Όσες φορές κι αν βρεθείς στην κορυφή των λόφων με τα ξωκλήσια του Τιμίου Σταυρού και του Αγίου Γεωργίου, εκεί δίπλα στα θαμμένα σπαράγματα της αρχαίας Λύττου, νοιώθεις ότι πάντα είναι η πρώτη φορά. Η γη δεν εκπέμπει απλά το πνεύμα του τόπου, όπως έγραφε ο βρετανός συγγραφέας Λόρενς Ντάρελ, αλλά κάτι περισσότερο. Πρέπει να συμβαίνει αυτό που δεν είναι μονάχα αντιληπτό από τους αλαφροΐσκιωτους της Ιστορίας και της Αρχαιολογίας: Εδώ το τοπίο αναδίδει ένα είδος ήσυχης γλυκύτητας, κάτι σαν από τη μεγάλη ηρεμία που ακολουθεί το ξεθύμασμα των κατακλυσμών.

Καρπερά χωματοβούνια με ελιές και λόφοι με αμπελόφυτες πεζούλες δεσπόζουν στις πλαγιές τους, που τις αναβαστούνε ξερολιθιές από αρχαίες πέτρες πλεγμένες με βάτα. Ένα οργιαστικό πράσινο πάνω στην πλούσια σάρκα του νησιού από τα χρόνια του Μίνωα, ξαπλωμένο ανάσκελα λες κι έχει παραδοθεί στα χάδια του πυρωμένου μεσημεριανού καλοκαιριάτικου ήλιου.  Άπλα ατέρμονη στο βορά ίσαμε την Ντία, στο Κρητικό πέλαγος.

Και προς τα νοτικά να ορθώνονται τα μολυβένια κι άπαρτα Λασιθιώτικα βουνά με την κορυφή του «Αφέντη», που σαν πελώριο τείχος ζώνουνε από τους λυβικούς ορίζοντες τη θαμμένη πόλη που έδωσε το παρόν στην τρωική εκστρατεία. Εκείνης που μνημονεύονταν από τον Όμηρο μέχρι τον Αριστοτέλη και τον Πολύβιο, και πλήθος επιγραφικών μαρτυριών.

Κι έτσι, καθώς χάνεσαι μέσα στην ατέρμονη φλυαρία των τζιτζικιών και το σύριγμα από τον ήχο του αέρα που καταξεσκίζεται ανύποπτος μέσα στις πευκοβελόνες των δέντρων μπροστά στα δύο ξωκλήσια, και το μάτι χάνεται στην απεραντοσύνη των κρητικών οριζόντων μέχρι τη θάλασσα, το σκηνικό στην κορυφή της ακρόπολης είναι τουλάχιστον υπερκόσμιο. Και δεν μπορείς παρά να μην βυθιστείς στη χοάνη της Ιστορίας. Σα να εισέρχεσαι σε μια αόρατη ρουφήχτρα του χρόνου.

Τότε που κάτω από τα πόδια σου, ζούσε μια ακμάζουσα και πολύβουη πολιτεία ισάξια στην αίγλη, της πάλαι ποτέ μεγάλης της αντίζηλης Κνωσού, που την ισοπέδωσε, για να γνωρίσει τη μεγάλη ακμή της στα μετέπειτα ρωμαϊκά χρόνια. Νοιώθεις κάτω από τις πατούσες σου να σπαρταρά ακόμη η θαμμένη ανάσα της και να φλεγοκοπούνε αναντρανιστά οι παλμοί της, που ποιος ξέρει, τι εκπλήξεις μας επιφυλάσσουν…

Τα μυστικά της πόλης με τις πάμπολλες επιγραφές και τις σπουδαίες ιστορικές αναφορές από τους περιηγητές, σηματοδοτούν ελπίδες για την σπουδαία αρχαιολογική σκαπάνη που έχει ήδη ξεκινήσει από τούτο τον Ιούλιο.

Όμως, αυτό το σημείωμα δεν φιλοδοξεί να παρουσιάσει το πρωτοποριακό ανασκαφικό έργο που είναι σε εξέλιξη, στα πλαίσια του μεγάλου ελληνο-αμερικανικού προγράμματος σε συνεργασία του Ινστιτούτου Προηγμένων Μελετών του Πρίνστον και του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης με διευθυντές ανασκαφής αντίστοιχα τους κ. Άγγελο Χανιώτη από το Πρίνστον, και τον κ. Αντώνη Κοτσώνα από τη Νέα Υόρκη, σε συνεργασία με την τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηρακλείου.

Η πεπλοφόρος Κόρη της Λύττου στο Βρετανικό Μουσείο
Αυτό ίσως θα είναι το αντικείμενο μιας ξεχωριστής επιφυλλίδας. Τούτο έχει σκοπό να αναδείξει την οικουμενική συνεισφορά των άγνωστων εκπατρισμένων κρητικών αρχαιολογικών θησαυρών που κοσμούν σήμερα το Βρετανικό Μουσείο.

Πρόκειται για ένα μικρό μαρμάρινο αγαλματίδιο της Ελληνιστικής περιόδου, μιας γυναίκας που φορά λεπτό χιτώνα ιμάτιο και που βρέθηκε το 1866 στη Λύττο. Μια πεπλοφόρος ακέφαλη Κόρη της, που εκτίθεται σήμερα στο τμήμα Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής Περιόδου, πολύ κοντά με τα Ελγίνεια Μάρμαρα. Το αγαλματίδιο ύψους 59,69 cm χρονολογείται στο 200-100 π.Χ. και το εύρημα είναι δωρεά των Λυσίμαχου και Μίνωα Καλοκαιρινού το 1867.

Μάλιστα ο επιμελητής αρχαιοτήτων τότε του Βρετανικού Μουσείου, εσφαλμένα το συσχέτισε με την αρχαία πόλη Λατώ κοντά στο σημερινό Άγιο Νικόλαο. Το αγαλματίδιο μαζί με ένα μινωικό πίθο μεταφέρθηκε το Σεπτέμβριο του 1866 στο Ηνωμένο Βασίλειο με το πλοίο HMS Wizard.

Για την Ιστορία, ο Λυσίμαχος Καλοκαιρινός, ήταν μια μεγάλη προ σωπικότητα της Κρήτης στα τέλη του 19ου αι., σοβαρός επιχειρηματίας, έξυπνος επενδυτής, με κολοσσιαία περιουσία και μόνιμος πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας από το 1859 έως το 1898 που δολοφονήθηκε από τους Τούρκους στα γεγονότα της 25ης Αυγούστου 1898.

Η πεπλοφόρος ακέφαλη Κόρη της Λύττου, στο σμιλεμένο ατόφιο μάρμαρο του άγνωστου καλλιτέχνη, ήταν ένα από τα πάμπολλα αγάλματα που θα κοσμούσε την ακμάζουσα πόλη των Ρωμαϊκών χρόνων, εκεί στις σαρκώδεις πλαγιές των αμπελόφυτων λόφων αναμεσίς στη σημερινή Κασταμονίτσα και τη Λύττο (Ξιδά), που φώλιαζε για ν’ αγναντεύει από τα ύψη κατά το βορά την κρητική θάλασσα.

Τα σκαρπέλα του άγνωστου καλλιτέχνη που θα συναγωνίζονταν επάξια εκείνα του Πραξιτέλη των κλασικών καιρών της Αθήνας, δώσανε σε τούτο το μικρό αγαλματίδιο απλόχερα, όλη την αρμονία, τη χάρη και τη συμμετρία των Ελληνιστικών καιρών. Κάτι τέτοια σαν και τούτα τα μάρμαρα από τη Λύττο, θα ήταν εκείνα που έκαναν τον Καβάφη να ομολογήσει πως «έτσι την ομορφιά πολύ ατένισε», αφού «γραμμές του σώματος σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα» εξακολουθούν να ενσαρκώνουν μέχρι τις μέρες μας απαράλλαχτο τον τελεσίδικο ορισμό του κάλλους και της αρμονίας στην Τέχνη αλλά και στη ζωή.

Η ακέφαλη Κόρη της Λύττου είναι σήμερα «κρατούμενη» όπως και τα άλλα Ελγίνεια Μάρμαρα. Κάπου ανάμεσα στη θύμηση και τη λησμονιά αλλοτινών εποχών, κλεισμένα στις φυλακές των καιρών μας, στο Βρετανικό Μουσείο στον μουντό ουρανό του Λονδίνου. Η λάμψη των ελληνικών μαρμάρων δεν μπορεί να αντισταθεί μετά από τόσους αιώνες στον επίσημο Κρατικό παραλογισμό αυτής της χώρας. Σε «κανόνες» και στο «Δίκαιο», που αν μη τι άλλο, υπεραμύνονται της τρέλας:

Να κρατά σε αιώνια αιχμαλωσία εκπατρισμένους καλλιτεχνικούς θησαυρούς άλλων χωρών, αναβαπτίζοντας συνεχώς στη γελοιοφροσύνη τούτη την τρέλα και ομνυόμενη πάνω σε αξίες που έχει διαπομπεύσει στο όνομα της προστασίας τόσο εκείνων των αξιών όσο και των ξένων αρχαιολογικών θησαυρών. Όμως, έστω και μέσα σε τούτη την κρατική σχιζοφρένεια του Λονδίνου και του Βρετανικού Μουσείου, αναδύεται αειθαλές το πανανθρώπινο κάλλος από τα εκπατρισμένα σπαράγματα των ξένων πολιτισμών.

Η πεπλοφόρος ακέφαλη Κόρη της Λύττου, μοιάζει σαν ένα στιγμιότυπο μέσα στην αθανασία που αποθεώνει την κίνηση, αποτυπώνει την Ελληνιστική ομορφιά, εξυψώνει τη συμμετρία, και αναδεικνύει τις αναλογίες στο μάρμαρο. Διαπορθμεύει στην αιωνιότητα «την ευρωστία της σαρκός και της νεότητας τ’ ωραίο σφρίγος». Πρέπει η Κόρη της Λύττου, μια πραγματική «ντίβα» της εποχής, ή να χόρευε ή να έτρεχε.

Τη φαντάζομαι πάνω σε ψηλό βάθρο έξω από το Βουλευτήριο ή το θέατρο της πόλης, κάτω από τις σκιές των πανύψηλων δρυάδων και των κυπαρισσιών που θα ‘ταν κατάφυτες οι πλαγιές της, μαζί με τα άλλα γλυπτά Ρωμαίων αυτοκρατόρων που ευεργετούσαν την πόλη, για να θυμίζει στους Λύττιους τη σιγουριά ενός ισχυρού και ευοίωνου μέλλοντος. Ο λεπτεπίλεπτος χιτώνας της καλλίπυγους νεανίδας, που ρίχνεται απαλά στο καλλίγραμμο σώμα της και τη διαγράφει κάνοντας πάμπολλες πτυχώσεις,  έχει γλιστρήσει από το δεξί ώμο της, εκθέτοντας το μπούστο της λεμονόστηθης και λυγερόκορμης Κόρης.

Το δεξί πόδι προταγμένο μπροστά με μια σιγουριά και βεβαιότητα για το βηματισμό της, θυμίζει το αντίστοιχο πρόταγμα της φτερωτής Νίκης της Σαμοθράκης που κι εκείνη είναι τυλιγμένη με τον πτυχωτό χιτώνα της. Και το αριστερό της χέρι λυγισμένο σε ορθή γωνία, για να αναβαστά τμήμα του χιτώνα της. Με ελαφρά λυγισμένο τον καρπό της και τα ευθύγραμμα δάχτυλα της παλάμης της ενωμένα, σχεδόν σαν τους μετά από 17 αιώνες μανιεριστικούς πίνακες της Αναγέννησης του Γκρέκο, μας αφήνει σήμερα έκθαμβους για τη μαστοριά των άγνωστων σκαρπέλων του Λύττιου καλλιτέχνη.

Τι άραγε να κρατούσε με το ακρωτηριασμένο δεξί της χέρι και σε τι στάση να ήταν;

Κοιτάζεις την Κόρη της Λύττου και δεν βλέπεις παρά μια απατηλή οπτασία από το βάθος των καιρών και του χρόνου. Μια οπτασία άγνωστη και επήλυδα στους σημερινούς καιρούς τούτου του άμουσου κόσμου. Αντισυμβατική με την ασχήμια του παρόντος, αλλά απίστευτα έμμονη, αφού για πολλούς από εμάς, εξακολουθεί να σημαίνει Ελλάδα, Ελληνιστικό κάλλος, ομορφιά, αρμονία.

Η πεπλοφόρος Κόρη της Λύττου στο Βρετανικό Μουσείο, είναι η ίδια η εικόνα μιας χώρας από ερείπια, σπασμένα μάρμαρα και κολόνες, σπαράγματα από αγγεία. Σωριασμένες προσόψεις και θριγκούς ναών, ξεκοιλιασμένους τάφους μέσα σε αμπέλια και λιόφυτα. Είναι η βουλιαγμένη μνήμη αιώνων σε ξανθούς γιαλούς.

Ανθρώπινα όντα κοσμούσαν πριν από δεκάδες αιώνες αυτά τα ερείπια και πέρασαν στις μέρες μας μεταμορφωμένα με την ακινησία του λευκού μαρμάρου ή τις τοιχογραφίες σε τοίχους θαμμένων παλατιών. Όντα ντυμένα με λευκούς χιτώνες που κοίταζαν είτε γλαυκές θάλασσες, είτε το άπλετο φως του ελληνικού ουρανού.

Είτε απολάμβαναν τις χαρές της ζωής. Σε στάσεις ιερατικές, λες κι ο χρόνος, η Ιστορία και η διάρκεια στην Ελλάδα να υπήρξαν απλώς μια μακρόχρονη ακινητοποιημένη ενατένιση. Όπως η εκπατρισμένη ακέφαλη πεπλοφόρος Κόρη της Λύττου που γνέφει με το ιεροπρεπές ελληνιστικό Κάλλος της σε ένα παγκοσμιοποιημένο Κόσμο με κοινές αιώνιες αξίες.