Σύσσωμος ο χριστιανικός κόσμος, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, γιορτάζει τον Δεκαπενταύγουστο τη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και τη Μετάστασή της από τον φθαρτό επίγειο κόσμο στην Ουράνια Βασιλεία, στην οποία εισέρχεται “εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη και πεποικιλμένη”, όπως ψάλλει ο Υμνωδός της Εκκλησίας. Εισέρχεται ως Παντάνασσα, βασίλισσα πασών των βασιλισσών, αγιοτέρα πάντων των αγίων, Παναγία.

Εκατομμύρια πιστών συνωστίζονται στους περικαλλείς ναούς της αλλά και στα ταπεινά ξωκλήσια και μοναστήρια, τα αφιερωμένα στην πάνσεπτη μνήμη της. Προσέρχονται για να αποθέσουν στο σκήνωμά της την πίστη, την ευλάβεια και την αγάπη τους, ν’ απευθύνουν γονυπετείς παρακλήσεις και ικεσίες και να σιγοψιθυρίσουν τις προσδοκίες και τις ελπίδες τους προς την ακένωτη πηγή της ευσπλαχνίας και του ελέους, την κιβωτό της σωτηρίας και προστάτιδα των πιστών.

Να εκμυστηρευτούν στη μεγάλη  Μάνα, την πλατυτέρα των Ουρανών, τα ανθρώπινα πάθη και τις επίγειες ανάγκες και αδυναμίες τους και να ζητήσουν τη λύτρωση μέσα από τη δική της μεσολάβηση προς τον Υιόν και Θεό μας.

“Άλλοι σε κράζουν έλεος,
ελπίδα ο θλιμμένος,
ελεημοσύνη ο φτωχός, νερό ο διψασμένος.
Βασίλισσα των ουρανών σε κράζει η καμπάνα.
Μα η καρδιά μου, Δέσποινα, αυτή σε κράζει Μάνα”.

Είναι η μια η μοναδική μάνα. Μάνα του Θεού αλλά και δική μας, που με τη γλυκιά μορφή Της, με διάχυτη τη θλίψη, στο βαθύ και υπερκόσμιο βλέμμα της, θλίψη για τον ανθρώπινο πόνο και τον πόνο του θανάτου, που τον βίωσε και η ίδια ως μάνα, παρακολουθώντας με οδύνη τον σταυρικό θάνατο του Υιού της· αλλά και με τη θεία εγκατέρηση και την ελπίδα που αποπνέει, μας εμψυχώνει και μας οπλίζει με θάρρος και ψυχικό σθένος, για ν’ αντιμετωπίσομε τις ανυπέρβλητες δυσκολίες και τις επώδυνες καταστάσεις που μας επιφυλάσσει η ζωή.

Γι’ αυτό τις μέρες αυτές οι Χριστιανοί, όπου Γης, συρρέουν στους ναούς και στα ξωκλήσια του τόπου τους, με λαμπάδες και αναθήματα, να προσκυνήσουν το πάνσεπτο σώμα της και να ζητήσουν την εξ ύψους παρηγορία.

Κανένας, ωστόσο, χριστιανικός λαός δεν τη λατρεύει, δεν την υμνεί με τη θέρμη, την ψυχική μέθεξη και την ευλάβεια των Ελλήνων. Είναι μια λατρεία γνήσια, ολοκληρωτική. Ένα δόσιμο ψυχής, μια πηγαία αγάπη, ένας απροσμέτρητος σεβασμός, ανεξάντλητη πίστη και προσδοκία, ελπίδα και παρηγοριά.

Για τον Έλληνα δεν είναι μόνο μητέρα του Χριστού. Είναι και δική του μητέρα. Μητέρα και προστάτιδα του Έθνους του. Υπέρμαχος Στρατηγός και οδηγήτριά του στους αμυντικούς και απελευθερωτικούς του αγώνες. Πλατυτέρα και βασίλισσα των ουρανών, κραταιά αγία όλων, αγία πάντων Παναγία. Τίτλοι που ταυτίζονται μεταξύ τους και προσδίδουν στην Παναγία τη διάσταση όχι μόνον υπέρτατης θρησκευτικής αλλά και εθνικής πραγματικότητας.

Από τα χρόνια του Βυζαντίου, η Παναγία θεωρήθηκε από τους Έλληνες προστάτις και οδηγός τους, με κορυφαία εκδήλωση της λατρείας τους την ευχαριστήρια ολονύκτια λειτουργία, με προεξάρχοντα τον πατριάρχη Σέργιο στην Αγία Σοφία, αμέσως μετά την κατατρόπωση και εκδίωξη των Αβάρων από τον Κεράτιο Κόλπο, τον Αύγουστο του 626. Ο Ακάθιστος Ύμνος προς τον Υπέρμαχο Στρατηγό, δοσμένος “Ορθοστάδην” με βαθιά κατάνυξη από σύσσωμο το λαό, τη θρησκευτική και πολιτική ηγεσία του, υπήρξε το μεγάλο, το ανυπόκριτο “ευχαριστώ” του χριστιανικού γένους των Βυζαντινών προς την Βασίλισσα της βασιλεύουσας Πόλης.

Από τότε οι Έλληνες επικαλούνται την Παναγία πριν από κάθε πολεμική εκστρατεία τους. Ζητούν τη βοήθεια και την ευλογία της πριν από κάθε εθνικό και απελευθερωτικό αγώνα τους. Την παρακαλούν να θέσει υπό την σκέπη της τα αγωνιζόμενα παιδιά τους, να κατευθύνει και να στέφει με επιτυχία τους αγώνες τους, να διαφυλάξει την ελευθερία και την εθνική τους ανεξαρτησία.

Κορύφωση του σεβασμού και της λατρείας των Ελλλήνων προς την Αειπάρθενο, αποτελεί ο ορισμός της 25ης Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού της, ως ημερομηνία έναρξης του απελευθερωτικού μας αγώνα από τους Τούρκους, παρά το γεγονός ότι η Επανάσταση είχε αρχίσει λίγο νωρίτερα στη Μεσσηνία και από το Φεβρουάριο εκδηλώθηκε στη Μολδοβλαχία.

Η προσωπικότητα της Παναγίας πήρε έτσι από τους Έλληνες εθνικοθρησκευτική διάσταση, σε σημείο ώστε ν’ αποτελεί προστάτρια και οδηγήτρια του Γένους μας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και μετά την επανάσταση του 1821.

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τη Μικρασιατική καταστροφή κα το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο,  οι Έλληνες στρατιώτες ρίχνονται στη φωτιά του πολέμου, με ένα εικονισματάκι της Παναγίας στον κόρφο τους, ένα φυλακτό που τους κρέμασε στο λαιμό η φυσική τους μάνα, ικετεύουσα την Κυρία των Αγγέλων να τους θέσει υπό την σκέπη της.

Για τον ίδιο λόγο η ελληνική Εκκλησία όρισε την 28η Οκτωβρίου, ημερομηνία ορόσημο της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, ως ημέρα εορτασμού της Αγίας Σκέπης, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας, για την προστασία που παρέχει στα στρατευμένα παιδιά μας, υπό τη σκέπη Της.

Για τους Έλληνες η Παναγία δεν πέθανε, “εκοιμήθη”. Ζει πάντα μέσα στην καρδιά μας, βασιλεύει στην σκέψη μας, οδηγεί τα βήματά μας. Αποτελεί την ελπίδα του απελπισμένου, την σπίδα του αδύναμου, το καταφύγιο του κατατρεγμένου, το βάλσαμο του πονεμένου.

Ιδιαίτερα σήμερα, που τραγική συγκυρία βύθισε ολόκληρη τη χώρα μας στο πένθος. Που όλοι οι Έλληνες, όπου Γης, θρηνούν τους χαμένους αδελφούς μας και σπεύδουν να εκφράσουν με κάθε τρόπο τη συμπαράστασή τους στους επιζώντες, οι προσευχές και οι ικεσίες μας προς τον Ύψιστο, πρεσβείαις της Αειπαρθένου, αποτελεί ύψιστο μέλημά μας. Ο πόνος και το δάκρυ για το συνάνθρωπο εισακούεται με ξεχωριστή ευσπλαχνία από τον Κύριο, που σπεύδει να αμβλύνει τον πόνο, να στεγνώσει το δάκρυ, να εμψυχώσει τον απελπισμένο, να τον οδηγήσει ξανά στο δρόμο της δημιουργίας, της ελπίδας, της ψυχικής ευφορίας.

Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του ποιητή:

“Από τη γη δυο δάκρυα, μικρά μαργαριτάρια

ανέβηκαν και στάθηκαν στου Πλάστη τα ποδάρια.

Κι είπε το πρώτο, σκύβοντας μπροστά τον Άγιο Θρόνο:

Eμένα μ’ έβγαλ’ η καρδιά, για το δικό της πόνο.

Κι ο Πλάστης αποκρίθηκε: ούτε στιγμή μη χάνεις,

σύρε να γίνεις βάλσαμο, τον πόνο της να γιάνεις.

Κι είπε το άλλο σκύβοντας, μπροστά τον Άγιο Θρόνο:

Eμένα μ’ έβγαλε η καρδιά, για κάποιον ξένο πόνο.

Κι ο Πλάστης αποκρίθηκε: εσύ, μαζί μου μείνε.

Της ευσπλαχνίας τα δάκρυα, δικά μου δάκρυα είναι”.