυριαρχική Ιδέα. Μέσα στη δοξαστική της λαϊκής ορθοδοξίας ο Χριστός δεν είναι παράδειγμα μιας ενάρετης ζωής, ούτε ακόμα ο πλήρης πάθους θάνατος του γένους, αλλά κυρίως η Ανάστασή του- όχι μόνο η εθνική. Κέντρο του χρόνου είναι το Πάσχα, η Λαμπρή» (Κ. Μοσκώφ, ό.π. σ. 63).

Μέσα σ’  αυτό το παραδοσιακό «ιδεολογικό» σχήμα, ο λαός απέκτησε μια οργανική ενότητα, ενταγμένος στο «σώμα του Χριστού» , την Ορθόδοξη Εκκλησία. Σύμβολα αυτής της ενότητας είναι το Πάθος και η Ανάσταση του Χριστού. Διότι «το Πάθος δεν είναι Πάθος αν δεν επιζητεί την Κάθαρση» (Κ. Μοσκώφ, ό.π. σ. 63), δηλαδή την Ανάσταση. Όταν ο Χριστός πάσχει και υποφέρει, πάσχει και ο άνθρωπος, πάσχει το ελληνικό Γένος, όταν ο Χριστός ανασταίνεται, τότε δεν σβήνει η ελπίδα της ανάστασης του Γένους.

Μ’  αυτή την «ιδεολογία» (πιο σωστά «πίστη») πορεύτηκε και άντεξε ο ελληνικός λαός στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η ταυτότητά του ήταν η ταυτότητα των ορθοδόξων Ρωμιών και η ζωή του κέντρο ορατό είχε την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι Έλληνες Ρωμιοί ζούσαν  το Πάθος, περιμένοντας πάντα την Ανάσταση του Γένους. Ήταν η Λαμπρή του λαού. Η κατάσταση άλλαξε λίγα χρόνια προ της Επαναστάσεως, όταν αναδύθηκε η ελληνική αστική τάξη, η οποία όμως, αν και επηρεασμένη από τον Διαφωτισμό και τις ιδέες που ξεπήδησαν από τη Γαλλική Επανάσταση, δεν δημιούργησε ένα τέτοιο ριζοσπαστικό ιδεολογικό κίνημα, ώστε να μεταβάλει ριζικά την παραδοσιακή λαϊκή ιδεολογία- πίστη.

Η νέα αυτή ιδεολογία είχε μέσα της την αμφισβήτηση (που όμως δεν οδηγεί σε αγεφύρωτες ρήξεις με το παρελθόν) και τον φιλελευθερισμό. Σημαντικοί εκπρόσωποι του νέου ιδεολογικού ρεύματος είναι ο Ρήγας Φεραίος, ο Αδαμάντιος Κοραής και ο άγνωστος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας». Στα χρόνια αυτά και υπό την επίδραση των εθνικών κινημάτων και της λεγόμενης «αρχής των εθνοτήτων» η ταυτότητα και η αυτοσυνειδησία των ορθοδόξων Ελλήνων Ρωμιών μεταβάλλεται:  από το Ρωμιός περνάμε στον Έλληνα. Η ταυτότητα πλέον των κατοίκων της Ελλάδας δεν είναι η μόνο θρησκευτική αλλά και εθνική.

Έτσι κατά την περίοδο της Επανάστασης υιοθετήθηκε οριστικά η ονομασία «Έλληνας».  Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Έλληνας (με την εθνική του πλέον ονομασία) έπαψε να είναι χριστιανός και δη ορθόδοξος. Απλώς, άλλαξε τώρα η ματιά με την οποία έβλεπε τον εαυτό του  και γι’  αυτό  δεν πολεμά πια μόνο για την πίστη του αλλά και για την πατρίδα του. Έτσι, ο Έλληνας μπαίνει στην Επανάσταση με το σύνθημα, όπως αναφέρεται στην Προκήρυξη του Υψηλάντη: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Από την παράδοσή του κρατεί την πίστη του, από τις νεωτερικές ιδέες την ιδέα της πατρίδας.

Αλλά η Επανάσταση ως ένα μοναδικό γεγονός εθνεγερσίας, με θυσίες χιλιάδων ανθρώπων (τα θύματα της Επανάστασης υπολογίζονται σε 800.000 σε ένα πληθυσμό 2.500.000 ανθρώπων) και με πράξεις ηρωισμού μοναδικές, έδωσε αφορμή να εμφανιστούν πνευματικές κινήσεις και πνευματικοί άνθρωποι στον ελλαδικό χώρο, οι οποίοι με το έργο τους κατέγραψαν και ύμνησαν τον αγώνα των Ελλήνων. Πρώτα- πρώτα γίνονται προσπάθειες που αφορούν την παιδεία των ελληνόπουλων

. Όλες οι Εθνοσυνελεύσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης αλλά και τα πρώτα Συντάγματα μεριμνούν για την εκπαίδευση, η οποία στα χρόνια του αγώνα είχε καθαρά ηθικό προσανατολισμό, κάτι που άλλαξε στα χρόνια του Καποδίστρια. Ο δεύτερος τομέας όπου παρατηρείται άνθηση είναι η δημοσιογραφία και ο τύπος: στη διάρκεια της Επανάστασης εκδόθηκαν δέκα εφημερίδες. Ο χώρος της Ποίησης, επίσης, αρχίζει να εμφανίζει σπουδαία έργα.

Αναφερόμαστε κυρίως στα Επτάνησα και την λεγόμενη Επτανησιακή Σχολή, όπου πρωτοστατεί ο εθνικός μας ποιητής και μεγαλύτερος ποιητής της νεότερης Ελλάδας Διονύσιος Σολωμός και τον ακολουθούν οι μετασολωμικοί Γεώργιος Τερτσέτης,  Ιούλιος Τυπάλδος, Ιάκωβος Πολυλάς, Γεράσιμος Μαρκοράς κ.ά. Από τους πλέον σημαντικούς ποιητές της εποχής είναι επίσης ο επίσης Επτανήσιος Ανδρέας Κάλβος, ο οποίος γράφει τις «Ωδές» του εμπνεόμενος, όπως και ο Σολωμός, από τον αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων. Την ίδια εποχή (1824) ο Γάλλος Κλωντ Φοριέλ εκδίδει τα «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια», όπου περιλαμβάνεται και ο « Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού.

«Η έκπληξη και η αίσθηση που προκάλεσε η ανακάλυψη μιας άγνωστης έως τότε ποιητικής ηπείρου ήταν τεράστια, Λοιπόν, οι Νεοέλληνες δεν είχαν μονάχα επίλεκτους εκπροσώπους, άξιους να συνυπάρχουν με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους στα σαλόνια ή στα πανεπιστήμια, παρά διέθεταν, συνολικά, ως λαός ένα εξαιρετικά καλλιεργημένο ποιητικό αίσθημα-τι καλύτερη απόδειξη για το υψηλό τους επίπεδο, για το δικαίωμά τους να κατατάσσονται ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη;» (Αλέξη Πολίτη, «Ποίηση και Πεζογραφία» στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος 3ος, σ. 333).

Την ίδια εποχή στην Αθήνα ποιητές όπως ο Παναγιώτης Σούτσος υιοθετούν στην ποίησή τους τον Ρομαντισμό, ενώ ένας μεγάλος αριθμός λογίων συγκεντρώνεται στην επαναστατημένη Ελλάδα, όπου  εμφανίζεται η λογοτεχνική κριτική και η ιστοριογραφία.

Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε άλλες πτυχές του πνευματικού βίου, όπως η μουσική ή η ζωγραφική καθώς και στις επιδράσεις που δέχτηκε ο πνευματικός βίος των Ελλήνων από την Ευρώπη ή, αντιθέτως, η έμπνευση που έδωσε ο αγώνας των Ελλήνων στους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών στην Ευρώπη. Είναι, λοιπόν σαφές ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν απλώς μια σειρά από πολεμικά γεγονότα, αλλά είχε και μια πολύ σοβαρή πνευματική διάσταση, αφού έγινε πηγή έμπνευσης και καλλιτεχνικής δημιουργίας.

 

* Ο Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης είναι φιλόλογος- θεολόγος