Το 2000 η χιλιετία είχε μπει στις ζωές μας κι εγώ, λόγω της ανασφάλειας που δίνει σε όλους ο χρόνος που περνά, γύρευα αληθινές αξίες που θα είχαν σχέση με τα συναισθηματικά «πιστεύω» μου και τον κόσμο μου γενικότερα. Παρατηρούσα καθετί ακίνητο, κινητό, έμψυχο ή άψυχο γύρω μου. Περπατούσα πάνω στην πόλη κι αυτή περπατούσε πάνω μου.
Μόνο που από κάποια στιγμή και μετά, την έβλεπα με τρόπο βαθύ και περίεργο. Ένιωθα ότι την κοιτούσα με ματιά αλλιώτικη, σαν να της ανήκα και μου ανήκε, και ετούτο δεν έκρυβε καμιά ανόητη κι ανθρώπινη ματαιοδοξία ή φιλοδοξία.
Άρχισα να καταλαβαίνω τη γλώσσα της. Ήταν μαλακή και κάποιες φορές σκληρή, μα ποτέ ξύλινη. Μου έλεγε ιστορίες. Έκλαψα, γέλασα, θύμωσα, χάρηκα. Αγκάλιασα μια πόλη, την πόλη μου, την ιστορία της κι έναν παλιό πολιτισμό που από την ηλικιακή μου διαδρομή και ωριμότητα, πήρε αξία δυσθεώρητη μέσα μου.
Μεθυσμένος, γύρεψα συντρόφους και συνοδοιπόρους με τα ίδια βήματα, που να ακούν και να αναζητούν το παρελθόν και τη σιωπηλή ιστορία της κάθε πέτρας, του κάθε δρόμου, της κάθε παλιάς αυλής και σπιτιού στην πόλη αυτή.
Μα γνώριζα ότι ετούτο δεν ήταν εύκολο. Όπως γνώριζα ότι για να ακούς τη φωνή και τις ιστορίες της ακίνητης πέτρας με συνέπεια, ή τρελός ρομαντικός πρέπει να είσαι ή αρχαιολόγος, ξεναγός ή κάτι σχετικό, είτε να θες, μερικές σιωπηλές στιγμές, να ζεις στο παρελθόν.
Κάποια στιγμή συνάντησα στο facebook μια γυναίκα που ήδη γνώριζα. Η Ελένη Μπετεινάκη, σύζυγος του Αλέκου Δοκιμάκη, που ως παιδιά, ένα μικρό φεγγάρι, κάναμε παρέα. Εκείνη, έκανε κάτι που μου προκαλούσε εντύπωση και περιέργεια. Το ‘χε-και τόχει-συνήθειο πολύ νωρίς τα πρωινά να κατεβαίνει με το ποδήλατό της στο λιμάνι, στον Κούλε και να φωτογραφίζει τη θάλασσα δίπλα του.
Ένα από τα τρία-τέσσερα πράγματα που χαρακτηρίζουν το Ηράκλειο, είναι το κάστρο του Κούλε.
«Τι βλέπει, τι αναζητά η Ελένη;», αναρωτιόμουν.
Ένιωθα ότι ετούτο που έκανε, έκρυβε κάτι που έμοιαζε με το συναίσθημά μου για την πόλη, μα που δεν το κατανοούσα απόλυτα. Θέλησα να τη ρωτήσω αλλά ό,τι γινόταν, μου φαινόταν πολύ προσωπικό και ντράπηκα. Δεν έπαψα όμως να το νιώθω ως κάτι πολύ ευαίσθητο.
Έτσι, θέλησα να το ερμηνεύσω με τον δικό μου τρόπο. Σήκωσα τον στυλό κι έγραψα το διήγημα «Η πέτρα και η σταγόνα». Το έβαλα στο καινούργιο μου βιβλίο «Το Δίλημμα του Πλάτωνα», που μόλις κυκλοφόρησε.
Σ’ ευχαριστώ για την έμπνευση, Ελένη. Δεν ξέρω, ελπίζω να σ’ αρέσει το διήγημα. Ξέρω όμως κάτι σίγουρα, ότι αγαπάμε κι οι δυο την πόλη μας, το Ηράκλειο.