Στη διαχρονικότητα υπάρχουν λέξεις, προτάσεις, σκέψεις ή πράγματα, που παραμένουν αναλλοίωτα, επίκαιρα και στολίζουν έναν άνθρωπο, μια κοινωνία, ένα  λαό. Καταλυτικό ρόλο παίζει το DNA, η υποδομή, η ευαισθησία και η κουλτούρα του. Δε διάβασε, δε διδάχθηκε αλλά εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο, την ψυχή του. Είναι αυτό που φαίνεται, αυτό που τον χαρακτηρίζει, το μεγαλείο του, που δε χρειάζεται διευκρινίσεις και σε αφήνει άφωνο.

“Μπάρμπα Κωστή ίντα κάνεις;”Πέρασαν δευτερόλεπτα μέχρι να ξεδιπλωθεί, να καταφέρει να υψωθεί η κουρασμένη και βαρυφορτωμένη από τα χρόνια φιγούρα, υποβασταζόμενος από το μπαστούνι, για να γνωρίσει ποιος είναι εκείνος που ενδιαφέρθηκε για τη διάθεσή του και την υγεία του. Χωρίς να σκεφθεί, η βροντερή φωνή, ο αυθορμητισμός και η σιγουριά, επαφίεται στη διάγνωσή μου: “Η παρουσία μου σε πληροφορεί”.

(Δηλαδή: εσύ πώς με βρίσκεις;) και σκέφτεσαι, αυτό μόνο κατάφερε να απαντήσει ή έκανε ερώτηση πάνω στην ερώτηση; Αφού βρήκα τα λόγια μου, άρχισα να επιστρατεύω   τις γνώσεις μου, να γυρεύω λέξεις, για να απαντήσω κατάλληλα στην απάντηση του μπάρμπα.

Πώς να μπεις στο πνεύμα του, πώς να τον ικανοποιήσεις με τη διάγνωσή σου, για να συνεχιστεί η κουβέντα στο ίδιο επίπεδο; Αυτός ο θυμόσοφος άνθρωπος, που ζει στη φύση, που μιλεί και συνεργάζεται μ’ αυτή, αντιπροσωπεύει έναν περήφανο λαό και σε προκαλεί να μαζέψεις όλες τις ειδικότητες των γιατρών, να διαγνώσουν από τη φάτσα, ίντα κάνει ο μπάρμπας.

Όλος ο ψυχικός και ο σωματικός κόσμος είναι στη φάτσα του, που εξαρτάται από τα ερεθίσματα που θέλει να προκαλέσει ή δέχεται και κοκκινίζει, κιτρινίζει, κλαίει, γελά, είναι βορράς, νότος, ανατολή, δύση και κουζουλένεσαι. Σα να λέει: είμαι ανοιχτό βιβλίο, δεν έχω να κρύψω τίποτα, ούτε να προβάλω τίποτα, δεν εξυπηρετώ σκοπιμότητες, δε με ενδιαφέρει, δε ντρέπομαι. Μπροστά σου είναι ο μπάρμπα Κωστής και ο κόσμος του, η θωριά του.

Όπως τον ήξερα, θα του ταίριαζε το τραγουδάκι: Τα παιδιά της γειτονιάς μου με πειράζουνε … (τα μεγάλα παιδιά). Η παροιμία που λέει ότι: τα λεφτά, ο βήχας, ο έρωτας και η φωτιά δεν κρύβονται, θα είναι λειψή, αν δε μπει και ο μπάρμπα Κωστής. Δυο μεγαλογιατροί μια φορά έβαλαν στοίχημα, αν έχει κύφωση ή σκολίωση ο γέρος, που πήγαινε πιο μπροστά καμπουριασμένος. Τον σταματούν και τον ρωτούν, αν έχει τη μια ή την άλλη πάθηση. Και ο γέρος απαντά: “Είμαι χεσμένος”.

Τις τελευταίες στιγμές ο Γιαννίκος ανεσηκώθη, άνοιξε τα μάθια και με όση δύναμη του είχε απομείνει, βάρεσε μια  γροθιά στον τοίχο και είπε  τα τελευταία λόγια: “Ψεύτη  κόσμε” συμπέρασμα της

μακροχρόνιας ζωής του.

Σκέφτηκες ποτέ, χωρίς να βγάλεις τον εαυτό σου έξω, ότι τα περισσότερα από αυτά που ακούς ή βλέπεις, για να μην πω όλα, τουλάχιστον από τους μισούς ανθρώπους είναι ψέμματα ή κρύβουν κάποια σκοπιμότητα;

Τι σχέση έχει η παρουσία του μπάρμπα Κωστή με τη ρεκλάμα (διαφήμιση), το άσπρο, το μαύρο, τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες του κάθε λιμοκοντόρου, που σου εξάπτει τη φαντασία, που σου ανεβάζει τη λίμπιντο και ξερογλύφεσαι, χωρίς να ξέρεις, πού θα σε βγάλει;

Πάντα ήσουν κοπάδι στο μαντρί, ταπεινωμένο, στενοχωρημένο, απογοητευμένο και έγλειφες τον κάθε μπαταξή από φόβο και ανασφάλεια, που άλλα σού ‘δειχνε και άλλα σού’μπηχνε (για το καλό σου).

Το βιβλίο δεν κρίνεται από το εξώφυλλο, εκτός από τα κιτάπια του μπάρμπα.

Ουφ… το κουλούρι σου ψήνεται στο φούρνο… ξα σου.

* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής