Από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, στο δυτικό μπλοκ και κυρίως στο εσωτερικό της Αμερικής είχαν αρχίσει να προβληματίζονται και να διατυπώνονται πολλαπλά ερωτήματα που αφορούσαν τις σχέσεις ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης και απαιτούσαν επιτακτικά κάποια λογικοφανή απάντηση. Αποτελούσε, ας πούμε, η Σοβιετική Ένωση απειλή για την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες; Γιατί η Σοβιετική Ένωση είναι τόσο καχύποπτη απέναντι στον έξω κόσμο και πώς αυτές οι υποψίες θα διαμορφώσουν την εξωτερική της πολιτική;

Υπήρχε περίπτωση η αχανής αυτή χώρα να δράσει επικίνδυνα και ανεξέλεγκτα κάποια στιγμή και πώς θα πρέπει να αντιδράσουν τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δύση, γενικότερα; Είχαν  βέβαια προηγηθεί όλα εκείνα τα ιστορικά γεγονότα που γνωρίσαμε, χρονικά βρισκόμαστε στο τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου  και κυρίως ήρθε στη δημοσιότητα το άρθρο του Τζωρτζ Κέναν με τίτλο  «Μακροσκελές τηλεγράφημα» (The Long Telegram) στα 1946, όπου γράφονταν και αναλύονταν πολλά όσον αφορά την αντιμετώπιση της ΕΣΣΔ.

Ένα από εκείνα που ήρθαν πολλάκις στην επικαιρότητα, έκτοτε,  ήταν κατά πόσο  ο συντάκτης του κειμένου πίστευε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προχωρήσουν σε πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, όπως και αν η ανάσχεση του κομμουνισμού πρέπει να αποτελεί  το επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Παράλληλα δεν έλειψαν και εκείνες οι φωνές που  ήταν της άποψης ότι ο Λύντον Τζόνσον χρησιμοποίησε την ανάσχεση αυτή  ως δικαιολογία για τη δράση των ΗΠΑ στο Νότιο Βιετνάμ.

Ο Αμερικανός διπλωμάτης, ακαδημαϊκός και διανοούμενος Τζωρτζ Κέναν (1904 – 2005) ήταν ένας από τους πιο οξυδερκείς παρατηρητές της πορείας της Σοβιετικής Ένωσης από τις αρχές του Ψυχρού Πολέμου, και ο  οποίος σε μικρή ηλικία, το 1926, εντάχθηκε στο διπλωματικό σώμα των ΗΠΑ. Ήταν καλός γνώστης της ρωσικής γλώσσας και υπηρετούσε στη Λετονία πριν από τη διπλωματική αναγνώριση της Σοβιετικής Ένωσης από τις ΗΠΑ, το 1933. Έτσι υπηρέτησε στο προσωπικό της πρεσβείας στη Μόσχα πριν και μετά τον Δεύτερο  Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τον Φεβρουάριο του 1946, λοιπόν, ο Κέναν συνέταξε μια εκτενή ανάλυση που συνήθως έμεινε στην ιστορία με το όνομα  ‘Μακροσκελές Τηλεγράφημα’, κι’ αυτό γιατί το κείμενο που εστάλη από τη Μόσχα στην Ουάσιγκτον περιείχε άνω των πέντε χιλιάδων λέξεων, κάτι το  εξαιρετικά ασυνήθιστο εκείνον τον καιρό, γεγονός που αποδείκνυε τον επείγοντα και σοβαρό χαρακτήρα της συγκεκριμένης αναφοράς του Κέναν στους προϊσταμένους του.

Ο Τζωρτζ Κέναν είχε κληθεί απ’ αυτούς να εξηγήσει γιατί η Σοβιετική Ένωση ήταν αντίθετη με τη νεοσύστατη Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά εκείνος εκμεταλλεύτηκε επίσης την ευκαιρία για να προσφέρει στην Ουάσιγκτον ένα οξυδερκές, εκτενές δοκίμιο σχετικά με τις μεθόδους και τα κίνητρα του σοβιετικού κομμουνισμού και τον τρόπο με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να αντιδράσουν.

Οι γνώμες του Κέναν  σχετικά με την ‘πολιτική της ανάσχεσης’, περιεγράφησαν  λεπτομερώς σε ένα άρθρο του με τίτλο ‘Οι πηγές της σοβιετικής συμπεριφοράς’ (The Sources of Soviet Conduct) που δημοσιεύθηκε στο Foreign Affairs τον επόμενο χρόνο, το 1947. Το πλέον ουσιώδες σημείο εκείνου του άρθρου, ήταν ότι το κύριο στοιχείο οποιασδήποτε πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της Σοβιετικής Ένωσης πρέπει να συνίσταται στη μακροπρόθεσμη, υπομονετική αλλά σταθερή και άγρυπνη ανάσχεση των ρωσικών επεκτατικών τάσεων.

Έτσι εκείνη η ανάσχεση εξελίχτηκε στον θεμέλιο λίθο της εξωτερικής πολιτικής των   ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο, ενώ ο συντάκτης του διορίστηκε διευθυντής του Επιτελείου Σχεδιασμού Πολιτικής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, θέση στην οποία παρέμεινε για τα επόμενα δύο χρόνια. Ο Κέναν είχε συμβουλέψει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επιλέξουν προσεκτικά τα σημεία αντίστασής τους, με ταυτόχρονη την “ανάσχεση” η οποία θα μπορούσε να λάβει πολλές μορφές.

Κάποια χρήσιμα συμπεράσματα από εκείνη την εποχή, μπορούν να εξαχθούν μετά από τα παραπάνω. Η ΕΣΣΔ ζούσε σε ανταγωνιστική καπιταλιστική περικύκλωση με την οποία μακροπρόθεσμα δεν θα μπορούσε να υπάρξει μόνιμη ειρηνική συνύπαρξη.

Όπως δήλωσε ο Στάλιν, το 1927, σε αντιπροσωπεία Αμερικανών εργατών, «… στην πορεία της περαιτέρω εξέλιξης της διεθνούς επανάστασης θα αναδυθούν δύο κέντρα παγκόσμιας σημασίας: ένα σοσιαλιστικό κέντρο, που θα έλκει προς το μέρος του τις χώρες που τείνουν προς το σοσιαλισμό, και ένα καπιταλιστικό κέντρο, που θα έλκει προς το μέρος του τις χώρες που τείνουν προς τον καπιταλισμό. Η μάχη μεταξύ αυτών των δύο κέντρων για την κυριαρχία της παγκόσμιας οικονομίας θα κρίνει τη μοίρα του καπιταλισμού και του κομμουνισμού σε ολόκληρο τον κόσμο».

Ο καπιταλιστικός κόσμος, συνέχισε,  μαστίζεται από εσωτερικές συγκρούσεις, εγγενείς στη φύση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι συγκρούσεις αυτές είναι άλυτες με ειρηνικό συμβιβασμό. Οι εσωτερικές συγκρούσεις του καπιταλισμού δημιουργούν αναπόφευκτα πολέμους.

Οι πόλεμοι που δημιουργούνται έτσι μπορεί να είναι δύο ειδών. Πόλεμοι μεταξύ δύο καπιταλιστικών κρατών και πόλεμοι επέμβασης εναντίον του σοσιαλιστικού κόσμου. Οι έξυπνοι καπιταλιστές, αναζητώντας μάταια διαφυγή από τις εσωτερικές συγκρούσεις του καπιταλισμού, τείνουν προς τις δεύτερες, δηλαδή τους πολέμους εναντίον των σοσιαλιστικών κρατών.

Έτσι, για τους αμερικανούς, η άποψη και ουσιώδης πεποίθηση  της σοβιετικής πολιτικής, ήταν ότι θα πράξουν τα πάντα για να προωθηθεί η σχετική ισχύς της ΕΣΣΔ ως ισχυρός παράγων στη διεθνή κοινωνία, και ακόμα δεν θα έπρεπε να απωλέσουν καμία ευκαιρία για να μειώνουν συνεχώς  τη δύναμη και την επιρροή, τόσο συλλογικά όσο και ατομικά, των καπιταλιστικών δυνάμεων.

Οι σοβιετικές προσπάθειες, καθώς και εκείνες των φίλων της Ρωσίας στο εξωτερικό, έπρεπε να κατευθύνονται προς την εμβάθυνση και την εκμετάλλευση των διαφορών και των συγκρούσεων μεταξύ των καπιταλιστικών δυνάμεων με επαναστατικές αναταραχές, ή όποια άλλη παρεμφερή διαδικασία, αξιοποιώντας έξυπνα τα ‘δημοκρατικά και προοδευτικά’ στοιχεία στο εξωτερικό, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, για να ασκηθεί πίεση στις καπιταλιστικές κυβερνήσεις σε κατευθύνσεις που να συμφωνούν με τα ευρύτερα σοβιετικά συμφέροντα.

Για τους λόγους αυτούς, στην Αμερική  όλοι πίστευαν ότι έπρεπε να προσεγγίσουν με νηφαλιότητα  το πρόβλημα της αντιμετώπισης της Ρωσίας. Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να γίνει αυτή η προσέγγιση, οι αμερικανικές πηγές έλεγαν πως οφείλουν να τη  μελετήσουν με  θάρρος, αντικειμενικότητα και  βεβαίως αποφασιστικότητα.

Διατύπωναν την άποψη πως πολλοί ξένοι λαοί, τουλάχιστον στην Ευρώπη, είναι κουρασμένοι και φοβισμένοι από τις εμπειρίες του πρόσφατου παρελθόντος και ενδιαφέρονται λιγότερο για την αφηρημένη και ακαθόριστη ελευθερία, σε σχέση με την  ασφάλεια. Αναζητούν καθοδήγηση και όχι ευθύνες. Εμείς, έλεγαν,  θα πρέπει να είμαστε σε καλύτερη θέση από τους Ρώσους να τους δώσουμε αυτό, γιατί  αν δεν το κάνουμε εμείς, θα το κάνουν σίγουρα οι Ρώσοι!

Κάπως έτσι πορεύτηκε ο κόσμος μας στην ψυχροπολεμική εκείνη περίοδο, έως ότου ο Τζωρτζ Κέναν επανήλθε στην επικαιρότητα, το 1997, δηλαδή μετά την πλήρη διάλυση της πάλαι ποτέ κραταιάς σοβιετικής ένωσης, με ένα άλλο κείμενό του, αυτή τη φορά στους Τάιμς της Νέας Υόρκης και τίτλο ‘Ένα μοιραίο λάθος’ (A fateful error), με αντικείμενο την προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ.

Να υπενθυμίσουμε, για την ιστορία, ότι ο στρατηγός Ντουάιτ Ντέιβιντ «Άικ» Αϊζενχάουερ ήταν ο πρώτος ανώτατος στρατιωτικός διοικητής του ΝΑΤΟ, ενώ αργότερα, από το 1953 μέχρι το 1961, υπηρέτησε ως 34ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Λίγο μετά την ανάληψη της θέσης του ως επικεφαλής του ΝΑΤΟ, έγραψε τα εξής λόγια τον Φεβρουάριο συγκεκριμένα του 1951: «Αν σε δέκα χρόνια, όλα τα αμερικανικά στρατεύματα που έχουν σταθμεύσει στην Ευρώπη για σκοπούς εθνικής άμυνας δεν έχουν επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε όλο αυτό το σχέδιο (του ΝΑΤΟ δηλαδή) θα έχει αποτύχει»!

Αναρωτάται κανείς ποια θα ήταν η αντίδρασή του σήμερα, αν μάθαινε ότι τόσα  χρόνια αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η πλέον ισχυρή και κυρίαρχη δύναμη αυτού του οργανισμού, ελάμβανε μέρος σε ένα πολύ φιλόδοξο αλλά και επικίνδυνο σχέδιο όχι μόνο για τη συνέχιση της ισχυρής στρατιωτικής παρουσίας στην γηραιά ήπειρο, αλλά και την προς ανατολάς προέκτασή του με ότι κινδύνους για την ανθρωπότητα συνεπάγεται αυτή η διαδικασία, όπως γνωρίσαμε καλά τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον, ο Αϊζενχάουερ μαζί με μια μεγάλη ομάδα έγκριτων στρατιωτικών, πολιτικών και ακαδημαϊκών, υπέγραψαν   μια ανοιχτή επιστολή προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ, στην οποία χαρακτήριζαν  το σχέδιο επέκτασης του ΝΑΤΟ ως ένα ‘πολιτικό λάθος ιστορικών διαστάσεων’! Ευλόγως θα αναρωτηθεί ο κόσμος σε όλο τον πλανήτη, γιατί τόσοι πολλοί   γνώστες και υπεύθυνοι άντρες εξέφρασαν αυτές τις ισχυρές αντιρρήσεις για την επέκταση του ΝΑΤΟ.

Όμως ο έμπειρος  διπλωμάτης και ιστορικός Τζωρτζ Κέναν, είχε ήδη τοποθετηθεί επί του επίμαχου θέματος: «Η επέκταση του ΝΑΤΟ θα ήταν το πιο μοιραίο λάθος της αμερικανικής πολιτικής στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Μια τέτοια απόφαση μπορεί να αναμένεται … ότι  θα ωθήσει τη ρωσική εξωτερική πολιτική προς κατευθύνσεις που αναμφίβολα δεν μας αρέσουν».

Από τότε και μετά, διατυπώθηκαν πολλές απόψεις και σε διάφορα μέρη του κόσμου, οι οποίες εστιάζονταν στο γεγονός ότι τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν καλύτερα με δράσεις οι οποίες θα  προωθούσαν τη διαρκή ειρήνη στην Ευρώπη μέσω ρυθμίσεων ασφαλείας αλλά που θα περιελάμβαναν υποχρεωτικά την αχανή  Ρωσία ως συνεργάσιμο και συμμετέχοντα παράγοντα. Η επέκταση του ΝΑΤΟ, ωστόσο, όπως είδαμε στο παρελθόν, απέκλεισε  τη Ρωσία την ίδια στιγμή που μετακινούσε  τα σύνορα του ολοένα και  ανατολικότερα.

Ο  Χένρι Κίσινγκερ, περισσότερο ωμός και ένθερμος υποστηρικτής της επέκτασης του ΝΑΤΟ, ήταν πιο ειλικρινής και ακριβής όταν έγραφε ότι τα νέα μέλη επιδιώκουν να συμμετάσχουν στην βορειοατλαντική συμμαχία, όχι για να σβήσουν τις διαχωριστικές γραμμές, αλλά για να τοποθετηθούν μέσα σε μια εγγυημένη επικράτεια μετατοπίζοντας τα υπάρχοντα όρια του ΝΑΤΟ   μίλια ανατολικότερα, δηλώνοντας ευθαρσώς ότι ο πραγματικός σκοπός της επέκτασης ήταν η δημιουργία νέων διαχωριστικών γραμμών, και δίνοντας στη Μόσχα μια νέα σαφή νατοϊκή απειλή η οποία  μετακινείται ολοένα και πιο κοντά στα σύνορά της.

Όλες οι παραπάνω δηλώσεις αποκαλύπτουν ξεκάθαρα  ότι ο απώτερος σκοπός του ΝΑΤΟ, για τους δυτικούς,  ήταν και είναι η περικύκλωση της Ρωσίας. Η επέκταση του ΝΑΤΟ, υποστήριζαν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι περισσότεροι αναλυτές, ήταν μια  συνεχής προσπάθεια ώστε όχι μόνο να συνεχισθούν αλλά και να ενταθούν οι πολύχρονοι  διαχωρισμοί του Ψυχρού Πολέμου και να ενισχυθεί ταυτόχρονα η δυτική  συμμαχία απέναντι στη χίμαιρα μιας αναγεννημένης Ρωσίας που ήταν και είναι αποφασισμένη να επιβάλει την ηγεμονία της στην Ανατολική Ευρώπη.

Κι’ αυτό γιατί υπήρχε πάντα ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος να αναπτυχθεί ένας σκληροπυρηνικός, αντιδυτικός συνασπισμός στη Μόσχα ο οποίος και θα προχωρήσει  σε μέτρα κατά του ΝΑΤΟ στο μέλλον, ενώ δεν απέκλειαν και τη πιθανότητα  ανάδειξης στο προσκήνιο πυρηνικών κινδύνων. Κι’  όπως έλεγαν κάποιοι περισσότερο υποψιασμένοι και πολλά χρόνια πριν,  η αυταρχική επιμονή των ΗΠΑ στην επέκταση του ΝΑΤΟ αυστηρά με τους όρους της δύσης, θα μπορούσε  να αποδυναμώσει την ενότητα στο εσωτερικό  της συμμαχίας, κάτι το οποίο ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη σήμερα με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η περικύκλωση της τελευταίας είναι γεγονός με άγνωστες επί του παρόντος παγκόσμιες συνέπειες, ενώ αρχίζουν και ξεδιπλώνονται οι αντιδράσεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.

Η κάθε χώρα από τους δύο αυτούς συνασπισμούς, έχει τα δικά της συμφέροντα, κάτι που γνωρίζει καλά ο αυταρχικός Ρώσος ηγέτης και εκμεταλλεύεται κατάλληλα  και φυσικά εμείς στη δική μας χώρα για τους δικούς μας βεβαίως λόγους. Φάνηκε διάπλατα στις τελευταίες δύο δεκαετίες με την αποχωρήσασα Γερμανίδα καγκελάριο η οποία για το μόνο που ενδιαφέρθηκε με σοβαρότητα ήταν η οικονομία της χώρας της. Όλα τα  άλλα που βιώσαμε ήταν απλώς για το θεαθήναι!

Η ιστορία πάντα ήταν και πρέπει να είναι πολύτιμος σύντροφος και σύμβουλος για τους πολιτικούς. Εξαρτάται όμως από τους βαθύτερους στόχους τους, τις επιθυμίες τους και φυσικά τις όποιες αντοχές και κυρίως  κάτω από ποια επήρεια βρίσκονται κάθε φορά και ειδικά όταν καλούνται να λάβουν σοβαρές αποφάσεις!