Ο Αλκίνοος, για να διασκεδάσει τον φιλοξενούμενό του Οδυσσέα, καλεί τον Δημόδοκο να παίξει την γλυκόλαλη κιθάρα, να τραγουδήσει και να χορέψουν τα παλληκάρια. OΟδυσσέας θαυμάζει εκστατικός τις σπίθες που έβγαζαν τα πόδια τους και ο Δημόδοκος τραγουδάει ένα προφανώς γνωστό δημοτικό ποίημα που έχει ενσωματωθεί στο έπος.

Βρισκόμαστε στην ραψωδία θ΄, στ. 266-365. Αν αναλογιστούμε ότι ο Όμηρος ήταν εκείνος που υπήρξε το βασικό ανάγνωσμα των αρχαίων Ελλήνων, ότι το δωδεκάθεο αποτελούσε τη βάση της θρησκείας τους διαχρονικά, ότι ο Σωκράτης καταδικάστηκε για ασέβεια, θα εκπλαγούμε με το τόσο τολμηρό περιεχόμενο του τραγουδιού.

Θέμα του η παράνομη ερωτική συνεύρεση της Αφροδίτης με τον Άρη. Της θεάς του έρωτα με τον πανέμορφο θεό του πολέμου. Εκείνη είναι σύζυγος του χωλού, αλλά υπέροχου τεχνίτη, του Ηφαίστου. Φαίνεται όμως ότι δεν χαίρεται μαζί του τον ποθητό έρωτα. Έχει βέβαια αρκετούς θνητούς ξεμυαλίσει και αρκετοί ήρωες, όπως ο Αινείας, είναι παιδιά της, με εξαιρετικής ομορφιάς νέους.

«Κι αυτός με τη σειρά του κρούοντας τη φόρμιγγα άρχισεν ωραία αοιδή

για τη φιλότητα του Άρη και της λαμπροστεφανωμένης Αφροδίτης,

πως στην αρχή έσμιξαν στ’ ανάκτορα του Ήφαιστου

κρυφά· ότι πολλά της χάρισε και ότι ντρόπιασε κρεβάτι και στρωμνή

του άνακτα Ηφαίστου· γρήγορα όμως του έφερε την είδηση

ο Ήλιος, ο οποίος τους αντιλήφθηκε που είχαν σμίξει σε φιλότητα.»

Οδύσσεια, ραψωδία θ’, στ. 266-271

Ο Ήλιος, πιθανόν από ζήλεια, μαρτυρεί στον Ήφαιστο ότι η σύζυγός του τον απατά. Εκείνος κατασκευάζει ένα δόλιο πλέγμα με λεπτές θηλιές, σαν ιστό αράχνης, και τον απλώνει στο συζυγικό κρεβάτι. Μετά προσποιείται ότι φεύγει για την Λήμνο και τότε ο Άρης:

«Ούτε και άλλο έμεινε να φυλάει ο Άρης με τα χρυσά ηνία,

μόλις τον ξακουστό τεχνίτη Ήφαιστο είδε να φεύγει μακριά·

σηκώθηκε και πήγε στο ανάκτορο του ξακουστού Ηφαίστου,

σφόδρα να σμίξει επιθυμώντας με τη λαμπροστέφανη Κυθέρεια.

Η οποία μόλις από του πατέρα της του παντοδύναμου Κρονίωνα

είχεν έρθει κι εκεί καθόταν· εκείνος μέσα μπήκε στο ανάκτορο

κι αφού της έπιασε το χέρι λόγια της είπε και ονόμαζε·

“Έλα, αγαπητή, να πάμε στο κρεβάτι να πλαγιάσομε·

δεν είναι πια ο Ήφαιστος εδώ, αλλ’ ήδη  κάπου

στη Λήμνο έχει πάει στους Σίντιες τους αγριόφωνους.”

Έτσι είπε, και στην ίδια ωραίο επίσης φάνηκε να κοιμηθούν μαζί.

Πήγαν και στο κρεβάτι ξάπλωσαν· και γύρω τ’ αριστοτεχνικά

δεσμά του πολυμήχανου Ηφαίστου απλώθηκαν,

κι ούτε από τα μέλη τους μπορούσαν κανένα να κινήσουν ή να σηκώσουν.

Τότε λοιπόν κατάλαβαν, όταν πια ήταν αδύνατο για να ξεφύγουν».

Οδύσσεια, ραψωδία θ, στ. 285-299

Ο Ήφαιστος επιστρέφει συλλαμβάνει τους παράνομους εραστές, βάζει τις φωνές και καλεί τους άλλους Θεούς για να καταγγείλει την πράξη. Οι θεές αποφεύγουν από ντροπή να παρουσιαστούν, έρχονται όμως οι άρρενες. Ο Ποσειδών, ο Ερμής και ο Απόλλωνας. Μας εκπλήττει η αντίδρασή τους:

«ἄσβεστος δ’ ἄρ’ ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι

τέχνας εἰσορόωσι πολύφρονος Ἡφαίστοιο»,

μτφ.:«άσβεστο γέλιο ξέσπασε στους μακάριους θεούς

καθώς αντίκρυσαν του πολυμήχανου Ηφαίστου τα τεχνάσματα».

Οδύσσεια, ραψωδία θ, στ.326

Ανάμεσα στα γέλια τους ο Απόλλων ρωτά τον Ερμή:

«Ερμή, του Δία γιε, ψυχοπομπέ, δοτήρα των καλών,

αλήθεια, θα ‘θελες στο κρεβάτι να πλαγιάσεις, δέσμιος

σε βαρειά δεσμά, πλάι στη χρυσή Αφροδίτη;»

Οδύσσεια, ραψωδία θ, στ.335-343

Όταν τελειώνουν τα πειράγματα και τα γέλια, μεσολαβεί ο Ποσειδών, υπόσχεται να αποζημιώσει τον Ήφαιστο με πλούσια δώρα, εκείνος πείθεται και απελευθερώνει τους ενόχους. Ο Άρης φεύγει για τη Θράκη και η “φιλομμειδής” Αφροδίτη καταφεύγει στην Πάφο, στον ναό της. Οι Χάριτες την λούζουν, την αλείφουν με αρώματα και την ντύνουν με ρούχα, θαύμα να τα κοιτάζεις. σΤα ερωτήματα που δημιουργούνται είναι πολλά. Εμείς θα περιοριστούμε στην περιληπτική καταγραφή του ομηρικού τραγουδιού. Ο καθένας ας δώσει την δική του απάντηση. Ας αναζητήσει από τις διάφορες φιλοσοφίες και θρησκείες κανόνες ηθικής.

Επιτρέψτε μου,όμως, να πω ότι ελάχιστοι από τους αναγνώστες θα παρέμεναν βράχοι ηθικής, αρνούμενοι την προσφορά του έρωτα της Αφροδίτης που λατρεύτηκε και έθρεψε την φαντασία μας τόσους αιώνες.

Ευχαριστώ και πάλι τον

φιλόλογο κ. Μανόλη Κ.

Χατζηγιακουμή για

την εξαιρετική μετάφραση

του ομηρικού κειμένου.