Η αυριανή Κυριακή, φίλε αναγνώστη, η Ε’ κατά σειρά Κυριακή των Νηστειών, είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στην Οσία Μαρία την Αιγυπτία. Φέτος συνέπεσε με τη θρησκευτική και εθνική μας επέτειο του Ευαγγελισμού και της επανάστασης του ‘21.

Για τα δύο τελευταία γεγονότα, που επισκιάζουν σ’ ενδιαφέρον το πρώτο, θα ακούσουμε πολλά στις εκκλησιές και στις παρελάσεις μας. Εγώ θα ασχοληθώ με το πρώτο, την Οσία Μαρία, μια γυναίκα που από μικρή βυθίστηκε στο βούρκο και στην ακολασία και που ένα γεγονός φοβερό την έκαμε να συνέλθει, να μετανοήσει και να γίνει δεκτή ξανά από το Θεό και στο τέλος να αγιάσει.

Αυτή λοιπόν η Μαρία ήταν Αιγύπτια, δηλαδή από την Αίγυπτο και έγινε Οσία. Τι σημαία Οσία; Όσιος λέγεται ο ασκητής που αγίασε.

Και τι σημαίνει ασκητής; Ο καλότερος που ζει μακριά από τους άλλους ανθρώπους, απομονωμένος δηλαδή, και με στερήσεις.

Στα δώδεκα χρόνια της, λοιπόν, η Μαρία, που είχε μπλέξει προ ποολλού με κακές παρέες και είχε ήδη διαφθαρεί, βυθισμένη πλέον στην ακολασία και σκλάβα της σαρκικής ηδονής, εγκατέλειψε κρυφά τους γονείς της και πήγε στη μεγάλη πόλη της Αλεξάνδρειας όπου επί δεκαεφτά χρόνια συνέχισε την ίδια άσωτη και βρόμικη ζωή.

Εκεί άκουσε κάποτε ότι στα Ιεροσόλυμα κάθε χρόνο στη γιορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού μαζεύεται πολύς κόσμος από διάφορα μέρη για προσκύνημα και γίνονται σπουδαίες και εντυπωσιακές εορταστικές εκδηλώσεις. Από περιέργεια, αποφάσισε να βρεθεί κι αυτή στα Ιεροσόλυμα τις μέρες εκείνες. Αλλά κι εδώ σαν έφθασε εκόλασε πολλούς.

Σαν ήρθε επιτέλους η μέρα της Ύψωσης, πήγε και η Μαρία στο ναό. Κόσμος πολύς έμπαινε στην εκκλησία για να προσκυνήσει. Προχώρησε κι αυτή να μπει. Έφθασε στην πόρτα, μα σαν επιχείρησε να μπει, διεπίστωσε με φόβο ότι κάποιο χέρι δυνατό που δεν έβλεπε αλλά έντονα ένιωθε,  την εμπόδιζε και δεν την άφηνε να μπει στο ναό, ενώ οι άλλοι δίπλα της έμπαιναν ελεύθερα.

Προσπάθησε τέσσερις φορές, αλλά κάθε φορά το ίδιο αόρατο εμπόδιο δεν την επέτρεπε την είσοδο. Τότε με τρόμο κατάλαβε ότι η είσοδος στο ναό ήταν γι’ αυτήν απαγορευμένη εξαιτίας της βρομερής και ακόλαστης ζωής της. Ξέσπασε τότε σε ασταμάτητα κλάματα και τα δάκρυά της έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια της. Βαθιά μετανιωμένη ζήτησε με θερμή προσευχή και δάκρυα συγχώρεση από το Θεό υποσχόμενη να αλλάξει ριζικά τη διαγωγή και τη ζωή της. Γύρισε και πάλι στο ναό. Τώρα μπήκε ανεμπόδιστα στην εκκλησία, πλησίασε και με συγκίνηση προσκύνησε το Τίμιο Ξύλο.

Η Μαρία δεν ξαναγύρισε στην Αλεξάνδρεια. Πέρασε τον Ιορδάνη ποταμό και προχώρησε βαθιά στην έρημο. Εδώ θα ζούσε μόνη, παρέα μόνο με το Θεό, σαν ασκήτρια πια, επί σαράντα επτά ακόμη χρόνια. Στα τέλη της ζωής της έτυχε να συναντηθεί εκέι στην έρημο με έναν ερημίτη, ονόματι Ζωσιμά, από τον οποίο, αφού του διηγήθηκε εξομολογούμενη όλη της τη ζωή και τη διαγωγή της, ζήτησε να φέρει και σ’ αυτήν τα άχραντα Μυστήρια, για να κοινωνήσει. Πράγματι, τη Μεγάλη Πέμπτη του επόμενου έτους ο Αββάς την κοινώνησε. Σαν πέρασε ένας ακόμη χρόνος, ο Ζωσιμάς ξαναπέρασε    από το ίδιο μέρος. Τη βρήκε νεκρή και ξαπλωμένη στο χώμα.

Δίπλα της ένα σημείωμα έγραφε: “Αββά Ζωσιμά, θάψε εδώ το σώμα της  άθλιας Μαρίας. Πέθανα την ίδια μέρα που κοινώνησα των αχράντων Μυστηρίων. Να προσεύχεσαι και για μένα”. Η μνήμη της εορτάζεται την 1 Απριλίου. Ο βίος αυτός ας μείνει στη μνήμη μας, πάντοτε ζωντανός, ως παράδειγμα για μετάνοια.

*Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδ. πάρεδρος του  Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών