Η μαραθώνια ανάγνωση της Οδύσσειας του Νίκου Καζαντζάκη, που έχει ξεκινήσει η Δ.Ε.Φ.Ν.Κ. και θα κρατήσει δύο χρόνια, μας έδωσε αφορμή να ξαναδιαβάσουμε το μεγάλο αυτό έπος της λευκής φυλής, όπως φιλοδόξησε ο δημιουργός του.
Στο άρθρο μου στις 30/7 παρουσίασα τη μορφή της ωραίας Ελένης, όπως εμφανίζεται στη Γ ραψωδία. Η Ελένη, κόρη του Δία, δεν είναι απλώς μια όμορφη, ποθητή γυναίκα. Είναι η ίδια η ιδέα της ομορφιάς. Γι’ αυτό συνενώθηκαν όλοι οι Έλληνες για να την πάρουν πίσω και με την εύνοια των θεών το κατόρθωσαν.
Σήμερα θα παρουσιάσουμε την Ελένη, όπως μας τη δείχνει ο Ν. Καζαντζάκης στη ραψωδία Δ. Ο Μενέλαος, η Ελένη και ο Οδυσσέας έχουν αποσυρθεί για ύπνο. Αρχικά ενσωματώνεται μια λαϊκή μπαλάντα στο όνειρο του Μενέλαου. Ονειρεύεται επίσης, όταν ξημερώσει, να πάρει τον αγαπημένο φίλο να του επιδείξει τα πλούτη του και μετά να οργανώσει αγώνες για να τον ευχαριστήσει.
Το ίδιο άλλωστε είχε κάνει και ο Αλκίνοος. Τριγυρίζουν στα χωράφια και στα κοπάδια. Ξαπλώνουν να ξεκουραστούν και τότε σαν σπίθα λάμπει στο μυαλό του Οδυσσέα η ιδέα «θα πάρω την Ελένη». Εκείνη τη στιγμή στον κλώνο της ελιάς γεννιέται ένα τζιτζίκι.
Όπως μου διηγήθηκε η Άννα Σικελιανού, που είχε στεφανώσει τον Καζαντζάκη και τον φιλοξενούσε στην Αίγινα, είχαν μια παρόμοια εμπειρία. Ο Σικελιανός συνόδευε τον Καζαντζάκη στο λιμάνι της Αίγινας για να αναχωρήσει με το πλοίο. Ξεχάστηκαν παρακολουθώντας τη γέννηση ενός τζιτζικιού και έχασε το πλοίο.
Την ίδια ώρα η Ελένη ξυπνά στο παλάτι και με τις αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες που θρηνούν τη μοίρα τους.
Είπε η κυκνόσπαρτη κερά σκυφτή, για αγάλια ασκώθει ο θρήνος
σιγός σαν ανοιξάτικη βροχή σε σύδεντρο φαράγγι
πυργώθει αγάλια το όμορφο καστρί, τα σπίτια πάλε λάμψαν,
Γιομώσαν τα κατώφλια τους παιδιά, στρωθήκαν τα τραπέζια
…
Κι αγάλι αγάλι ο θρήνος στην καρδιά πικρό τραγούδι εγίνει
«Πουλί που πέτεσαι στον ουρανό, χαμήλωσ’ τις φτερούγες
στον άσπρο σου λαιμό να κρεμαστώ και να διαβώ τον κάμπο
να δροσερέψει πάλε ο κόρφος μου και να μυρίσει αρμύρα
και σαν την άγρια πετροπέρδικα που χάσει τα παιδιά της
τα μάτια μου θα πάρω κι όπου βρω θολό νερό θα πίνω
και όπου πατρίδας μαύρη καψαλιά θα πέσω να κυλιούμαι
και όπου η κουνιά του γιου μου κρέμουνταν θα πικροκελαηδήσω»
στιχ. 445-458
Εδώ ενσωματώνεται ένα ωραίο λαϊκό μοιρολόι που λέει η κυκνόσπαρτη κερά και συνοδεύουν οι αιχμάλωτες.
Ο Οδυσσέας επιστρέφει στο παλάτι με λαχτάρα για να συναντήσει την Ελένη.
Και η Ελένη μας στο μεροβίγλι ορθή, παλικαρού, φαινόταν
το ανεμοφούρφουλο να διαγουμάει και να βαράει το νου της.
Φορούσε ροδοφλόγινο λινό με ξόμπλια χρουσοστάχια
ασημοφτέρης λάβρος τζίτζικας τον ώμο της φρουρούσε
κα φιλντισένιο μισοφέγγαρο βυθίζουνταν με τρόμο
βαθιά στην ισιωμένη χνουδωτή του στήθους της διχάλα.
Τα λιόμαυρα μαλλιά με μυστικά μυρωδικά λουσμένα
…
Τα μαύρα μάτια της παγάνιζαν τον καρπισμένο κάμπο
…
Μα ανάλαφρος αστράφτοντας σαν νιος ανέβη ο καστρορίχτης
δυο δυο γοργά της βίγλας τα σκαλιά να σμίξει την Ελένη
η παιχνιδόματη το συντηράει και κρουφοφτερακίζει
στο κοσμοξάκουστο κορμί σαν το μικρό πουλί η ψυχή της
μα δάμασε τον τρόμο και έσκυψε στη γης χαμογελώντας
…
Σιγά η θεογέννητη ανασήκωσε τα λιοχνουδάτα μάτια
και λάλησε άφοβα, κατάματα τον άρπαγο τηρώντας:
«Στο ιερό κρουστάλλι που μου χάρισες να βλέπω την ψυχή μου,
θωρώ – σε μαύρη πλώρα στέκουμαι στον ίσκιο σου, Οδυσσέα!»
Της πλώρας το αιματόνειρο άστραψε στου καραβά τα μάτια,
το θείο κορμί, το κρούσταλλο νερό, συμπόνεσε η ψυχή του:
«Μες στον αγέρα, Ελένη, γρίκηξα το ανάκρασμά σου κι ήρθα·
λυπούμαι την ψυχή σου να χαθεί χωρίς ν’ αφήσει αχνάρι!»
Τα μαύρα καγκελόφρυδα έπαιξαν και τα βαμμένα χείλια:
«Τα στήθα μου μια νύχτα πλάνταξαν, λαχτάρισα και βγήκα
στο λιακωτό και σ’ έκραξα, ψηλά τινάζοντας τα χέρια.
Ποτέ μου αντρούς δε φώναξα χωρίς κορμί να πάρει ο αγέρας·
και τώρα μες στον ήλιο σε θωρώ και πίσω σου αγναντεύω
Στιχ. 525-566
Συμφωνούν να φύγουν το ξημέρωμα και η Ελένη τονίζει ότι τώρα φεύγει με τη θέλησή της, γιατί δεν αντέχει να συζεί με ένα άντρα που δεν μπορεί να της προσφέρει τίποτε πια. Στους στίχους 910 και εξής η Ελένη κομψά ντυμένη αποπνέει ερωτισμό και ονειρεύεται τον νέο κόσμο που την περιμένει. Ο Οδυσσέας μαγεύεται και ως πολύτροπος και γόης υμνεί την ομορφιά της. Αναφέρω απλώς μερικούς εξαιρετικούς στίχους.
Σαν θυμηθώ τα μάτια σου τα δυο γλυκαίνει ο κόσμος όλος
…
μεγάλο ρόδο ανέβηκες στο ανάνθιστο χορτάρι,
σαν το μεγάλο στοχασμό, σγουρό, πολύφυλλο, φλογάτο,
ρόδο της γης, λαχτάρα των ματιών, χαρά του μαύρου αγέρα!
Τα χώματα άνθισες κι ομόρφυνες τις ταπεινές μας νύφες,
και πια κάθε γαμπρός, στα σκοτεινά, φιλάει και μιαν Ελένη·
Στιχ. 962
Ο Οδυσσέας όμως βλέποντας τη χαρά της για να εγκαταλείψει τον Μενέλαο εκφράζει την απορία του και εκείνη του λέει:
987-993
Το μαρμαρένιο στήθος μου σπλαχνιά γι’ αυτόν δεν έχει˙ πάει,
δε δύνεται η ζωή να δέσει πια καρπό κι ανθό μαζί του.
Ο Οδυσσέας ανατριχιάζει και βλέποντας τα μάτια της λέει:
Είναι γλυκός πολύ της γυναικός ο κόρφος σαν λιμάνι.
Την ίδια ώρα ο Μενέλαος ψάχνει ένα πολύτιμο δώρο για τον αγαπημένο σύντροφο και του χαρίζει ένα χρυσό άγαλμα που είχε δώσει ο Δίας στη Λήδα, όταν έσμιξαν και γεννήθηκε η Ελένη. Εξαιρετικοί είναι και οι στίχοι που ακολουθούν:
Γελόπαιξαν στο φως ψιχαλιστά της χιλιαντρούς τα μάτια
η ανάσα της Ελένης μύρισε σαν θάλασσα δροσάτη
το θείο κορμί της λαμπαδόχυτης
Πριν χαράξει ο Οδυσσέας μπαίνει στον γυναικωνίτη. Η Ελένη είναι έτοιμη, ωραία στολισμένη και επιβεβαιώνει άλλη μια φορά τη θέλησή της για φυγή. Μπαίνουν στο πλοίο και αναχωρούν. Ίσως η ραψωδία αυτή είναι η αποθέωση της Ελένης που επιβεβαιώνει την αθάνατη καταγωγή της, αλλά επίσης αποτελεί ένα σύμβολο γυναίκας κατά τον Καζαντζάκη.
Γυναίκας που υπερβαίνει τα όρια και τροφοδοτεί τα όνειρα του αρσενικού. Γυναίκας ανυπόταχτης που αρμενίζει στο άπειρο έτσι που την έπλασε ο μύθος αιώνων. Είναι η σάρκα που γίνεται η απόλυτη ιδέα της ομορφιάς. Τραγούδι και όνειρο ερωτικό. Στην επόμενη ραψωδία Ε θα βρεθούμε στην Κρήτη όπου γίνεται μια κοσμογονία και η Ελένη θα έχει επίσης τον ρόλο της.
Επιπροσθέτως, αξίζει να επισημάνουμε πόσο ψεύτικοι ήταν οι όρκοι του Οδυσσέα προς τον Μενέλαο για αιώνια φιλία, την ίδια ώρα που ετοιμάζεται να του κλέψει τη γυναίκα, γι’ αυτό δικαιολογούνται και τα πολλά επίθετα με τα οποία τον χαρακτηρίζει ο Καζαντζάκης. Άλλωστε και στον Όμηρο ο Οδυσσέας κερδίζει όχι με την παλικαριά του, αλλά με την πονηριά του και την ευφυΐα του.
Καταλήγοντας θα μπορούσα να πω ότι, όπως το έπος της Ιλιάδας είναι «Άρεως μεστόν» έτσι και η Δ ραψωδία του Καζαντζάκη είναι ομορφίας μεστή.
Μεστή από την ομορφιά της Ελένης που ομορφαίνει τα μάτια που τη βλέπουν και ανάβουν την αντρική επιθυμία και τον πόθο και συγχρόνως χαρίζουν υψηλή αισθητική συγκίνηση στους αναγνώστες του έργου του μεγάλου μας συγγραφέα.
*Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος