Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις μέρες από τότε που έγινε η μεγάλη επιχείρηση να φυγαδευθεί ο ελληνικός χρυσός από το Ηράκλειο στη Μέση Ανατολή για να μην πέσει στα χέρια των κατακτητών.
Ήταν Απρίλιος του 1941 όταν οργανώθηκε και εκτελέστηκε το σχέδιο φυγάδευσης του χρυσού που είχε στην κατοχή της η Τράπεζα της Ελλάδος κατά την εισβολή των Γερμανών. Και η Ελλάδα ήταν η μόνη από τις χώρες που κατελήφθησαν από τον άξονά που είχε προλάβει να σώσει τον χρυσό της!
Έχουν γραφτεί πολλά, συνωμοσιολογικά και όχι, για την περιπέτεια της μεταφοράς του ελληνικού χρυσού από την Κρήτη. Τι συνέβη εκείνες τις μέρες, πώς πάρθηκε η απόφαση για να προστατευθεί η περιουσία του ελληνικού λαού.
Έγιναν υποθέσεις πολλές, εικασίες και ευφάνταστα σχόλια, αλλά την αλήθεια μάθαμε από τη διήγηση του Ηλία Βενέζη στο «Χρονικό της Τράπεζας της Ελλάδας», έκδοσης 1955 με πρόλογο του τότε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και μετέπειτα πρωθυπουργού Ξενοφώντα Ζολώτα.
Η αρχική ιδέα
Από τις πρώτες μέρες του 1941 ήξεραν στην Αθήνα ότι η πλάστιγγα του πολέμου θα έγερνε υπέρ του άξονα καθώς η Γερμανία θα έμπαινε στον πόλεμο στο πλευρό των Ιταλών. Ήταν πλέον φανερό ότι ολόκληρη η χώρα θα καταλαμβανόταν από τους Γερμανούς. Αποφασίσθηκε τότε όπως ο βασιλιάς και η κυβέρνηση αναχωρήσουν από την Αθήνα για να συνεχίσουν τον αγώνα και να υπερασπισθούν τα συμφέροντα της χώρας.
Ο βασιλιάς και η κυβέρνηση, μετά και την αίτηση του πρεσβευτή της Μ. Βρετανίας, κάλεσαν τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος να ακολουθήσει την κυβέρνηση και να μεταφέρει την έδρα της τραπέζης εκτός των τμημάτων της χώρας που θα καταλάμβανε ο εχθρός.
Τόσο ο διοικητής της τράπεζας Κυριάκος Βαρβαρέσος όσο και ο υποδιοικητής Γεώργιος Μαντζαβίνος, υπακούοντας στην πρόσκληση, ακολούθησαν τον βασιλιά και την κυβέρνηση, με την απόφαση να μεταφέρουν την έδρα της τραπέζης εκεί όπου θα ήταν και η έδρα της ελεύθερης ελληνικής κυβέρνησης.
Την διοίκηση της ΤτΕ συνόδευσαν και ανώτεροι υπάλληλοι, συγκεκριμένα οι Αριστείδης Λαζαρίδης, Μίνως Λεβής και Σωκράτης Κοσμίδης. Προτού φύγει από την Αθήνα η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος είχε φροντίσει να μεταφέρει μακριά από την Αθήνα, στην Κρήτη, τα αποθέματα χρυσού της τραπέζης.
Χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση, ο διοικητής της τραπέζης Γεώργιος Μαντζαβίνος αφηγήθηκε στον Βενέζη το χρονικό εκείνης της μετακίνησης της διοίκησης της τραπέζης και την περιπέτεια της διάσωσης του χρυσού της.
«Θυμάμαι» έλεγε «ότι, αμέσως μόλις έγινε κατάδηλη η πρόθεση της Γερμανίας να βοηθήσει την Ιταλία στον αγώνα της ενάντια στην Ελλάδα – αγώνα τον οποίο είχε σχεδόν χάσει –, λάβαμε μέτρα για να μεταφερθεί ο χρυσός από τα θησαυροφυλάκια της Τράπεζας σε ασφαλές μέρος έξω από την Αθήνα. Προκρίθηκε η Κρήτη, το υποκατάστημά μας Ηρακλείου, όπου είχαμε αρκετά ασφαλή χρηματοκιβώτια. Ο χρυσός, που ανερχόταν σε ουγγιές καθαρού καθ’ υπολογισμό βάρους 610.796, έπρεπε πρώτα να τοποθετηθεί σε ασφαλή κιβώτια.
Όταν έγινε αυτή η προπαρασκευαστική εργασία, την οποία μόνο εμείς οι τρεις ή τέσσερις γνωρίζαμε στην Τράπεζα, ζητήθηκε συνδρομή από το Ναυτικό Επιτελείο, το οποίο έθεσε στη διάθεσή μας δυο αντιτορπιλικά, τον “Βασιλέα Γεώργιο” και τη “Βασίλισσα Όλγα”, τα οποία μετέφεραν τον χρυσό στο Ηράκλειο. Η μεταφορά έγινε στις αρχές Φεβρουαρίου, θυμάμαι ήταν Καθαρά Δευτέρα.
Η αναχώρηση της διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος από την Αθήνα, κατ’ ακολούθηση της αναχώρησης του βασιλιά και της κυβέρνησης, έγινε στις 22 Απριλίου 1941. Οι ανώτεροι υπάλληλοι της Τράπεζας Λαζαρίδης, Λεβής και Κοσμίδης, οι οποίοι θα μας συνόδευαν, πήραν εντολή να μεταβούν στον Μαραθώνα κι εκεί να επιβιβαστούν σε ένα πλοίο που είχε επιταχθεί.
Η επίθεση
«Το ατμόπλοιο στο οποίο επρόκειτο να επιβιβαστούν βυθίστηκε από τα γερμανικά Στούκας. Οι υπάλληλοί μας αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Αθήνα και να φύγουν το ίδιο βράδυ από τον Πειραιά με άλλο οπλιταγωγό (σ.σ.: πολεμικό πλοίο, μεταγωγικό οπλιτών).
Το ίδιο επίσης βράδυ φεύγαμε κι εμείς με την κυβέρνηση, με το αντιτορπιλικό “Βασίλισσα Όλγα”. Η επιβίβασή μας έγινε υπό τραγικές συνθήκες σε μια παραλία των Μεγάρων. Πλάι μας καιγόταν ένα ατμόπλοιο που είχε προ ολίγου βομβαρδιστεί από τα Στούκας. Πικρά συναισθήματα μας συνέθλιβαν. Φεύγαμε για ένα ταξίδι αγνώστου χρόνου και κανείς μας δεν γνώριζε αν επρόκειτο να επιστρέψουμε ζωντανοί.
Φθάσαμε το πρωί της 23ης Απριλίου 1941 στη Σούδα. Ο βασιλιάς είχε μόλις φθάσει με αεροπλάνο, συνοδευόμενος μόνο από τον πρωθυπουργό, τον πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερό.
Δεν είχαμε προλάβει να αποβιβαστούμε στη Σούδα, όταν μια επιδρομή Στούκας μάς ανάγκασε να καλυφθούμε μέσα σε έναν ελαιώνα.
Από τη Σούδα πήγαμε στα Χανιά και εγκατασταθήκαμε στο υποκατάστημα της Τράπεζάς μας. Οι μέρες εκείνες στα Χανιά ήταν πολύ δύσκολες, γιατί, αμέσως μόλις οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα και απέκτησαν αεροπορική βάση, άρχισαν τις επιδρομές, δυο και τρεις φορές την ημέρα, εναντίον των Χανίων».
Μετά την Κρήτη
Τις επόμενες ημέρες ξεκαθάρισε ότι θα πέσει και η Κρήτη γι αυτό και εκπονήθηκε σχέδιο εκκένωσης και ο χρυσός αποφασίστηκε να μεταφερθεί από το Ηράκλειο στη Πραιτώρια, έδρα της κεντρικής Τράπεζας της Νότιας Αφρικής. Ο χρυσός σε πρώτη φάση μεταφέρθηκε στη Σούδα από το Ηράκλειο με ένα μικρό αγγλικό ρυμουλκό που λεγόταν “salvia” με καπετάνιο έναν έφεδρο αξιωματικό του αγγλικού εμπορικού στόλου. Υπό διαρκείς επιθέσεις Στούκας ο χρυσός μεταφέρθηκε από το Ηράκλειο στο λιμάνι και εκεί φορτώθηκε στο ρυμουλκό.
Τον χρυσό συνόδευσαν δύο από τους τρεις υπαλλήλους της Τράπεζας. Όταν ξεκίνησε το “salvia” τα στούκας που το παρακολουθούσαν, επιτέθηκαν εναντίον του, όμως ο κυβερνήτης κατόρθωσε με μικρά αντιαεροπορικά πολυβόλα να καταρρίψει δύο από τα Γερμανικά αεροπλάνα.
Το ταξίδι συνεχίστηκε σε συνεχή συναγερμό και με τον χρυσό όλον στο κατάστρωμα μέχρι που το πλοίο έφτασε στη Σούδα. Εκεί άρχισε το νέο δύσκολο εγχείρημα καθώς τα κιβώτια του χρυσού έπρεπε να μεταφερθούν σε πλοίο που είχε ορίσει ο Άγγλος ναύαρχος για να παραλάβει τον χρυσό και να τον μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια. Ο ναύαρχος παρόλο που μαινόταν ναυμαχία την προηγούμενη μέρα στο Κρητικό Πέλαγος, είχε δεχτεί να αποσπάσει από τη μοίρα του μία αξιόλογη μονάδα, το καταδρομικό “Διδώ” και να το θέσει στη διάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος
Υπό συνεχή συναγερμό και βομβαρδισμό των «στούκας» ο χρυσός μεταφέρθηκε στο καταδρομικό με τη βοήθεια και άγγλων ναυτών, ενώ τα πυροβόλα του πλοίου έβαλαν συνεχώς άρχισε χτυπημένο να καίγεται ένα δανέζικο πλοίο.
Ενα κιβώτιο την ώρα που μεταφερόταν στο κύτος του καταδρομικού έσπασε και το κύτος γέμισε χρυσές λίρες. Ο κυβερνήτης διέταξε ένα συνεργείο ναυτών να μαζέψει όλες τις λίρες που είχαν σκορπίσει. Όλες βρέθηκαν εκτός από μία…
Στη νότια Κρήτη
Ο Γεώργιος, ο Τσουδερός και ο Βαρβαρέσος έφτασαν στον νότο της Κρήτης υπό μυθιστόρηματικές συνθήκες. Ο Μαντζαβίνος αποχώρησε με οπλιταγωγό στην Αλεξάνδρεια. Όταν έφτασε, ο χρυσός ήταν ήδη εκεί και αποθηκεύτηκε στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Αιγύπτου.
Σε συνεννόηση με τους συμμάχους, αποφασίστηκε ο χρυσός να μεταφερθεί μέσω του Σουέζ στη Ν. Αφρική. Η Αιγυπτιακή τράπεζα όμως αρνήθηκε να δώσει τον χρυσό πίσω λέγοντας ότι η τράπεζα της Ελλάδος βρισκόταν στην Αθήνα. Έγιναν πολλά διαβήματα και τελικά ο χρυσός τοποθετήθηκε σε φορτηγά αυτοκίνητα και υπό τη συνοδεία τανκς μεταφέρθηκε μέσω της ερήμου στο Σουέζ.
Εκεί φορτώθηκε σε εμπορικό πλοίο στο οποίο επιβιβάστηκε και ο διευθυντής Αριστείδης Λαζαρίδης μαζί με έναν υπάλληλο έτσι ο χρυσός μεταφέρθηκε στο Durban της Νότιας Αφρικής στο οποίο έφτασε και φορτώθηκε σε ειδική αμαξοστοιχία την οποίαν είχε θέσει στη διάθεσή της ΤτΕ ο Στρατάρχης Σματς. Με τη συνοδεία του διευθυντή Αριστείδη Λαζαρίδη μεταφέρθηκε στο Germiston της Νότιας Αφρικής όπου αποθηκεύτηκε
αφού έγινε μετατροπή σε ομοειδείς ράβδους υπό την επίβλεψη της South African reserve Bank, της εκδοτικής Τράπεζας της Νότιας Αφρικής. Επειτα ο χρυσός μεταφέρθηκε στην Πραιτώρια που φυλάχθηκε.
«…επειδή ο χρυσός αποτελούνταν από διάφορα χρυσά νομίσματα, μέχρι και από ράβδους που είχαν προέλθει από τήξη χρυσών αντικειμένων στην Ελλάδα, ήταν ανάγκη να μετατραπεί σε ομοειδείς ράβδους που να περιέχουν τον καθορισμένο βαθμό καθαρότητας.
Από τη νέα τήξη του χρυσού, η οποία εκτελέστηκε υπό την επίβλεψη της South African Reserve Bank, εκδοτικής τράπεζας της Ν. Αφρικής, στο Τζέρμιστον της Ν. Αφρικής, προέκυψε χρυσός της κεκανονισμένης καθαρότητας βάρους 608.350 ουγγιών.
Ο χρυσός αυτός σε ράβδους μεταφέρθηκε στην Πραιτόρια, όπου και εναποτέθηκε για φύλαξη στα θησαυροφυλάκια της South African Reserve Bank. Τα έξοδα της μεταφοράς και της ανατήξεως του χρυσού ήταν ελάχιστα, γιατί, λόγω των ειδικών μέτρων ασφαλείας που είχαν ληφθεί, αποφύγαμε να πληρώσουμε ασφάλιστρα, τα οποία θα ανέρχονταν, σύμφωνα με τους μετριότερους υπολογισμούς, σε 500.000 λίρες» ανέφερε ο Ματζαβίνος. Που αργότερα θα χαρακτήριζε τη στάση των νοτιοαφρικανών ως ιπποτική. Ετσι, η Ελλάδα ήταν η μόνη από τις χώρες που κατελήφθησαν από τον άξονά που είχε προλάβει να σώσει τον χρυσό της..
«Έπειτα από σύντομη διαμονή στην Πραιτόρια και το Γιοχάνεσμπουργκ και έχοντας διακανονίσει το θέμα του χρυσού, μεταβήκαμε στο Κέιπ Τάουν, από όπου, μαζί με τον βασιλιά και την κυβέρνηση, αναχωρήσαμε για τη μόνιμη πλέον εκτός Ελλάδος προσωρινή έδρα μας, το Λονδίνο, που είχε ορισθεί ως έδρα και των λοιπών εν εξορία ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Φθάσαμε μέσω… Τρινιντάντ, μετά από περιπετειώδες κι επικίνδυνο για τη ζωή μας ταξίδι 28 ημερών, στις 22 Σεπτεμβρίου 1941. Εκεί εγκαταστήσαμε το κεντρικό κατάστημα του Ιδρύματος, δηλαδή την έκτη κατά σειρά προσωρινή έδρα της Τράπεζας της Ελλάδος εκτός των Αθηνών».